Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

21 Απριλίου 1967: Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, επίορκοι αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήριο επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη προκειμένου να αποφευχθεί αναρχία την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες, κάτι το οποίο, ωστόσο, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με πειστικά στοιχεία. Η δημοκρατία και οι θεσμοί καταλύθηκαν για επτά χρόνια, ως τις 24 Ιουλίου 1974, όταν η Χούντα των Συνταγματαρχών κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το Δ΄ ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα.

Προηγούμενο γενικό πολιτικό πλαίσιο
Μετά τον Εμφύλιο του 1946-49 ήταν διάχυτος ο φόβος της επικράτησης του κομμουνισμού παρά την ήττα του ΔΣΕ και την εξορία των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως η απαγόρευση του ΚΚΕ, η εκτόπιση αντιφρονούντων κ.λπ. Ορισμένοι αξιωματικοί στο στρατό, στην αστυνομία/χωροφυλακή, στην ΚΥΠ και αλλού θεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δε λάμβαναν αρκετά μέτρα ή ότι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αποτρέψουν τον κίνδυνο και είχαν ουσιαστικά αυτονομίσει τη δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος». Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής κατά τις δεκαετίες '50 και '60 δε στάθηκε δυνατόν να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία, είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, νομίζοντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί. Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως ένα βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963.
Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών ομάδων αυτών εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε. Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας του Ανδρέα Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές.

1966: Η πορεία προς τη δικτατορία
Η εκρηκτική πολιτική ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία έληξε το μοιραίο για τη δημοκρατία 1965, πυροδοτήθηκε εκ νέου από τον βασιλιά Κωνσταντίνο πριν καν μπει ο καινούργιος χρόνος. Στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του για το 1966, ο νεαρός μονάρχης δήλωσε ότι "ο κομμουνισμός αποτελεί μίασμα γεννηθέν έξω της Ελλάδος, εμπνεόμενον και κινούμενον έξωθεν. Ηθική του είναι το ψεύδος και η προδοσία. Μολύνει και καθιστά ανύποπτον εχθρόν της Πατρίδος πάντα ερχόμενον εις επαφήν με αυτόν, άτομον ή ομάδα, πάντα καλόν Έλληνα, μη διαβλέποντα τον κίνδυνον".
"Δια του κειμένου αυτού ο βασιλεύς τοποθετείται όχι απλώς και ανεπιτρέπτως πολιτικώς, ως αρχηγός τής πλέον εξάλλου μερίδος της κοινωνικής αντιδράσεως, αλλά και ως αρχηγός σταυροφορίας εναντίον μεγάλου τμήματος του λαού, χρησιμοποιών φρασεολογίαν... όζουσαν γραφίδος "σοβιετολόγου"... Προκαλεί εις εσωτερικήν ανωμαλίαν απροσδιορίστου εκτάσεως και εκβάσεως, εις κάθε περίπτωσιν ολεθρίαν δια την χώραν" υπογραμμιζόταν σε επερώτηση που κατέθεσε στις 4 Ιανουαρίου του 1966 η Ε.Δ.Α.
"Βαρύ λάθος" χαρακτήρισε το βασιλικό διάγγελμα και η Ένωσις Κέντρου, ενώ ακόμη και ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτης Κανελλόπουλος τόνισε στις 18 Ιανουαρίου, όταν η επερώτηση συζητήθηκε στη Βουλή: "Πρέπει να σας είπω απεριφράστως ότι εγώ προσωπικώς δεν θα διετύπουν κατά τον τρόπον αυτόν ένα πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του βασιλέως". Αντιδράσεις κατά του διαγγέλματος, την πολιτική ευθύνη για το περιεχόμενο του οποίου έχει κατά το Σύνταγμα η κυβέρνηση, σημειώθηκαν και μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, όπως φαίνεται και από τις εφημερίδες Μάχη, που υποστήριζε τον Ηλία Τσιριμώκο, και Ελευθερία, που υποστήριζε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Στις 5 Ιανουαρίου, ως αποτέλεσμα της γενικής κατακραυγής, παραιτήθηκε ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά Κωνσταντίνος Χοϊδάς, συντάκτης του διαγγέλματος.
Στο μεταξύ η κυβέρνηση των "αποστατών" προχώρησε μαζικές εκκαθαρίσεις αξιωματικών πιστών στην Ένωση Κέντρου, με πρόσχημα και τις ανακρίσεις για τον ΑΣΠΙΔΑ, και προώθησε σε θέσεις-κλειδιά ακροδεξιούς αξιωματικούς, πολλοί εκ των οποίων έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ενώ άλλοι προετοίμαζαν ενεργά το "πραξικόπημα των στρατηγών", το οποίο δεν πρόλαβε να εκδηλωθεί.
Στις 17 Ιανουαρίου ο βουλευτής Σερρών της Ένωσης Κέντρου Άγγελος Αγγελούσης κατήγγειλε με ερώτησή του στη Βουλή ότι ο γνωστός από το "σαμποτάζ του Έβρου" αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε στη νευραλγική θέση του Γραφείου Πληροφοριών (Α2) της Στρατιάς στη Λάρισα. Κατήγγειλε επίσης ότι επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία ο απόστρατος ταξίαρχος της Αεροπορίας Αντώνης Σκαρμαλιωράκης, ο οποίος είχε αποστρατευθεί για διοχέτευση στον Τύπο απορρήτων εγγράφων με στόχο να προκληθεί αναταραχή και είχε θεωρηθεί ύποπτος για παράδοση εθνικών μυστικών στη CIA και ο οποίος πραγματικά, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, ήταν από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και σύνδεσμος των πραξικοπηματιών με τους Αμερικανούς, όπως προκύπτει από αμερικανικά έγγραφα. Στην ίδια ερώτηση ο βουλευτής της Ένωσης Κέντρου ανέφερε και για τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού Γρηγόριο Σπαντιδάκη, κορυφαία επίσης πρωταγωνιστική μορφή του πραξικοπήματος του 1967, ότι είναι "ανώτατος αξιωματικός ήσσονος επαγγελματικής αξίας, μη ων καν απόφοιτος ουδέ της Ανωτάτης Σχολής Πολέμου, ως απαιτεί ο νόμος... γνωστός όμως τοις πάσι δια τους εις τον ΙΔΕΑ αγώνας του, συμπαρακοιμώμενος των γνωστών στρατηγών Γωγούση και Καρδαμάκη".
Τον Σπαντιδάκη κάλυψε την ίδια ημέρα με δήλωσή του ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Σταύρος Κωστόπουλος, ενώ ο ίδιος ο θιγόμενος αρχηγός ΓΕΣ ζήτησε άδεια να υποβάλει μήνυση κατά του Αγγελούση. Την επομένη, τον Σπαντιδάκη κάλυψε και ο πρωθυπουργός Στέφανος Χ. Στεφανόπουλος τονίζοντας ότι "η κυβέρνησις αποδοκιμάζει και στιγματίζει την από τινων ημερών αναληφθείσαν αδίστακτον εκστρατείαν εναντίον της ανωτάτης ηγεσίας του στρατεύματος". Στη σχετική συζήτηση στη Βουλή στις 2 Φεβρουαρίου, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος χαρακτήρισε άριστο αξιωματικό τον Σπαντιδάκη.
Με την κάλυψη που είχαν από την κυβέρνηση και το παλάτι και αποκτώντας όλο και πληρέστερο έλεγχο του στρατεύματος, οι Σπαντιδάκης και Παπαδόπουλος ενέτειναν τη συνωμοτική τους δράση.
Όπως αποκαλύπτεται από μία σημαντική έκθεση της CIA από την Αθήνα, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1966, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος διερεύνησε και πάλι τη δυνανότητα πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1966:
"Λίγο πριν από τη συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 1966, ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος ήρθε στην Αθήνα και επικοινώνησε με τους άλλους συνταγματάρχες. Συζήτησαν το ενδεχόμενο οργάνωσης πραξικοπήματος εφόσον κρινόταν αναγκαίο για να αποτραπούν εκδηλώσεις βίας που θα προκαλούνταν από την ΕΔΑ ή και τον Γεώργιο Παπανδρέου κατά τη συγκέντρωση. Ο Παπαδόπουλος είπε στους στρατιωτικούς με τους οποίους είχε επαφές, πως ο αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος Γρηγόριος Σπαντιδάκης τον είχε καλέσει στην Αθήνα". Πάντα κατά τη CIA, ο Παπαδόπουλος βρισκόταν στην Αθήνα για να εκτιμήσει τη στάση σωμάτων ασφαλείας σε περίπτωση επέμβασης του στρατού, αν σημειώνονταν επεισόδια.
Στις 15 Φεβρουαρίου, παραμονή της συγκέντρωσης, συγκροτήθηκε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης σύσκεψη, με συμμετοχή του Σπαντιδάκη και της ηγεσίας Αστυνομίας και Χωροφυλακής, όπου αποφασίστηκε ότι οι ένοπλες δυνάμεις στην περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής θα κληθούν να παρέμβουν μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Τέτοια ανάγκη όμως δεν παρουσιάστηκε καθώς τα μεγάλα πλήθη που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Κλαυθμώνος για να εορτάσουν τα δύο χρόνια από την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου και να ακούσουν τον Γεώργιο Παπανδρέου υπάκουσαν στην εντολή του: "Θα διαλυθείτε ησύχως".
Προηγουμένως στην ομιλία του ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου μίλησε για δικτατορία: "Ουδέποτε θα γίνη ανεκτή η δικτατορία. Όλοι οι Έλληνες, ανεξαρτήτως κόμματος, θα υπερασπίσουν, ακόμη και μη τη ζωή των, τας ελευθερίας των".
Ο Γεώργιος Παπανδρέου αγνοούσε την έκταση των κινήσεων προετοιμασίας πραξικοπήματος. Αντιθέτως, η προαναφερθείσα έκθεση της CIA δίνει πολύ καλύτερη εικόνα των κινήσεων αυτών:
"Οι κάτωθι αξιωματικοί - μέλη της συνωμοτικής ομάδας επέστρεψαν πρόσφατα στην περιοχή της Αττικής:

