Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

30 Μαρτίου 1896: πεθαίνει ο Χαρίλαος Τρικούπης, κορυφαίος έλληνας πολιτικός. (Γεν. 11/7/1832)

O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832 - 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών με συνέπεια να επέλθει η πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του "δυστυχώς επτωχεύσαμεν".

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τρικούπη του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄. Σημειώνεται ότι το θέμα της παραχώρησης, στην πραγματικότητα εκχώρησης, των νήσων αυτών δεν ήταν τόσο απλό μετά την αντίδραση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όπου η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, συνέπεια της οποίας ήταν να ακολουθήσει δεύτερη σχετική συνθήκη με το διπλωματικό όρο "ενσωμάτωση". Επί της 2ης αυτής συνθήκης ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864).

Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1864 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να συμμετάσχει στις εκλογές. Το 1865 εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην 3η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά στους επόμενους μήνες ήρθε σε διάσταση απόψεων με τον Κουμουνδούρο και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση. Για τέσσερα χρόνια πολιτεύτηκε (1868-1872) ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν.
Το 1872 ίδρυσε το «Πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν οι πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, με τα περίφημα Στηλιτικά, έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε το Βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγεώργη, εξ αιτίας των Λαυρεωτικών, είχε χρίσει κυβέρνηση εκείνη του Βούλγαρη που ήταν μειοψηφίας. Την εποχή εκείνη με το υφιστάμενο Σύνταγμα κανένα κόμμα δεν μπορούσε να πλειοψηφήσει από μόνο του. Έτσι όλοι οι τότε κυβερνητικοί σχηματισμοί ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας. Ο δε Βασιλεύς, προκειμένου ν' αποφύγει κατάσταση ακυβερνησίας με αλλεπάλληλες εκλογές, αναγκαζόταν κάθε φορά να χρίζει κυβέρνηση το κόμμα εκείνο με τη σχετική πλειοψηφία.
Ο Χ. Τρικούπης μετά το πρώτο του εκείνο άρθρο δημοσίευσε και δεύτερο στις 9 Ιουλίου του 1874 με τον τίτλο "Παρελθόν και Ενεστώς", με το οποίο έθετε ως δόγμα της Βουλής τη "δεδηλωμένη" (εμπιστοσύνη) της Βουλής, που αργότερα και καθιερώθηκε ως "αρχή της δεδηλωμένης". Για το τόλμημα όμως των άρθρων του αυτών, αν και το πρώτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακαδημαϊκή διάλεξη, στρεφόμενη όμως κατά του «ανεύθυνου» κατά το Σύνταγμα Βασιλέως συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας Π. Κανελλίδης θεωρούμενος ως ο συντάκτης. Κατά την ανάκριση απροσδόκητα αποκαλύφθηκε ότι πραγματικός συντάκτης ήταν ο Χ. Τρικούπης, που παρουσιάστηκε αυθόρμητα και ανέλαβε την ευθύνη των ανυπόγραφων άρθρων του. Έτσι, αναγκάστηκε η Δικαιοσύνη να προφυλακίσει τον Τρικούπη με μόνο τέσσερις ημέρες φυλάκιση, πλην όμως αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και τελικά αθωώθηκε με βούλευμα.
Παρά ταύτα λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1875, πήρε εντολή από το Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1875, διαλύοντας τη Βουλή και τη διενέργεια στη συνέχεια εκλογών. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία για 5,5 περίπου μήνες, μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου κατά τις εκλογές που διεξάχθηκαν, διατηρώντας και αυτός μειοψηφία αναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που είχε πλειοψηφήσει.
Ιδού πως περιγράφει τα τότε γεγονότα με τους ανεπανάληπτους σατιρικούς του στίχους ο "σύγχρονος Αριστοφάνης" Γεώργιος Σουρής:
"Και ήτο για το Σύνταγμα παντού συνομιλία,
και ο Τρικούπης έγραψε πως πταίει η βασιλεία,
Και είδε ο Γεώργιος πως του 'γιναν κουνούπι
και δυό βεντούζες έβαλε στο Σύνταγμα κοφτές,
κι εκάθησε στο θρόνο του και είπε στον Τρικούπη
«έλα λοιπόν να κυβερνάς εσύ οπού δεν φταίς!»
...........................................................
Κι εβγήκε ο Χαρίλαος από τη φυλακή
κι εφύτρωσε Πρωθυπουργός με κόκκινο βρακί,
...........................................................
Και πάταγος ηκούετο και οχλοβοή μεγάλη,
και ο Τρικούπης έπεσε βαρύς στα χαμηλά,
και ήλθαν τρίτοι, δεύτεροι, και τέταρτοι και άλλοι,
και κάθε τόσο κόμματα εγένοντο πολλά.
Ο δε Μεγαλειότατος δεν έλεγε μια λέξη
και μόνος του εψιθύριζε «ας βρέξει ότι τρέξει»

