Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

16 Μαρτίου 1935: Ο Αδόλφος Χίτλερ διατάζει τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας κατά παράβαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Δημιουργείται η Βέρμαχτ.

Η Βέρμαχτ  είναι το όνομα των γερμανικών ένοπλων δυνάμεων από τις 16 Μαρτίου 1935 μέχρι τις 20 Αυγούστου 1946. Η Βέρμαχτ εξελίχθηκε με βάση τον "νόμο για την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων" μέσα από την Ράιχσβερ (έτσι ονομάζονταν οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις πριν την άνοδο των ναζί στην εξουσία). H Βέρμαχτ αποτελούνταν από τον Στρατό Ξηράς (Heer), το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) και την Πολεμική Αεροπορία (Luftwaffe).

Ο όρος τότε και σήμερα
Παρόλο που η Βέρμαχτ δημιουργήθηκε το 1935, το όνομα "Βέρμαχτ" στη Γερμανία χρησιμοποιούνταν για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ήδη από της αρχές της Γερμανικής Δημοκρατίας. Μέχρι το 1935, ο όρος "Βέρμαχτ" στη γερμανική γλώσσα είχε απλά την σημασία των λέξεων που τον αποτελούν (Wehr = άμυνα, Macht = δύναμη), χρησιμοποιούνταν δηλαδή με την γενική έννοια των αμυντικών δυνάμεων. Έτσι χρησιμοποιούνταν και για τις ένοπλες δυνάμεις άλλων κρατών, όπως πχ ιταλική ή αγγλική Βέρμαχτ (italienische Wehrmacht, englische Wehrmacht).

Από το Σύνταγμα του Γερμανικού Ράιχ της 11 Αυγούστου 1919:
Artikel 47. Der Reichspräsident hat den Oberbefehl über die gesamte Wehrmacht des Reichs.
Άρθρο 47. Ο Πρόεδρος του Ράιχ είναι ο αρχηγός ολόκληρης της Βέρμαχτ του Ράιχ.

Η ονομασία "Ράιχσβερ" εμφανίζεται πρώτη φορά στον "Νόμο για την κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας" της 21 Αυγούστου 1920. Τελικά, νόμος της 23 Μαρτίου 1921 (§1, Wehrgesetz) καθορίζει:
Die Wehrmacht der Deutschen Republik ist die Reichswehr.
Η Βέρμαχτ της Γερμανικής Δημοκρατίας είναι η Ράιχσβερ.

Ιστορικό πλαίσιο
Μετά από την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η συνθήκη των Βερσαλλιών περιόριζε την ισχύ του γερμανικού στρατού ξηράς στους 100.000 άνδρες και του πολεμικού ναυτικού στους 15.000 άνδρες. Υπήρχε, επίσης, η προϋπόθεση η Γερμανία να μην διαθέτει βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και πολεμική αεροπορία. Επίσης απαγορεύτηκε η κατασκευή οχυρώσεων, η ύπαρξη Γενικού Επιτελείου, και καταργήθηκε η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Βάσει των προϋποθέσεων αυτών δημιουργήθηκε στις 23 Μαρτίου 1921 η Ράιχσβερ (Reichswehr). Στόχος της γερμανικής στρατιωτικής πολιτικής, όμως, ήταν από την αρχή η δημιουργία ισχυρών ενόπλων δυνάμεων κατά παράβαση των επιταγών της συνθήκης των Βερσαλλιών. Έτσι άρχισε, μετά την συνθήκη του Ραπάλλο το 1922, κρυφή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Ράιχσβερ και του σοβιετικού Κόκκινου Στρατού. Επίσης, η στελέχωση της Ράιχσβερ σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς ήταν δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με το συνολικό δυναμικό της. Το γεγονός αυτό επέτρεπε στις ένοπλες δυνάμεις να επεκταθούν σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Τον Φεβρουάριο 1923 ο αρχηγός του νέου Truppenamt ("Γραφείο Στρατευμάτων", το κρυφό Γενικό Επιτελείο) υποστράτηγος Ότο Χάσσε μετέβη στη Μόσχα για μυστικές διαπραγματεύσεις. Αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία να υποστηρίξει την σοβιετική βιομηχανοποίηση. Επίσης, στρατιωτικοί διοικητές του Κόκκινου Στρατού διευκολύνθηκαν στην δημιουργία γενικού επιτελείου, απορροφώντας τη σχετική Γερμανική τεχνογνωσία. Σε αντιστάθμιση αυτών, η Ράιχσβερ εφοδιάστηκε με πυρομαχικά πυροβολικού και χημικά όπλα που κατασκευάζονταν στην ΕΣΣΔ, ενώ επίσης απέκτησε την δυνατότητα εκπαίδευσης πιλότων και οδηγών τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης στην ΕΣΣΔ. Στο αεροδρόμιο του Lipezk εκπαιδεύτηκαν 120 περίπου πιλότοι καταδιωκτικών, ο κορμός της κατοπινής Jagdfliegerwaffe (καταδιωκτικής αεροπορίας). Μετά το 1930 εκπαιδεύτηκαν στο Καζάν ειδικοί τεθωρακισμένων οχημάτων, ο αριθμός των οποίων, όμως, δεν ξεπέρασε τους 30. Πειράματα με πολεμικά χημικά αέρια πραγματοποιήθηκαν στο Σαράτοφ.