  • Ο αντισυνταγματάρχης Κώστας Παπαδόπουλος, αδελφός του Γεωργίου, τοποθετήθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1966 αρχηγός του συντάγματος στον Διόνυσο.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Δημήτρης Σταματελόπουλος διορίστηκε διοικητής του συντάγματος της Αγίας Παρασκευής, στα μέσα Οκτωβρίου του 1965.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Αντώνιος Μέξης αναμένεται να αναλάβει σύντομα τη διοίκηση συντάγματος στην Αθήνα.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς είναι τώρα διοικητής της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (ΕΣΑ) που εδρεύει στο αρχηγείο Στρατού.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης αναμένεται να αναλάβει σύντομα διοίκηση συντάγματος στην Αθήνα.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Θεόδωρος Πατσούρος αναμένεται να αναλάβει τη διοίκηση μονάδας διαβιβάσεων στην Αθήνα.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Μιχάλης Ρουφογάλης τοποθετήθηκε προσωρινά επικεφαλής του τμήματος ασφαλείας της ΚΥΠ αλλά αναμένεται να αναλάβει σύντομα τον Α κλάδο της υπηρεσίας.
  • Ο αντισυνταγματάρχης Αντώνιος Λέκας αναμένεται να αναλάβει σύντομα διοίκηση μονάδας στην Αθήνα".