Το 1877 ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη.
Όταν έπεσε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που αντικατέστησε την Κυβέρνηση Κανάρη, ο Τρικούπης έφτιαξε μια κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1878 (που την αποκάλεσαν Υπουργείον Τρικούπη-Ζαΐμη), η οποία δεν μπόρεσε να βρει υποστήριξη στη Βουλή και έπεσε πέντε ημέρες μετά το σχηματισμό της.
Το 1879 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1879, το Μάρτιο σχημάτισε την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1880, αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κυβέρνηση παραιτήθηκε.
Tον Μάρτιο του 1882 επανήλθε στην πρωθυπουργία με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1882, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1885. Δέον είναι να αναφερθεί το επεισόδιο Νίκολσον που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 1885, που εξευτέλισε την ελληνική κυβέρνηση και την οδήγησε σε εκλογές. Αποκλειστικά ευθυνόμενος ήταν ο κ Χαρίλαος Τρικούπης, πρωθυπουργός την ίδια περίοδο.
Επανήλθε το 1886 με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1886. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 1887, αλλά έχασε εκείνες του 1890, οπότε και έπεσε η κυβέρνησή του.
Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία στην Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1892. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του (Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1893-1895) η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό.
Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής, την οποία, όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής.  Πέραν αυτού, από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαριλάου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους.
Ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση του Τρικούπη να κυρωθεί η σύμβαση του δανείου - όπως προέβλεπε σχετικός Νόμος - και τη σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η Βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη ζήτησε προθεσμία 48 ωρών "για να σκεφτεί". Στο διάστημα αυτό με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα δινόταν η εντολή να πουλήσουν στο χρηματιστήριο πολλών εκατομμυρίων ομολογίες ελληνικών δανείων, που οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου. Το ανακτορικό παιχνίδι οδήγησε αμέσως τον Τρικούπη σε παραίτηση και τη χώρα, ύστερα από λίγο, στην πτώχευση. Στις εκλογές του 1895 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής με αποτέλεσμα να αυτοεξοριστεί στις Κάννες της Γαλλίας. Το 1896, λίγο πριν πεθάνει, τέθηκε χωρίς τη θέλησή του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές στην επαρχία Βάλτου και εκλέχτηκε πανηγυρικά. Απεβίωσε σε ηλικία 64 ετών στις Κάννες και ενταφιάστηκε στην Αθήνα.

Έργο
Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας.
Το Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε.
Με την κυβέρνηση που συγκρότησε το Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος και την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας.
Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και επίσης ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιδίωξε έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο εκσυγχρονισμό, ο οποίος παρουσίασε πάντως προβλήματα, καθώς οι αλλαγές δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος λόγω της προβληματικής ελληνικής οικονομίας και του συντηρητικού πνεύματος της εποχής. Χαρακτηριστικός πολιτικάντης αντίπαλος στην εποχή του ήταν ο Τσελεπίτσαρης που διοργάνωνε πορείες με συνθήματα εναντίον του Τρικούπη.
Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητάς του είναι το παράτολμο, για την εποχή του, όραμά του για τη ζεύξη του στενού Ρίου-Αντιρρίου, ιδέα που υλοποιήθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, με την κατασκευή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στην οποία δόθηκε το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007.
Γενικότερα, η δράση του Χαριλάου Τρικούπη στην Ελλάδα θεωρείται από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ό αιώνα. Το έργο του προκάλεσε πολλές φορές διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή εκείνη, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, ο Χαρίλαος Τρικούπης υλοποίησε πολλά έργα στη χώρα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της και γι' αυτό αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από αυτήν.