Ο όρκος του Γερμανού στρατιώτη
Αμέσως μετά το θάνατο του Προέδρου του Ράιχ Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο Χίτλερ ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχηγού κράτους, και οι ένοπλες δυνάμεις ορκίστηκαν στις 2 Αυγούστου 1934 απόλυτη υπακοή και αφοσίωση στο πρόσωπό του. Πολλοί στρατιώτες ανέφεραν αργότερα τον όρκο αυτό ως λόγο για τον οποίο δεν προέβαλαν αντίσταση ενάντια στις εντολές της ηγεσίας, που διέτασσαν εγκληματικές ενέργειες, ή για την απροθυμία τους να συνεργαστούν με την εσωτερική αντίσταση, ώστε να ανατρέψουν τον Χίτλερ.
"Ich schwöre bei Gott diesen heiligen Eid, dass ich dem Führer des Deutschen Reiches und Volkes Adolf Hitler, dem Oberbefehlshaber der Wehrmacht, unbedingten Gehorsam leisten und als tapferer Soldat bereit sein will, jederzeit für diesen Eid mein Leben einzusetzen."
"Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου." (Όρκος του Γερμανού στρατιώτη, ισχύων από τις 2 Αυγούστου 1934).
Η σημασία αυτού του όρκου δεν ήταν τόσο απλή, όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται: "Έδενε" τους ανώτατους αξιωματικούς της λεγόμενης "Πρωσικής Σχολής", οι οποίοι είχαν πείσμονες αντιλήψεις περί στρατιωτικής τιμής, σε υπακοή απέναντι στον Φύρερ, ανεξάρτητα από την κατάσταση του στρατεύματος ή της χώρας. Ο όρκος αυτός ήταν ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας κατά τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε υπήρξαν αρκετές συνωμοσίες για την εξόντωση του Χίτλερ. Ελάχιστοι ήταν οι ανώτατοι αξιωματικοί που δέχτηκαν να τον παραβούν και να συμμετάσχουν σε κινήσεις είτε για την ανατροπή είτε για την εξόντωση του δικτάτορα.

Οργάνωση μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στις 16 Μαρτίου 1935 καθιερώθηκε η υποχρεωτική θητεία με βάση το "Gesetz über den Aufbau der Wehrmacht" ("νόμος για την οργάνωση των αμυντικών δυνάμεων") ο οποίος παραβίαζε τους όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Το 1936 τα χιτλερικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Ρηνανία, η οποία, βάσει της συνθήκης των Βερσαλλιών, αποτελούσε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Μέχρι το 1939 υλοποιήθηκε ο σχηματισμός 12 Σωμάτων Στρατού, συνολικής δύναμης 38 μεραρχιών και 580.000 στρατιωτών. Ακολούθησε τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1939 η επιστράτευση εφέδρων. Όμοια ανάπτυξη γνώρισε και η Πολεμική Αεροπορία Luftwaffe, με κύριο οργανωτικό υπεύθυνο τον Έρχαρντ Μιλχ και το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), με οργανωτή τον Μέγα Ναύαρχο Έριχ Ραίντερ και στον τομέα των υποβρυχίων με οργανωτικό και επιχειρησιακό υπεύθυνο τον Καρλ Ντένιτς.

Παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου
Η επιθέσεις της Βέρμαχτ ενάντια σε πολυάριθμα κράτη δίχως κήρυξη πολέμου όπως και ο τρόπος με τον οποίο διεξάχθηκαν οι πόλεμοι αποτέλεσαν παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου. Σε συνεργασία με την SS και τα Einsatzgruppen (βάσει των προδιαγραφών Richtlinien zur Zusammenarbeit des Heeres mit den Einsatzgruppen) συνέβαλε έμμεσα και άμεσα στην γενοκτονία χιλιάδων ανθρώπων. Στα πλαίσια αυθαίρετων μαζικών εκτελέσεων βρήκαν τον θάνατο πολυάριθμοι Πολωνοί, σοβιετικοί, στο τέλος, και Ιταλοί αιχμάλωτοι πολέμου. Κομισάριοι και γυναίκες που βρίσκονταν μεταξύ των σοβιετικών αιχμάλωτων εκτελούνταν αμέσως (Διαταγή του Χίτλερ με την ονομασία "Komissarbefehl"). Οι υπόλοιποι παραδίδονταν στα SS. Πέραν αυτών, η Βέρμαχτ συνέβαλε ενεργά στην εξόντωση άμαχου πληθυσμού στην ανατολική Ευρώπη, όπως π.χ. στη Λευκορωσία, όπου σε συνεργασία με την SS κατέστρεψε μεταξύ Ιουνίου 1941 και Ιουλίου 1944 209 πόλεις και 9200 χωριά.

Απώλειες
Οι απώλειες ανήλθαν σε περίπου 5.300.000 στρατιώτες της Βέρμαχτ νεκρούς στα πεδία των μαχών κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ο πραγματικός αριθμός, όμως, εκτιμάται πως είναι μεγαλύτερος, αφού από τους 11.000.000 αιχμαλώτους πολέμου πολλοί δεν γύρισαν μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο ακριβής αριθμός τους δεν έχει διαπιστωθεί μέχρι σήμερα.

Συνεργάτες κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ιταλία (μέχρι αρχές 1945)
Ιαπωνία (μέχρι τις 7 Μαΐου 1945, υποστήριξη μέσω τεχνολογίας)
Φινλανδία (μέχρι αρχές 1944)
Ρουμανία (μέχρι τέλη 1944)
Ουγγαρία (μέχρι τέλη 1944)
Σλοβακία (μέχρι αρχές 1945)
Βουλγαρία (μέχρι τέλη 1944)
Ισπανία (επίσημα ουδέτερη, έστειλε μια μεραρχία εθελοντών με την ονομασία "Αθούλ" (Azul) κατά της ΕΣΣΔ)
Επίσης, σχηματίστηκαν ειδικές μονάδες από κατεχόμενες χώρες όπως Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Δανία και Νορβηγία, κυρίως για δράση στο Ανατολικό Μέτωπο ή κατά ανταρτικών οργανώσεων καθώς και στρατιωτικοί σχηματισμοί από εθελοντές κατεχόμενων ή συμπαθουσών χωρών, με την γενική ονομασία "Osttruppen".

Στρατιωτικά θεμέλια
Στρατιωτικά θεμέλια της Βέρμαχτ ήταν η «Auftragstaktik», που της επέτρεπε μοναδική τακτική ευελιξία, η ρεαλιστική εκπαίδευση, η πειθαρχία και η απόλυτη υπακοή.
Η εξαιρετικά μεγάλη μαχητικότητα της Βέρμαχτ εξετάζεται και συγκρίνεται αναλυτικά από τον καθηγητή στρατιωτικής ιστορίας Μάρτιν βαν Κρέβελντ, ο οποίος καταλήγει (όπως και άλλοι) στο εξής συμπέρασμα: "Ο γερμανικός στρατός ήταν άριστη πολεμική οργάνωση. Όσον αφορά ηθικό, ενθουσιασμό και προσαρμοστικότητα ήταν, πιθανώς, ο κορυφαίος στρατός του 20ού αιώνα." Ο Γάλλος ιστορικός Φιλίπ Μασόν έκανε ανάλογη εκτίμηση (βλ. βιβλιογραφία).