Όλοι οι αναφερόμενοι αξιωματικοί στην έκθεση της CIA έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στο πραξικόπημα και διετέλεσαν στελέχη του δικτατορικού καθεστώτος. Στο μεταξύ η ΕΔΑ έκανε μάταιες προσπάθειες να συμβάλει στην εξεύρεση συμβιβασμού με το παλάτι. Στις 7 Φεβρουαρίου, με δήλωση της Εκτελεστικής Επιτροπής της, πρότεινε τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης της Βουλής και να κάνει σε τρεις μήνες αδιάβλητες εκλογές με απλή αναλογική. Τα ανταλλάγματα που πρόσφερε ήταν εντυπωσιακά: "Να συμφωνηθή και να διακηρυχθή από τα πολιτικά κόμματα ότι δεν θέτουν πολιτειακό" και "να εξετασθή η δυνατότης παύσεως δι' αμνηστεύσεως οιασδήποτε διώξεως εναντίον στρατιωτικών δια τας υποθέσεις "Περικλή" και ΑΣΠΙΔΑ".
Με τις προτάσεις αυτές αφ' ενός ο Κωνσταντίνος απέφευγε τις πολιτικές συνέπειες των Ιουλιανών, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλιζόταν και η κοινή συναινέσει ατιμωρησία των οργανωτών του "εκλογικού πραξικοπήματος" του 1961, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Οι προτάσεις της ΕΔΑ έπεσαν όμως στο κενό, δεδομένου ότι ο Κωνσταντίνος θεώρησε ότι ελέγχει πλήρως τις εξελίξεις, ώστε να μη χρειάζεται συμβιβασμούς, πόσο μάλλον προερχόμενους από πρωτοβουλίες της ΕΔΑ.
Σύντομα όμως αποδείχθηκε ότι η κυβέρνηση Στεφανόπουλου ήταν πολύ λιγότερο σταθερή από όσο νόμιζε ο Κωνσταντίνος. Την Δευτέρα του Πάσχα, 11 Απριλίου του 1966, το πολιτικό σκηνικό κλονίστηκε καθώς ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών Ηλίας Τσιριμώκος παραιτήθηκε και απέσυρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση, ακολουθούμενος από τον υπουργό Πρόνοιας Δημήτριο Γαληνό και τον ανιψιό του βουλευτή Ιωάννη Τσιριμώκο.
Αφορμή για την παραίτηση ήταν η διαφωνία του στην πολιτική του πρωθυπουργού Στεφανόπουλου για τον έλεγχο της εθνοφρουράς στην Κύπρο, καθώς ο Τσιριμώκος υποστήριζε την άποψη του προέδρου Μακαρίου ότι η εθνοφρουρά πρέπει να έχει κυπριακή διοίκηση.
Η κυβέρνηση του Στέφανου Στεφανόπουλου βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς δεν διέθετε παρά μόνο 150 ψήφους στη Βουλή. Μπήκαν πάλι σε κίνηση οι μηχανισμοί εξαγοράς βουλευτών, καθώς η Ένωση Κέντρου και η Ε.Δ.Α. κατέθεσαν στις 19 Απριλίου πρόταση δυσπιστίας, η συζήτηση της οποίας άρχιζε στις 21 Απριλίου.
Στις 23 Απριλίου οι βουλευτές Χανίων Ι. Βαλυράκης και Πιερίας Θεόφιλος Καμπερίδης κατήγγειλαν επισήμως στη Βουλή απόπειρες εξαγοράς τους. Τελικά πάντως προσχώρησαν στην κυβερνητική παράταξη οι βουλευτές Πέλλας Ιγνατιάδης και Ημαθίας Ιωάννης Γιαμάς κι έτσι η κυβέρνηση Στεφανόπουλου διασώθηκε. Στις 25 Απριλίου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης με την οριακή πλειοψηφία των 151 βουλευτών, καθώς ένας από τους "αποστάτες" ψήφισε "παρών".
Στα τέλη Απριλίου αποστρατεύτηκαν μαζικά 35 υποστράτηγοι, ταξίαρχοι και συνταγματάρχες που υποστήριζαν λίγο-πολύ την Ένωση Κέντρου, ενώ προωθήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά μελλοντικοί πραξικοπηματίες. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε επικεφαλής του 7ου επιτελικού γραφείου του ΓΕΣ, υπεύθυνου για "ψυχολογικές επιχειρήσεις", "διαφώτιση" και "πολιτική προπαγάνδα". Στις 7 Μαΐου η Ένωση Κέντρου κατέθεσε επερώτηση στη Βουλή για τις αποστρατεύσεις, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την τοποθέτηση "εις την καιρίαν θέσιν του Α' βοηθού αρχηγού ΓΕΣ" του αντιστράτηγου Οδυσσέα Αγγελή, ο οποίος τον επόμενο χρόνο αποδείχθηκε πραγματικά εκ των κορυφαίων πραξικοπηματιών.
Παράλληλα, γινόταν και ιδεολογική προετοιμασία για την ανάγκη επιβολής δικτατορίας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό και ο δημοσιογράφος Σάββας Κωνσταντόπουλος, ο επιφανέστερος ιδεολογικός εκπρόσωπος του μετέπειτα απριλιανού καθεστώτος, έδωσε τις περιώνυμες τέσσερις διαλέξεις του στο Χίλτον.
"Προκύπτει το ενδεχόμενο μιας διαιτητικής δικτατορίας", τόνιζε σε μια από αυτές, "που θα θελήση να ματαιώση την επιβολή της μιας παρατάξεως επί της άλλης, θα τις χωρίση, θα σταθή έξω και πάνω από όλους και θα περιμένη να συνέλθουν, να αλλάξουν μυαλά, για να θέση πάλι σε κίνηση τους θεσμούς της Δημοκρατίας... Και όταν η δικτατορία γίνεται αναγκαία, είτε από σφάλματα του πολιτικού κόσμου είτε από άλλες εξαιρετικές συνθήκες, νομιμοποιείται στην κοινή συνείδηση. Η αναγκαιότητα κάνει τη δικτατορία χρήσιμη. Δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε ότι κάθε δικτατορία είναι κακή. Υπάρχουν και δικτατορίες ωφέλιμες".
Σύμπτωμα προϊούσης σήψης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι μεταξύ των ακροατών του Σάββα Κωνσταντόπουλου στις διαλέξεις αυτές συγκαταλέγονταν ο πρωθυπουργός Στ. Στεφανόπουλος, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας και Ηλίας Τσιριμώκος, πολιτικοί ηγέτες όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης, σωρεία υπουργών και πολλοί άλλοι.
Στις 20 Μαΐου το δικαστικό συμβούλιο του αναθεωρητικού στρατοδικείου με βούλευμά του αποφάνθηκε ότι "το σχέδιον Περικλής", δηλαδή εκείνο βάσει του οποίου η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ κατήγγειλαν ότι έγινε μεγάλης έκτασης βία και νοθεία στις εκλογές του 1961, "ουδέποτε και εις ουδεμίαν περίπτωσιν υλοποιήθη και εξετελέσθη". Το δικαστικό συμβούλιο δέχθηκε την ερμηνεία ότι οι αναφορές στις εκλογές του 1961 οφείλονταν απλώς στην "απειρία" τού τότε αναπληρωτή γραμματέα που κράτησε τα πρακτικά -δηλαδή, του κατοπινού δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου.
Το απαλλακτικό αυτό βούλευμα προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την Ένωση Κέντρου, την ΕΔΑ αλλά και τη φιλοκυβερνητική εφημερίδα Ελευθερία, η οποία υποστήριζε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου στις αρχές του καλοκαιριού προέβη σε απομάκρυνση της ηγεσίας της Γ.Σ.Ε.Ε., η οποία υποστήριζε τον Ανδρέα Παπανδρέου, με άκρως ανώμαλες εκλογικές διαδικασίες στα συνέδρια του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (12 Ιουνίου) και Γ.Σ.Ε.Ε. (24-25 Ιουλίου), καθώς αποκλείστηκαν παράτυπα εκατοντάδες αντιπροσώπων της αντιπολίτευσης.
Επανεργοποίησε επίσης το ΜΘ' ψήφισμα της εποχής του εμφυλίου πολέμου περί "νομιμοφροσύνης", καθαιρώντας έτσι εκατοντάδες αγρότες από τις διοικήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών και των ενώσεών τους και αντικαθιστώντας τους με πολιτικούς της φίλους.
Η κατάσταση έφτασε σε τέτοιες ακρότητες, ώστε το Σεπτέμβριο καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση ο δήμαρχος Καβάλας Τσολάκης, γιατί τόλμησε να προσλάβει σκουπιδιάρηδες χωρίς να τους ζητήσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Στις 10 Ιουλίου η κυβέρνηση Στεφανόπουλου αιματοκύλησε και τους αγρότες στη Θεσσαλονίκη, καθώς δεκάδες χιλιάδες σιτοπαραγωγοί μπήκαν με τρακτέρ και μαύρες σημαίες σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Αγρίνιο, Καβάλα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Θήβα, Λαμία κ.α.). Οι χωροφύλακες πέρα από τα δακρυγόνα άρχισαν και τους πυροβολισμούς, ενώ η κυβέρνηση διέταξε μερική επιφυλακή του στρατού στη συμπρωτεύουσα και κινητοποίησε μερικά τανκς, τα οποία στη συνέχεια απέσυρε. "Το αίμα της Θεσσαλονίκης βαρύνει την κυβέρνησιν και τα κόμματα που την στηρίζουν" δηλώνει ο Γ. Παπανδρέου. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, αντίθετα, απέδωσε τα πάντα σε "ωργανωμένην κομμουνιστικήν εκδήλωσιν" και ο Π. Κανελλόπουλος ζήτησε τη διάλυση των "Λαμπράκηδων", της οργάνωσης νεολαίας της ΕΔΑ, καλώντας την κυβέρνηση "να λάβη όλα τα καθυστερούμενα επί μήνας νομοθετικά ή διοικητικά μέτρα, τα οποία επιβάλλει η ανάγκη διαλύσεως και διώξεως των ασυμβιβάστων προς την Δημοκρατίαν κακοποιών πυρήνων της ανωμαλίας και της αναρχίας".
Όμως ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης Τζαβούλης άσκησε ποινική δίωξη κατά "αγνώστων αξιωματικών και οπλιτών της Χωροφυλακής" για οπλοχρησία και βαριές σωματικές βλάβες, με βάση τις ιατροδικαστικές εκθέσεις για τις περιπτώσεις τραυματισμού 23 πολιτών.
"Απαράδεκτον να διώκωνται έστω και τυπικώς τα όργανα της τάξεως, όταν με τόσην ανεκτικότητα, ψυχραιμίαν και αυτοθυσίαν αμύνωνται κατά των απροκλήτων αναρχικών εκδηλώσεων", δήλωσε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Χρήστος Αποστολάκος, προκαλώντας και πάλι αντιδράσεις της φιλοκυβερνητικής Ελευθερίας, η οποία χαρακτήρισε τις δηλώσεις του "δυναμίτιδα κατά της Δικαιοσύνης της χώρας, κατά των νόμων του κράτους, κατά των καταστατικών αρχών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος".