30 Μαρτίου 1952: εκτελείται ο Νίκος Μπελογιάννης, Έλληνας κομμουνιστής ηγέτης. (Γεν. 22/12/1915)

Ο Νίκος Μπελογιάννης (22 Δεκεμβρίου 1915 - 30 Μαρτίου 1952) ήταν Έλληνας κομμουνιστής, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και στέλεχος του ΔΣΕ. Εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη που έμεινε στην ιστορία ως "Υπόθεση Μπελογιάννη" και η εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Προς τιμήν του ονομάστηκαν δρόμοι και οικισμοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία.

Η ζωή του
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες.

Η σύλληψη και η δίκη του
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Α.Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. . Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει. Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την ασφάλεια παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.

Διεθνής κινητοποίηση
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Η καταδίκη και η εκτέλεσή του
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα" του Βουκουρεστίου, αλλά και από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι "ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας".
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον Βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που γέννησε μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς Ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Το πολιτικό παρασκήνιο
Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, ΙΔΕΑτες έτσι ώστε να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και άρρωστος, (οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που στήριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν υπέρ των εκτελέσεων). Επίσημα όμως διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατέφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη. Συνιστούσε μια «...απότομη οπισθοδρόμηση στις πρακτικές του Εμφυλίου Πολέμου...» από μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα προωθούσε τα μέτρα ειρήνευσης και από ένα πρωθυπουργό που δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1950, υποστηρίζοντας την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση το όνομά του δόθηκε σε ένα χωριό στην Ουγγαρία που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.
Πολύ σημαντικό στοιχείο για την δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει ενάντια των κατηγόρων του με την ιστορική του απολογία.Ανάμεσα σε άλλα είπε: "Ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ" και ότι "οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού. "Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων".

Εργογραφία
Στην τελευταία του επιστολή, από το κελί των μελλοθανάτων, ο Ν. Μπελογιάννης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο δικών του βιβλίων με θέματα την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ιστορία της λογοτεχνίας της αντίστοιχα. Από αυτά τα "χαμένα βιβλία", το πρώτο εκδίδεται το 1998 με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων του ΚΚΕ με τον τίτλο "Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα". Εκεί παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού. Από τα "Δάνεια της Ελευθερίας" του 1824 και τον ερχομό των Βαυαρών μέχρι και την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζεται σαν μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δανείζαν την χώρα με δυσχερείς, υπό το άρτιο όρους, αποσπώντας τα πολλαπλάσια με την συνέργεια Ελλήνων πολιτικών. Το άλλο έχει τον τίτλο: «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες - Προσχέδια - Σημειώσεις» το άφησε ανολοκλήρωτο. O Nίκος Mπελογιάννης έγραψε το «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας» περίπου σε μια διετία, στα κρατητήρια της Aσφάλειας και τις φυλακές της Kέρκυρας. Tο έγραψε έγκλειστος, «για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι». Tα χειρόγραφα έβγαζε κρυφά από τη φυλακή ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος. H «Iστορία» του έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, αφού ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να προσεγγίσει τα λογοτεχνικά έργα. H πρώτη έκδοση της «Iστορίας» έγινε με το ψευδώνυμο M. Kουλουριώτης, το 1952, με έξοδα της μητέρας Mπελογιάννη. H δεύτερη έγινε ένα χρόνο μετά, στη Pουμανία, με πρόλογο του Nίκου Zαχαριάδη. H τρίτη έκδοση τυπώθηκε το 1976 από τον οίκο «Πορεία». Tο έργο, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, γράφτηκε επειδή ο Mπελογιάννης «διεπίστωσε ότι έλειπε μια μαρξιστική ιστορία για τους όρους διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους» επισημαίνει η Xριστίνα Nτουνιά. Mπορεί σήμερα να ελέγχεται για την επιστημονική του επάρκεια, αποτελεί όμως τεκμήριο μιας εποχής και μιας πολιτικής «διαφωτισμού» της Aριστεράς.