Εξοπλισμός, οπλισμός, στολές
Η Βέρμαχτ μερικώς ήταν πολύ σύγχρονα εξοπλισμένη, αλλά οι περιορισμένοι πόροι της Γερμανίας και η πρόωρη κήρυξη του πολέμου, προτού ολοκληρωθεί το πρόγραμμα επανεξοπλισμού, δεν επέτρεψαν την εκ των προτέρων εξασφάλιση σύγχρονου εξοπλισμού για όλες τις μονάδες.
Οι στολές βασίζονταν στις παλιές στολές της Ράιχσβερ. Το 1933/34 έδωσε ο ίδιος ο Χίτλερ την εντολή για τον σχεδιασμό του "Hoheitsadler" (εθνόσημο με μορφή αετού), ο οποίος στις 17 Φεβρουαρίου 1934 επισήμως έγινε μέρος της στρατιωτικής στολής. Ο αετός βρίσκονταν κεντημένος στο δεξί στήθος των χιτωνίων.
Διαφοροποίηση: Οι αετοί των υπαξιωματικών και στρατιωτών ήταν κεντημένοι με μηχανή, ενώ των αξιωματικών συνήθως με το χέρι. Οι "Hoheitsadler" των στρατηγών πάντα ήταν κεντημένοι με χρυσό.
Ενώ μέχρι σήμερα διατηρείται η εικόνα της Βέρμαχτ ως οπλισμένης δύναμης υψηλής τεχνολογίας, στην πραγματικότητα λιγότερο από 40 τοις εκατό όλων των μονάδων ήταν μηχανοκίνητες. Τα υπόλοιπα 60 τοις εκατό είχαν στην διάθεσή τους άλογα, τα οποία μετακινούσαν το προσωπικό, τις κουζίνες στρατού και τον ανεφοδιασμό. Οι μονάδες μάχης προχωρούσαν με τα πόδια, μερικώς και με ποδήλατα, εφόσον υπήρχαν.
Επίσης και ο οπλισμός τής, κατά τα άλλα σύγχρονης Βέρμαχτ, αρχικά δεν ήταν ικανοποιητικός. Έτσι, π.χ., οι πρώτες μάχες διεξήχθησαν με τους στρατιώτες να διαθέτουν κατά κύριο λόγο τυφέκια (Μάουζερ τύπου 98K) και μικρό αριθμό υποπολυβόλων και βαρέων πολυβόλων υποστήριξης. Τα "Μάουζερ" ήταν διαθέσιμα σε μεγάλους αριθμούς. Υπήρξαν ιδιαιτέρως εύστοχα και ήταν εν μέρει ανώτερα των τυφεκίων άλλων χωρών. Απαιτούσαν επίσης μικρή συντήρηση, πράγμα που τα έκανε αρκετά δημοφιλή. Ως προς το υποπολυβόλο, η Βέρμαχτ διέθετε τον τύπο MP40, το οποίο ήταν στον μέσο όρο της κατηγορίας (θεωρείται εφάμιλλο του αμερικανικού Τόμσον). Το καλύτερο, ίσως, μικρό όπλο της Βέρμαχτ ήταν το MP44, το οποίο δεν πρόλαβε να παραχθεί σε επαρκείς ποσότητες, μια και τέθηκε σε παραγωγή μόλις το 1944. Διέθετε γεμιστήρα 30 βλημάτων και μπορούσε να ρυθμιστεί ώστε να εκτελεί βολή κατά βολή, βολή κατά ριπάς ή συνεχόμενη (μέχρις εξαντλήσεως του γεμιστήρα). Μερικοί ειδικοί στα μικρά όπλα θεωρούν ότι, αν είχε εμφανισθεί νωρίτερα, θα μπορούσε να είχε μεταβάλει την εξέλιξη του πολέμου (ιδιαίτερα στη Ρωσία).
Ιδιαίτερα επιτυχημένο, ως προς τον χειρισμό, την ευχρηστία, την ταχύτητα πυρός και την ευθυβολία θεωρείται, επίσης, το μέσο πολυβόλο MG42 (στο οποίο είχε αποδοθεί το προσωνύμιο "Σπάνταου").
Η ανάπτυξη τεθωρακισμένων στρατευμάτων μεγάλης μαχητικής ικανότητας – σε στενή συνεργασία με την πολεμική αεροπορία – εξασφάλισαν τις πρώτες θριαμβευτικές νίκες ("blitzkrieg", κεραυνοβόλος πόλεμος) της Βέρμαχτ. Οι πολυάριθμες επιρροές της πολιτικής ηγεσίας του τότε ναζιστικού καθεστώτος όμως, ιδιαίτερα οι τακτικές και στρατηγικές αποφάσεις του Χίτλερ, στάθηκαν υπαίτιες για τις μεγάλες κρίσεις και ήττες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γρήγορες νίκες κατά της Πολωνίας και Γαλλίας είχαν ως επακόλουθο να σωπάσουν οι επικριτικές φωνές της γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας απέναντι στο νέο σύστημα του εξοπλισμού πλάτους εις βάρος του εξοπλισμού βάθους, ενώ ενισχύθηκε και το δόγμα περί της ιδιοφυΐας και του "αλάθητου" του Φύρερ, το οποίο αργότερα αποδείχθηκε μοιραίο στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες και αποτυχίες της Βέρμαχτ περιγράφονται στο άρθρο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