Στο μεταξύ, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα από αμερικανικά έγγραφα, από τα μέσα του 1966 ο αρχηγός ΓΕΣ Γρ. Σπαντιδάκης και έντεκα αντιστράτηγοι έδωσαν την έγκρισή τους να καταστρωθεί ένα σχέδιο πραξικοπήματος, με τον στρατό να καταλαμβάνει την εξουσία, να διαλύει τη Βουλή και να διορίζει πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Ο Κωνσταντίνος είχε δώσει την έγκρισή του για την κατάρτιση του σχεδίου αυτού, αλλά προτιμούσε να αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία του δικτατορικού καθεστώτος, αναφέρουν τα αμερικανικά έγγραφα, που είχαν ως προέλευσή τους βρετανικές πηγές, οι οποίες με τη σειρά τους είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια απευθείας από αξιωματικούς που συμμετείχαν στη συνωμοσία. Για τα σχέδια αυτά είχαν ενημερωθεί ακόμη οι αρχηγοί Αεροπορίας, Ναυτικού και Χωροφυλακής, όπως και ορισμένοι πολιτικοί.
Παρ' όλες αυτές τις ετοιμασίες πραξικοπήματος που έμπαιναν πια σε τελική φάση, ο Γεώργιος Παπανδρέου καθησύχαζε τον λαό σε σχέση με το ενδεχόμενο στρατιωτικής δικτατορίας σε συνέντευξή του στο Βήμα της 28 Αυγούστου: "Ότι υπάρχουν απειλαί είναι βέβαιον. Υπάρχουν μνηστήρες. Αλλά είναι επίσης βέβαιον ότι ουδέποτε θα αποτολμηθή. Δια να γίνη δικτατορίας εις την Ελλάδα πρέπει να την θελήση ο Βασιλεύς. Και καθ' όσον γνωρίζω από παλαιοτέρας συνομιλίας μου, ο Βασιλεύες την απέκλειεν απολύτως".
"Χωρίς την έγκρισιν του Βασιλέως η δικτατορία δεν γίνεται, έτσι κάθε απόπειρα δικτατορίας στη χώρα θα έθετε αυτόματα και αμετάκλητα το θέμα του καθεστώτος. Θα οδηγούσε τη χώρα σε περιπέτειες που μόνον άφρονες θα μπορούσαν να επιθυμήσουν. Αλλά υπάρχει και άλλη απάντηση: Στην ανοικτή δικτατορία θα αντιτάξουμε τη δημοκρατική αντίσταση" δήλωσε και ο Ανδρέας Παπανδρέου σε περιοδεία του στη Μακεδονία, στις αρχές Σεπτεμβρίου, προκαλώντας τη μήνι των δεξιών εφημερίδων, οι οποίες ισχυρίστηκαν στους τίτλους τους ότι "Κηρύσσει ανταρσίαν και εμφύλιον πόλεμον ο κ. Α. Παπανδρέου".
Στις 25 Σεπτεμβρίου αποκαλύφθηκε ότι στο πλαίσιο της δημιουργίας κατάλληλου ψυχολογικού κλίμακος μεταξύ των αξιωματικών για τη διευκόλυνση πραξικοπήματος, ο αρχηγός ΓΕΣ Γρ. Σπαντιδάκης είχε αποστείλει από τις 24 Μαρτίου απόρρητη διαταγή, στην οποία αναφερόταν κατ' αρχήν στη συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου της 16ης Φεβρουαρίου, παρουσιάζοντας την Ένωση Κέντρου ως περίπου τελούσα υπό τις οδηγίες της ΕΔΑ, υπογραμμίζοντας: "Εν συμπεράσματι, οι συγκεντρωθέντες απτελέσουν εν σύνολον με αυστηράν ιεράρχησιν, οργάνωσιν και πειθαρχίαν στρατιωτικήν, έτοιμον να ακούση εις οιανδήποτε εντολήν, πράγμα το οποίο αποδεικνύει την συντελεσθείσαν πρόοδον των κομμουνιστών εις τον οργανωτικόν τομέα".
Ο αρχηγός ΓΕΣ τόνιζε επίσης στην ίδια διαταγή: "Οι κομμουνισταί καταγράφουν τας διευθύνσεις των αξιωματικών και σχεδιάζουν την εν δεδομένη στιγμή εξουδετέρωσίν των δια δολοφονίας ή συλλήψεως. Προς εξουδετέρωσιν των ανωτέρω οι αξιωματικοί πρέπει να έχουν εις τας οικίας των οπλισμόν (περίστροφον ή πιστόλιον) και όταν ειδοποιούνται εκτάκτως όπως προσέλθουν εις τας μονάδας των, να προσέρχωνται οπλισμένοι".
Στις 29 Σεπτεμβρίου η πολιτική όξυνση έφτασε σε επίπεδα παροξυσμού καθώς εκδόθηκε το βούλευμα για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, το οποίο παρέπεμπε 28 αξιωματικούς να δικαστούν με την κατηγορία της "ενώσεως προς στάσιν" και της "συνωμοσίας προς εκτέλεσιν πράξεων εσχάτης προδοσίας", ενώ ανάφερε ως συμμετέχοντα στον ΑΣΠΙΔΑ τον Ανδρέα Παπανδρέου και άλλους πολιτικούς, αποδίδοντας ευθύνες και στον Γεώργιο Παπανδρέου.
Στις 3 Οκτωβρίου άρχισε στη Θεσσαλονίκη η δίκη για τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη. Την ίδια ημέρα όμως, συνέβη στα παρασκήνια κάτι σαφώς σημαντικότερο.
Ο απόστρατος πτέραρχος Πέτρος Μητσάκος, αναμειγμένος σε κάθε πραξικοπηματική συνωμοσία μετά τον εμφύλιο, παρέδωσε στον Κωνσταντίνο μία απόρρητη έκθεση, κύριος άξονας της οποίας ήταν ότι σε περίπτωση εκλογών έπρεπε να θεωρείται σχεδόν βέβαιο συντριπτικό πλήγμα κατά του θεσμού της μοναρχίας. Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε την εισήγηση του Μητσάκου και έδωσε στους στρατηγούς την έγκριση για τον σχεδιασμό πραξικοπήματος, όπως αναφέρεται στα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Στις αρχές Νοεμβρίου ο αρχηγός του ΓΕΣ στρατηγός Σπαντιδάκης ενημέρωσε τους Αμερικανούς, πάντα κατά τις ίδιες πηγές, ότι είχε αναθέσει σε έμπιστους αξιωματικούς συγκεκριμένα καθήκοντα για την προετοιμασία σχεδίου κατάληψης της εξουσίας, με την έγκριση του βασιλιά, υπό την ονομασία "Ιέραξ 2", κατά τα πρότυπα του ΝΑΤΟϊκού σχεδίου Προμηθεύς. Στο σχέδιο αυτό προβλεπόταν όχι μόνον η σύλληψη κομμουνιστών και "συνοδοιπόρων", αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου, του πρώην υφυπουργού Άμυνας Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφων κ.α. Ο Σπαντιδάκης ενημέρωσε επίσης τους Αμερικανούς ότι είχε ήδη απομακρύνει από τις κρίσιμες για την επιτυχία του πραξικοπήματος θέσεις όλους τους αξιωματικούς που υποστήριζαν την Ένωση Κέντρου και τους είχε αντικαταστασήσει με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του παλατιού, έτοιμους να συμμετάσχουν στο κίνημα. Ειδικότερα, σημειώνουν οι αναλύσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA, η διοίκηση των τεθωρακισμένων της Αθήνας, του στρατοπέδου Χαϊδαρίου και των ΛΟΚ είχε ήδη ανατεθεί σε ανθρώπους των επίδοξων πραξικοπηματιών. Το σχέδιο του βασιλικού στρατιωτικού πραξικοπήματος επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή πριν από την προκήρυξη εκλογών.
Στις 11 Οκτωβρίου συνεδρίασε χωριστά και η συνωμοτική ομάδα των συνταγματαρχών του Παπαδόπουλου, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες για την κήρυξη δικτατορίας. Εκτίμησε επίσης, παρά τη συμμετοχή της στην προετοιμασία του βασιλικού πραξικοπήματος, ότι τελικά ο Κωνσταντίνος μπορεί να δίσταζε να προχωρήσει στην κήρυξη δικτατορίας και γι' αυτό αποφάσισε να βολιδοσκοπήσει αυτοτελώς ακροδεξιούς πολιτικούς, κατά πόσο ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε κυβέρνηση πραξικοπηματιών.
Μεσολάβησε στις 5 Οκτωβρίου η δημοσίευση στους New York Times ανταπόκρισης από την Αθήνα του κορυφαίου Αμερικανού δημοσιογράφου Σάιρους Σουλτσμπέργκερ, στενού φίλου της ελληνικής βασιλικής οικογένειας, η οποία προκάλεσε πάταγο. "Εάν ο Κωνσταντίνος φοβηθή ότι η χώρα θα αντιμετώπιζεν καταστροφήν, υποψιάζομαι ότι θα έφθανε και μέχρι προσωρινής αναστολής μέρους του Συντάγματος, εφ' όσον έκρινε τούτον αναγκαίον προς αντιμετώπισιν της προκλήσεως", έγραψε ο Σουλτσμπέργκερ, ο οποίος λίγες μέρες νωρίτερα είχε γευματίσει με τον Κωνσταντίνο στο παλάτι και ως εκ τούτου τα γραφόμενά του εκλήφθησαν ως θέσεις του βασιλιά.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, στις 6 Οκτωβρίου, από τη Στοκχόλμη όπου βρισκόταν, συνέδεσε το βούλευμα για τον ΑΣΠΙΔΑ και την ανταπόκριση του Σουλτσμπέργκερ. Για το πρώτο δήλωσε ότι "προετοιμάζει το έδαφος δι' αναστολήν άρθρων του Συντάγματος, ήτοι δι' ανοικτήν δικτατορίαν" και για την ανταπόκριση εκτίμησε ότι "η πληροφορία αύτη αποτελεί σαφή προειδοποίησιν και προετοιμασίαν της δυτικής κοινής γνώμης, ότι, ίσως, εις την Ελλάδα είναι απαραίτητον να ανασταλή το Σύνταγμα". Και πρόσθεσε: "Επιθυμούμεν να πληροφορήσωμεν την πατρίδα του κ. Σουλτσμπέργκερ, τον δυτικόν κόσμον, αλλά και τον Βασιλέα Κωνσταντίνον, ότι η Ελλάς δεν είναι χώρα δούλων".
Στις 3 Νοεμβρίου ο Παναγιώτης Πιπινέλης συναντήθηκε με τον Αμερικανό επιτετραμμένο Νόρμπερτ Άνσουτς και τον ενημέρωσε ότι είναι έτοιμος να δεχθεί τη θέση του πρωθυπουργού δικτατορικής κυβέρνησης, αν ο βασιλιάς τον καλέσει να το κάνει, δεδομένου ότι κατά την άποψή του δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συμβιβασμού με τον Ανδρέα Παπανδρέου. "Τον διαβεβαίωσα ότι η πρεσβεία δεν έχει ψευδαισθήσεις για το πόσο επικίνδυνες είναι ορισμένες από τις απόψεις του Ανδρέα", τόνιζε αργότερα σε αναφορά του για τη συνάντηση αυτή ο Αμερικανός διπλωμάτης, προσθέτοντας πάντως, κατά τα γραφόμενά του, ότι είχε αμφιβολίες κατά πόσο μια δικτατορία θα έφερνε ηρεμία.
Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αρχίσει να σκέπτεται να συνδιαλλαγεί με τον Κωνσταντίνο και αποκατέστησε μυστική επικοινωνία μαζί του μέσω του βουλευτή Στυλιανού Χούτα.
Πραγματικά ο Γεώργιος Παπανδρέου κατέληξε σε κατ' αρχήν συμφωνία με τον βασιλιά, για την οποία ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο στις 30 Νοεμβρίου, σε συνάντηση που είχαν στην Πάτρα, με την ευκαιρία της εορτής του πολιούχου Αγίου Ανδρέα. Του ζήτησε να συναντηθούν μυστικά με τον Γεώργιο Παπανδρέου για να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες μιας κοινά αποδεκτής πολιτικής φόρμουλας.
Οι Γεώργιος Παπανδρέου και Παναγιώτης Κανελλόπουλος συναντήθηκαν πρώτη φορά μόνοι τους, μυστικά, στα ανάκτορα Τατοΐου, στις 17 Δεκεμβρίου και στη συνέχεια έγινε δεύτερη συνάντηση, την ίδια μέρα, παρουσία του βασιλιά και του διευθυντή του Πολιτικού του Γραφείου Δημήτριου Μπίτσιου, ο οποίος συνέταξε και το μνημόνιο που υπέγραψαν την επόμενη μέρα, 18 Δεκεμβρίου, οι δύο πολιτικοί ηγέτες.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, κατά το κείμενο του μνημονίου, έδωσε ρητή διαβεβαίωση ότι "εις περίπτωσιν επιτυχίας της Ε.Κ. ως πρώτου κόμματος αλλά μη συγκεντρούντος απόλυτον πλειοψηφίαν, η Ε.Κ. επ' ουδενί λόγω θα στηριχθή ή συνεργασθή μετά της ΕΔΑ" και ότι "θα ετίθετο τέρμα από πλευράς Ε.Κ. εις πάντα τα συνθήματα τα συνδεόμενα με τον Βασιλέα εν τη ασκήσει των συνταγματικών καθηκόντων του". Έτσι, αποφασίστηκε η ανατροπή της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, η συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο, η ψήφιση της απλής αναλογικής (ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η κατάκτηση αυτοδύναμης πλειοψηφίας της Ε.Κ.) και στη συνέχεια η διενέργεια εκλογών.
Το βράδυ της 20 Δεκεμβρίου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μετέβη στα ανάκτορα, δήθεν για να ενημερώσει τον Κωνσταντίνο για την πρόθεσή του να ανατρέψει την κυβέρνηση. Το πρωί της 21 Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός Στέφανος Στεφανόπουλος παραιτήθηκε και στις 6 το απόγευμα πήρε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Π. Παρασκευόπουλος, με βάση τη συμφωνία.
Εντονότατες αντιρρήσεις προέβαλαν κατά της συμβιβαστικής αυτής λύσης οι ακραίοι κύκλοι της ΕΡΕ, με επικεφαλής τους Παναγιώτη Πιπινέλη και Κωνσταντίνο Ροδόπουλο, οι οποίοι είχαν επενδύσει στη δικτατορική λύση.
Άλλωστε η μετριοπαθής στάση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου είχε ήδη προκαλέσει την αντίδραση των "σκληρών" της δεξιάς παράταξης, οι οποίοι υπονόμευαν ανοικτά τον αρχηγό της ΕΡΕ, κατηγορώντας τον για απαράδεκτη υποχωρητικότητα απέναντι στην Ένωση Κέντρου και για προσπάθεια συνδιαλλαγής με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Η νεολαία του κόμματος, αντίθετα, στήριξε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και με προκήρυξή της κάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ "να ξεκαθαρίση την ανωμαλίαν", κατηγορώντας τους αντιηγετικούς βουλευτές ως "καπήλους του ονόματος του Κ. Καραμανλή" και "διασπαστάς". Έξαλλοι οι "σκληροί" της ΕΡΕ απαίτησαν από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο να καθαιρέσει την ηγεσία της ΕΡΕΝ. Αυτός υπέκυψε. Ξεσηκώθηκαν οι τοπικές ηγεσίες της ΕΡΕΝ Θεσσαλονίκης και Πειραιά, οι οποίοι κατηγόρησαν τους αντιαρχηγικούς της ΕΡΕ ως "καιροσκόπουλος και υπονομευτάς της πολιτικής μας ζωής" και ως "όργανα της μεσαιωνικής κάστας της ασυδότου οικονομικής ολιγαρχίας". Έξω φρενών η Ακρόπολις χαρακτήρισε τους νέους της ΕΡΕ "ερυθροφρουρούς".
Πολύ σοβαρότερες δυσκολίες όμως αντιμετώπισε ο Γεώργιος Παπανδρέου και δη στο πρόσωπο το γιου του, Ανδρέα, ο οποίος ηγήθηκε εξέγερσης μεγάλης μερίδας βουλευτών της Ένωσης Κέντρου εναντίον της συμφωνίας με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Τη νύχτα της 20 Δεκεμβρίου, μόλις έμαθε τη συμφωνία, συγκάλεσε σύσκεψη των επιτελών του στο πολιτικό του γραφείο και τους τόνισε: "Είναι ολοφάνερο πως πέφτουμε στην παγίδα του κατεστημένου του παλατιού και των Αμερικανών. Ακόμη κι αν κατορθώσουμε να κερδίσουμε σχετική πλειοψηφία -πράγμα αμφίβολο αν υποστηρίξουμε τον Παρασκευόπουλο-, θα υποχρεωθούμε να σχηματίσουμε κυβέρνηση συνεργασίας με την ΕΡΕ... Μετεκλογική συνεργασία με την ΕΡΕ θα σημάνει πλήρη συνθηκολόγηση εκ μέρους μας. Ο ελληνικός λαός είναι πολιτικά ώριμος και ασφαλώς θ' αντιληφθεί τη σημασία της ψήφου εμπιστοσύνης στον Παρασκευόπουλο. Και θα πιστέψει πως ο Ανένδοτος αγώνας εναντίον των αυθαιρεσιών του βασιλιά, εναντίον της ανοικτής παραβιάσεως του συντάγματος, ήταν μια απάτη. Εξ άλλου, θα πρέπει να είναι σ' όλους μας σαφές πως ο Παρασκευόπουλος δεν θα βιασθεί να προχωρήσει σ' εκλογές. Και η κυβέρνησή του δεν θα είναι υπηρεσιακή. Γιατί σκοπός της υπηρεσιακής είναι να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές μέσα σε σαράντα πέντε μέρες. Γιατί χρειάζεται λοιπόν ψήφο εμπιστοσύνης; Επειδή έχει την πρόθεση να παραμείνει στην εξουσία περισσότερες από σαράντα πέντε μέρες; Για ποιο λόγο; Ασφαλώς για να προετοιμάσει το έδαφος για στρατιωτικό πραξικόπημα σε περίπτωση που ο λαός συνεχίζει να μας ακολουθεί. Όχι. Το καθήκον μας είναι ξεκάθαρο. Πρέπει να καταψηφίσουμε την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου".
Το πρωί της 27 Δεκεμβρίου ο Ανδρέας Παπανδρέου απηύθυνε στον πατέρα του επιστολή και έδωσε στον Τύπο μία δήλωση-διακήρυξη "πολιτικής ανταρσίας", όπου μεταξύ άλλων ανέφερε και τα εξής:
"Με άπειρο σεβασμό για τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου, τον μεγάλο δημοκράτη, τον ηγέτη των δύο Ανένδοτων αγώνων για τη δημοκρατία, την πρόοδο και την εθνική μας υπερηφάνεια και με άπειρη στοργή και αγάπη για τον πατέρα μου, του απευθύνω έκκληση να αναθεωρήσει την πρόθεσή του να υποστηρίξει το βασιλικό κατασκεύασμα που πρόκειται να παρουσιασθεί στη Βουλή... Η Κίρκη δεν πρέπει να αφεθεί να μαγέψει όλους τους δημοκράτες. Η Ελλάδα δεν πρέπει να χάσει άλλους Οδυσσείς. Υπερψήφιση της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου ισοδυναμεί με πλήρη γελοιοποίηση των θέσεων της Ενώσεως Κέντρου. Σημαίνει υιοθέτηση των θέσεων της Δεξιάς. Σημαίνει αποδοχή του βασιλικού πραξικοπήματος... Σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, πλήρη υπαναχώρηση από τη βασική μας θέση πως "η Ελλάδα είναι σύμμαχος, όχι δορυφόρος" και πως "η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες". Γιατί η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου συνιστά την πεμπτουσία της επιτυχίας των σχεδίων του Παλατιού, του ξένου παράγοντος και των διαφόρων κατεστημένων που έχουν γίνει τύραννοι της χώρας. Γιατί η σύνθεση της κυβερνήσεως από ανδρείκελα του Παλατιού, αντιπροσώπους της ολιγαρχίας και του ΙΔΕΑ, αποτελεί ασυγκάλυπτη πρόκληση για το δημοκρατικό λαό... Γιατί η παραμονή της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου στην εξουσία απαιτεί συνεργασία ανάμεσα στην Ένωση Κέντρου και την ΕΡΕ, πράγμα που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι χθες. Γιατί με αυτό τον τρόπο, ο "Οίκος Εμπορίου" γίνεται πάλι, με δική μας ενέργεια, νόμιμο Κοινοβούλιο... Γιατί, σύμφωνα με το βασιλικό διάγγελμα, η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου υπόσχεται εκλογές "αφού εμπεδωθεί η δημοσία τάξις και ησυχία" πράγμα που σημαίνει πως θα επιδοθεί σε ανηλεή τρομοκρατική εκστρατεία. Γιατί αυτή η εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη συμπλήρωση της εκτροπής από το Σύνταγμα...".
Η απάντηση του Γεωργίου Παπανδρέου ήταν ωμή: "Εάν μετά την απόφασιν της πλειοψηφίας του κόμματος υπάρχουν βουλευταί επιμένοντες εις την διαφωνίαν των, τίθενται αυτομάτως εκτός κόμματος".
Είναι σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν αποφασισμένος να τηρήσει τη συμφωνία του με τον Κωνσταντίνο ακόμη και αν υποχρεούνταν να διαγράψει τον ίδιο του τον γιο και να διαλύσει εντελώς το ήδη αποδεκατισμένο του κόμμα, αφού ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγχε πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών που είχαν απομείνει στην Ένωση Κέντρου.
Στο μεταξύ στις 13 Δεκεμβρίου, συνεδρίασε στο σπίτι του αντισυνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά η συνωμοτική ομάδα του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Σε σχετική έκθεση του σταθμού της CIA στην Αθήνα, με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου, αναφέρονται τα της σύσκεψης και περιέχονται περισσότερες λεπτομέρειες για τον ηγετικό πυρήνα της:
"Η ηγεσία αναφέρεται τώρα ως Επαναστατικό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Παπαδόπουλος, Ιωάννης Λαδάς, Δημήτριος Σταματελόπουλος, Δημήτριος Ιωαννίδης, Ιωάννης Λέκκας, Μιχάλης Ρουφογάλης, Ιωάννης Μέξης...".
Σε λίγους μήνες οι πληροφορίες αυτές θα αποδεικνύονταν ακριβέστατες, αφού τα άγνωστα αυτά ονόματα θα γίνονταν γνωστά σε όλη την Ελλάδα, ως ονόματα στελεχών του δικτατορικού καθεστώτος.
Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους κομμουνιστές. Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα. Ποτέ δεν παρουσίασαν κάποιο από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και σύντομα και οι ίδιοι εγκατέλειψαν τη πρόφαση του επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου.