16 Μαρτίου 1978: Η ιταλική τρομοκρατική οργάνωση «Ερυθρές Ταξιαρχίες» ανακοινώνει την απαγωγή του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Άλντο Μόρο και απειλεί ότι θα τον εκτελέσει αν δεν αποφυλακιστούν όσα μέλη της οργάνωσης έχουν συλληφθεί.

Στις 16 Μαρτίου 1978 οι Ερυθρές ταξιαρχίες (ένοπλη οργάνωση κομμουνιστικών πεποιθήσεων) εκτελούν τους πέντε σωματοφύλακες του Μόρο και απαγάγουν τον ίδιο.Οι Ερυθρές ταξιαρχίες ζητούν ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του πολιτικού και πρώην πρωθυπουργού την απελευθέρωση όλων των ιδρυτικών μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Μετά από 54 ημέρες κράτησης ο Μόρο δολοφονήθηκε μέσα ή κοντά στη Ρώμη στις 9 Μαΐου 1978. Το πτώμα του βρέθηκε αργότερα την ίδια ημέρα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.

16 Μαρτίου 1900: Ο βρετανός αρχαιολόγος Άρθουρ Έβανς αρχίζει ανασκαφές στο ανάκτορο της Κνωσού.

O Έβανς ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την Κρήτη ως πηγή σφραγίδων που περιείχαν πρώιμες επιγραφές μη αποκρυπτογραφημένες. Η αρχαία πόλη του Κεφαλά (Κνωσός) στη βόρεια ακτή της Κρήτης, κοντά στο Ηράκλειο, ήταν γνωστή στους ντόπιους, που ξέθαβαν αρχαία κεραμικά και νομισματικά τέχνεργα, καθώς καλλιεργούσαν τους αγρούς.
Ωστόσο, ο πρώτος που ανέσκαψε την Κνωσό ήταν ένας Ηρακλειώτης έμπορος και αρχαιοδίφης, ο Μίνως Καλοκαιρινός, ο οποίος το 1878 αποκάλυψε τα θεμέλια αποθηκευτικών χώρων γεμάτα πίθους. Η καταγραφή του έργου του Καλοκαιρινού από τον Γουίλιαμ Στίλμαν (William Stillman), πρόξενο των Η.Π.Α. στην Κρήτη εκείνη την εποχή, υποδεικνύει ότι τα ευρήματα ανήκαν στην δυτική πτέρυγα του ανακτόρου. Εκτός από τις αποθήκες ο Καλοκαιρινός ανέσκαψε και ένα τμήμα των θεμελίων της "αίθουσας του θρόνου".
Οι Τούρκοι ιδιοκτήτες της περιοχής, όμως, σύντομα σταμάτησαν τις έρευνες του Καλοκαιρινού. Λίγο μετά ο Γερμανός και ήδη διάσημος αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), προσπάθησε να αγοράσει τον 'λόφο του Κεφαλά' στην πραγματικότητα τούμπα δηλαδή τεχνητός γήλοφος που δημιουργήθηκε από αλλεπάλληλες κατοικήσεις της Κνωσού ήδη από την Νεολιθική. Εγκατέλειψε, όμως την προσπάθεια, γιατί θεώρησε τις τιμές που του πρόσφεραν εξοργιστικές. Το 1894 επισκέπτεται την Κρήτη ο Έβανς, για να μελετήσει και να αποκρυπτογραφήσει δύο τύπους άγνωστης γραφής που εμφανίζονταν σε κρητικές σφραγίδες. Ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα αποτελέσματα σε έκδοση του μουσείου Άσμολ με τίτλο Κρητικά εικονογράμματα και προ-Φοινικική γραφή (Evans 1895), αναγνωρίζοντας τα μινωικά ιερόγλυφα ως εικονογράμματα (πικτογράμματα) και τις συλλαβικές ή προαλφαβητικές ("προ-Φοινικικές") γραφές, που ονομάζονται πλέον Γραμμική Α και Γραμμική Β.