Το Χρονικό του πραξικοπήματος
Οι συνωμότες διστάζουν
Ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30΄ της 20ης Απριλίου . Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι  και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο , το πραξικόπημα, είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1π.μ. O λόγος που δίσταζε ο Παπαδόπουλος ήταν γιατί το μεσημέρι της ίδιας μέρας κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στη γυναίκα του Συν/χη Λάζαρη και της είχε πει ότι η πολιτική ηγεσία ήξερε για τη βραδινή κίνηση.
Έλεγχος τηλεπικοινωνιών
Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων (ΛΟΚ). Αποτελούσαν τη λυδία λίθο επιτυχίας του κινήματος, που θα είχε πιθανότητες επικράτησης μόνο αν οι μονάδες αυτές κατόρθωναν να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί το σήμα συναγερμού. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί, η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες – κτίριο της ΕΡΤ (τότε ΕΙΡ), τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου - κατελήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της Χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα
Πλαστογράφηση – Σχέδιο Προμηθεύς
Ο Παπαδόπουλος είχε ετοιμάσει μια γραπτή διαταγή , που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του Βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντάς τους τη, δήθεν υπογεγραμμένη από το Βασιλιά, Διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του Βασιλιά. Στη συνέχεια ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Προμηθεύς, σχέδιο εκτάκτης ανάγκης του ΝΑΤΟ. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του Υπουργού Άμυνας ή του Αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Σπαντιδάκη ή του Βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή.
Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Συλλήψεις
Έχοντας πια στη διάθεσή τους τηλέφωνα και ασυρμάτους, οι κινηματίες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους, στις συλλήψεις.
Είχαν αναθέσει σε ειδικές ομάδες τη σύλληψη κορυφαίων πολιτικών. Μόλις άρχισαν ταυτόχρονα τις συλλήψεις, άρχισαν να κινούνται τα τανκς και οι μονάδες Λοκατζήδων. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτίριο, χωρίς πάλι να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Δώδεκα τανκς κι οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτίρια της τηλεόρασης , των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους. Κι αφού είχαν δρομολογηθεί οι συλλήψεις, άλλα τανκς άρχισαν να καταλαμβάνουν θέσεις στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από μεγάλα ξενοδοχεία (Χίλτον) και άλλα σφράγιζαν τους δρόμους που οδηγούσαν από την επαρχία στην Αθήνα. Αποκλείστηκε και το αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, Ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου  . Η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας Λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον Πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο όπου ο τελευταίος τον πληροφορούσε ότι τον συνελάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2.23’ το πρωί.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2.10΄ το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον Υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη. Ο Ράλλης προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με το Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα. O Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, Ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο Ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο Στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο Βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη.
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα μέλη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνελήφθη από αξιωματικούς στις 2.45΄ λέγοντάς τους, με τα προτεταμένα όπλα προς αυτόν: «Είναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει!».
Πριν η ώρα πάει 3.00 π.μ., οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Χιλιάδες πολίτες είχαν μαντρωθεί στον Ιππόδρομο, στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Διαπραγματεύσεις
Στις 5.30΄ το πρωί, ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον Βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε» .
Στις 6.00΄ το πρωί οι Συνταγματάρχες βγήκαν στο ραδιόφωνο για να αναγγείλουν την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό στο όνομα του Βασιλιά. Ανήγγειλαν την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος: Επρόκειτο για τα άρθρα 5,6,8,10,11,12,14,18,20,95 και 97. Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:

  • Οτι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
  • Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
  • Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
  • Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
  • Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.

Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον Βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου (και χάθηκε, έτσι, μια ευκαιρία σύλληψής τους) συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του Θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε : Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν! . Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο Πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στον Βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο Βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.
Ο Βασιλιάς υποχωρεί, η Χούντα νομιμοποιείται
Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει Πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε Υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον Στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος Υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός Υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος Υπουργός Συντονισμού.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπ Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή». Ο Βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμή να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα Ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μια και τα Ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερο να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν Αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων .

Συνέντευξη Παπαδόπουλου
Στις 27 Απριλίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, με την ιδιότητα του υπουργού Προεδρίας, έδωσε συνέντευξη τύπου σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους. Δικαιολόγησε το πραξικόπημα λέγοντας πως η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Ως αιτίες αυτής της πορείας παρουσίασε την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με τον Βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τον Παπαδόπουλο ο στρατός ήταν η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή.
Ισχυρίστηκε πως το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Προσδιόρισε τους πολιτικούς που είχαν τεθεί υπό περιορισμό σε περίπου 25 και είπε πως σύντομα θα ήταν ελεύθεροι. Επίσης ανέφερε πως είχαν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κρινόταν από επιτροπές ασφαλείας. Υποστήριξε πως είχε βρεθεί υλικό, για τη συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδείκνυε ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα.
Ως πρωταρχικό στόχο του νέου καθεστώτος παρουσίασε την ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη. Για την τύχη της Αριστεράς είπε πως θα δημιουργούνταν συνθήκες τέτοιες που θα έκαναν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Όταν ρωτήθηκε αν υπήρχε πρόθεση να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν θα γινόταν μετάβαση από τη στρατιωτική διακυβέρνηση σε πολιτική, το διέψευσε. Για να δικαιολογήσει τα κατασταλτικά μέτρα χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ασθενούς που πρόσκαιρα ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του. Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν η ασθένεια ήταν το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των προκηρυχθεισών εκλογών το αρνήθηκε. Είπε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Παπαδόπουλος αναφερόταν στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας το οποίο το 1946 είχε κερδίσει τις ελεύθερες πολυκομματικές εκλογές, είχε σχηματίσει κυβέρνηση και δύο χρόνια αργότερα, από θέση ισχύος, ανέτρεψε το αστικό καθεστώς της χώρας και ίδρυσε λαϊκή δημοκρατία.

Επιβολή δικτατορίας
Κύρια λήμματα: Δικτατορία των Συνταγματαρχών, Χούντα του Ιωαννίδη και Μεταπολίτευση
Το καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 έως τον Ιούλιο του 1974 έμεινε γνωστό ως «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» ή «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «επταετία». Οι υποστηρικτές του το αποκαλούν «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Το νέο καθεστώς προχώρησε από τις πρώτες ώρες σε κήρυξη στρατιωτικού νόμου για αόριστο χρονικό διάστημα, απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας και καθιέρωση αυστηρής λογοκρισίας. Όσοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους παραπέμπονταν σε έκτακτα στρατοδικεία. Πολλοί συλλαμβάνονταν χωρίς δικαστικό ένταλμα, κρατούνταν χωρίς την απαγγελία κατηγοριών και αντιμετώπιζαν βασανιστήρια. Παρά τις εξαγγελίες τους, οι δικτάτορες προετοίμαζαν το έδαφος για μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία, προβαίνοντας σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων ή υπόπτων σε πολλούς τομείς, στη δημόσια διοίκηση, στην παιδεία, σε οργανισμούς και κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις.
Η πρώτη κυβέρνηση μετά την επικράτηση του κινήματος περιλάμβανε δικαστικούς, τεχνοκράτες και ελάχιστους στρατιωτικούς. Ωστόσο, η ουσιαστική εξουσία ανήκε στους γενικούς γραμματείς των υπουργείων οι οποίοι προέρχονταν και το περιβάλλον των πραξικοπηματιών. Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό η 14μελής «Επαναστατική Επιτροπή», την οποία αποτελούσαν οι συνταγματάρχες πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, ασκούσε τον έλεγχο της κυβέρνησης και έπαιρνε τις βασικές αποφάσεις. Το «Επαναστατικό Συμβούλιο» με 41 μέλη, που αποτελούνταν από αξιωματικούς από το βαθμό του λοχαγού έως το βαθμό του συνταγματάρχη λειτουργούσε ως ένα είδος στρατιωτικής βουλής. Τα δύο αυτά όργανα λειτούργησαν ελάχιστα, καθώς ο Παπαδόπουλος σταδιακά εξουδετέρωσε όλα τα κορυφαία στελέχη της χούντας πυροδοτώντας συνεχώς έριδες μεταξύ των ομάδων που έλεγχε ο καθένας από αυτούς. Μέχρι τα τέλη του 1968 η συλλογική διακυβέρνηση είχε μετατραπεί σε δικτατορία του ενός ανδρός, του Παπαδόπουλου. Το Δεκέμβριο του 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε ανεπιτυχώς να τους ανατρέψει, αρνήθηκε να συνεχίσει να συνεργάζεται μαζί τους και αυτοεξορίστηκε στην Ιταλία.
Το Νοέμβριο του 1973, ομάδα σκληροπυρηνικών αξιωματικών με επικεφαλής το Δημήτριο Ιωαννίδη, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την απόπειρα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος, ανέτρεψαν και έθεσαν σε κατ' οίκον περιορισμό τον Παπαδόπουλο. Στις 15 Ιουλίου 1974 επιχείρησαν να ανατρέψουν τον Πρόεδρο της Κύπρου και κήρυξαν της ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Η ενέργεια αυτή έδωσε την αφορμή στην Τουρκία, πέντε μέρες αργότερα, να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο προβάλλοντας ως δικαιολογία την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Μπροστά στο βάρος των ευθυνών τους και στο ορατό ενδεχόμενο ελληνοτουρκικού πολέμου οι αρχηγοί των ενόπλων δυνάμεων κάλεσαν πολιτικά πρόσωπα της προ-δικτατορικής περιόδου για να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η πράξη αυτή σηματοδότησε την οριστική απόσυρση του στρατού από την πολιτική στην Ελλάδα. Μέσα στους επόμενους μήνες οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στην επαναφορά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την κατάργηση, μετά οπό δημοψήφισμα, της μοναρχίας και την ψήφιση νέου συντάγματος.

Δικαστική διερεύνηση
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το καλοκαίρι του 1974, ξεκίνησε δικαστική διερεύνηση που αφορούσε τα γεγονότα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Οι ποινικές διώξεις κατά των πρωταιτίων της δικτατορίας δεν έγιναν αυτεπάγγελτα από κάποια δικαστική αρχή ή κυβερνητική πρωτοβουλία αλλά ύστερα από μηνύσεις ιδιωτών. Ωστόσο, για να φτάσουν οι υποθέσεις αυτές στην αίθουσα του δικαστηρίου χρειάστηκε να εκδοθούν από την κυβέρνηση μία σειρά από διατάγματα και συντακτικές πράξεις. Αυτοί οι νόμοι ακύρωναν την αμνηστία που είχαν χορηγήσει στον εαυτό τους οι δικτάτορες κατά τη διάρκεια της επταετίας ενώ ταυτόχρονα εξαιρούσαν τις πράξεις τους από την αμνήστευση των υπόλοιπων πολιτικών εγκλημάτων του παρελθόντος. Η κυριότερη δίκη ήταν αυτή των επικεφαλής πραξικοπηματιών η οποία έλαβε χώρα στο πενταμελές εφετείο Αθηνών το καλοκαίρι του 1975. Άλλες δίκες αφορούσαν τους φόνους της Μαρίας Καλαβρού, του Βασίλη Πεσλή και του Παναγιώτη Ελή.
Ένα από τα πρώτα μελήματα της νέας κυβέρνησης εθνικής ενότητας ήταν να αφήσει ελεύθερους τους πολιτικούς κρατούμενους της δικτατορίας και αντιστασιακούς. Στις 26 Ιουλίου 1974, τρεις ημέρες μετά την πτώση της δικτατορίας, εξέδωσε προεδρικό διάταγμα για την αμνήστευση των πολιτικών κρατούμενων. Το διάταγμα όριζε την αμνήστευση όσων είχαν καταδικαστεί ως μέλη του κομμουνιστικού κόμματος, για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος ή για αντιστασιακή δράση την περίοδο της δικτατορίας. Όριζε επίσης ότι εκκρεμείς υποθέσεις θέτονταν στο αρχείο. Ερμηνεύοντας το διάταγμα πολλοί Έλληνες πολίτες, αφού δεν έγινε ρητή εξαίρεση, θεώρησαν ότι αμνηστεύτηκαν και οι πραξικοπηματίες για την προπαρασκευή και την επιβολή της δικτατορίας και όσοι έλαβαν μέρος στην άσκηση της εξουσίας κατά τη διάρκεια της δικτατορικής περιόδου.
Η ασάφεια αυτή εξέλιπε στις αρχές Οκτωβρίου του 1974, όταν η ελληνική κυβέρνηση εξέδωσε συντακτική πράξη, η οποία διευκρίνιζε ότι οι πρωταίτιοι της προπαρασκευής και εκτέλεσης του πραξικοπήματος δεν καλύπτονταν από τη χορηγούμενη αμνηστία. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για να εξεταστούν οι πρώτες μηνύσεις για εσχάτη προδοσία και για την κατάλυση της δημοκρατίας. Στις 18 Ιανουαρίου 1975 η Βουλή που προέκυψε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974 υιοθέτησε το Δ΄ Ψήφισμα. Ο νόμος αυτός χαρακτήριζε πραξικόπημα και όχι επανάσταση την επέμβαση του στρατού στις 21 Απριλίου 1967 και τις κυβερνήσεις που προήλθαν από αυτή κυβερνήσεις βίας. Επίσης, ακύρωνε νομοθετικό διάταγμα των χουντικών με το οποίο αμνήστευαν τους εαυτούς τους για όποιες αξιόποινες πράξεις, όριζε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών ως αρμόδιο για να τους δικάσει και καθόριζε περίοδο τριών μηνών για την υποβολή μηνύσεων από τα θύματα της δικτατορίας.
Στις 2 Ιουλίου 1975, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με βούλευμά της, χαρακτήρισε «στιγμιαίο» το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών. Το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε ότι το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ολοκληρώθηκε με την αποστέρηση του βασιλιά από τις συνταγματικές εξουσίες του και η κατάσταση που προέκυψε μετά ήταν απλή συνέπεια και όχι παράταση της εγκληματικής πράξης. Έτσι έπαυσε οριστικά η δίωξη των προσώπων που είχαν υπηρετήσει σε πολιτικές θέσεις, μέλη της κυβέρνησης, γενικοί γραμματείς, νομάρχες, δήμαρχοι, και είχαν διωχθεί ως συνεργοί γιατί στήριξαν το καθεστώς της δικτατορίας.

Η δίκη των πραξικοπηματιών
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1974 υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα η πρώτη μήνυση για το πραξικόπημα από τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λυκουρέζο κατά 15 ατόμων. Οι κατηγορία εναντίον τους ήταν εσχάτη προδοσία, κατά παράβαση των άρθρων 134, 8α και 8β του Ποινικού Κώδικα. Η μήνυση αυτή, δυο μέρες αργότερα, διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία Αθήνας στην Στρατιωτική Δικαιοσύνη, επειδή οι μηνυθέντες όταν τέλεσαν τα αδικήματα ήταν στρατιωτικοί.
Το καλοκαίρι του 1975 οι πρωταίτιοι του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου δικάστηκαν ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με τις κατηγορίες της στάσης και της εσχάτης προδοσίας, αδικήματα που ενέπιπταν στα άρθρα 134 και 135 του Ποινικού Κώδικα και 63 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.
Η σύνθεση του δικαστηρίου ήταν η ακόλουθη: Ιωάννης Ντεγιάννης, πρόεδρος, μέλη: Παναγιώτης Λογοθέτης, Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος, Ιωάννης Γρίβας και Γεώργιος Πλαγιανάκος, αναπληρωματικά μέλη: Ηλίας Γιαννόπουλος και Δημήτριος Τζούμας, εισαγγελείς: Κωνσταντίνος Σταμάτης και Σπύρος Κανίνιας. Μετά από ακροαματική διαδικασία που διήρκεσε περίπου ένα μήνα (28 Ιουλίου - 23 Αυγούστου 1975) το δικαστήριο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές στους κατηγορούμενους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς:
Θάνατος για στάση, ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία και καθαίρεση στους:

  • Γεώργιο Παπαδόπουλο
  • Στυλιανό Παττακό
  • Νικόλαο Μακαρέζο

Ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία, δέκα χρόνια κάθειρξη για στάση και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:

  • Δημήτριο Ιωαννίδη
  • Γρηγόριο Σπαντιδάκη
  • Γεώργιο Ζωιτάκη
  • Ιωάννη Λαδά
  • Μιχαήλ Ρουφογάλη
  • Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο
  • Αντώνιο Λέκκα
  • Μιχαήλ Μπαλόπουλο

Είκοσι χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:

  • Οδυσσέα Αγγελή
  • Νικόλαο Ντερτιλή

Δεκαπέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στους:

  • Νικόλαο Γκαντώνα
  • Στέφανο Καραμπέρη

Δώδεκα χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στο:

  • Γεώργιο Κωνσταντόπουλο

Οκτώ χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων στον:

  • Ευάγγελο Τσάκα

Πέντε χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και έκπτωση στον:

  • Δημήτριο Σταματελόπουλο

Αθώοι λόγω αμφιβολιών κηρύχθηκαν οι:

  • Αλέξανδρος Χατζηπέτρος
  • Κωνσταντίνος Καρύδας

Το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καθώς και ότι ωθήθηκαν στην πράξη τους από μη ταπεινά αίτια. Για τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο το δικαστήριο δέχτηκε ότι υπήρξαν υποκινητές και επικεφαλής της στάσης, γι' αυτό και τους επεβλήθη η εσχάτη των ποινών, η θανατική ποινή.
Μετά από απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή, η θανατική ποινή για τους τρεις καταδικασθέντες μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποδίδεται η ιστορική φράση «Και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Η πράξη επιείκειας αντιμετωπίσθηκε με σφοδρότητα από το σύνολο της αντιπολίτευσης, κυρίως για το γεγονός της κυβερνητικής παρέμβασης σε αποφάσεις της δικαιοσύνης.
Οι 18 καταδικασθέντες αξιωματικοί για το πραξικόπημα της 21 Απριλίου καθαιρέθηκαν με προεδρικό διάταγμα και υποβιβάστηκαν οριστικά στο βαθμό του στρατιώτη μετά την επικύρωση από τον Άρειο Πάγο της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου, στις 21 Ιουνίου 1976. Διαγράφτηκαν επίσης από τους καταλόγους των στελεχών της εφεδρείας και οι οικογένειές τους θα έπαιρναν μειωμένες συντάξεις.