Οι πολιτικές αλλαγές ευνόησαν την πρόσθεση του Έβανς να ξεκινήσει ανασκαφές στην Κρήτη μετά την Κρητική Επανάσταση. Το 1899, χρησιμοποίησε τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς για να αγοράσει την περιοχή στον Κεφαλά. Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο για την εποχή δυναμικό, ο Έβανς ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας συστηματική ανασκαφή. Στο τέλος του 1903 είχε αποκαλύψει ένα μεγάλο μέρος των θεμελίων ενός εκτεταμένου συμπλέγματος, το οποίο προσδιόρισε ως Ανάκτορο της Κνωσού κέντρο του Μινωικού πολιτισμού. Όχι μόνο αποκάλυψε τα θαμμένα ερείπια και τα δημοσίευσε σε 4εις τόμους στο Το Παλάτι του Μίνωα στην Κνωσσό, (1921 - 1935), κλασικό έργο της αρχαιολογίας, αλλά τα συντήρησε ουσιαστικά με τις μεθόδους της εποχής του και τα αναστήλωσε εν μέρει.
Στην προσπάθεια της αναστήλωσης χρησιμοποίησε ξένα υλικά, σαν το τσιμέντο. Όπως είναι φυσικό, ασκήθηκε κριτική εναντίον του από εκείνους που πίστευαν ότι η αναστήλωση έπρεπε να γίνει με τα μέσα και τις τεχνικές εκείνης της εποχής, αλλά με την προσπάθειά του ο Έβανς βοήθησε και βοηθά ακόμη και σήμερα τον μέσο επισκέπτη να "διαβάσει" τον αρχαιολογικό τόπο. Έτσι, αν και τα αποτελέσματα για τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς ερευνητές είναι ενοχλητικά, τα κίνητρά του στην προκειμένη περίπτωση είναι δικαιολογημένα. Θα πρέπει να μη λησμονείται, άλλωστε, ότι όταν ο Έβανς εργαζόταν στην Κνωσό στην περίοδο 1899 - 1935, πολλοί από τους συγχρόνους του ασχολούνταν μόνο με την αφαίρεση ευρημάτων από τους αρχαιολογικούς τόπους που ανέσκαπταν.
Εκτός από το πρωτοποριακό για την εποχή ανασκαφικό του έργο στην περιοχή του ανακτόρου, σημαντική ανακάλυψη του Έβανς θεωρείται η αποκάλυψη περίπου 3.000 πινακίδων Γραμμικής Α και Γραμμικής Β. Η Γραμμική Β αποδείχθηκε ότι ήταν πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας από την Υπομινωική περίοδο. Η Γραμμική Α, η γλώσσα των Μινωιτών παραμένει έως σήμερα στο μεγαλύτερο τμήμα της μη αποκρυπτογραφημένη.
Ο Έβανς χρίστηκε ιππότης το 1911 για τις υπηρεσίες του στην αρχαιολογία, την Κνωσό και το μουσείο Άσμολ. Η ανασκαφή στην περιοχή της Κνωσού, (την οποία αγόρασε για να μπορεί να τη διατηρήσει από καταστροφές), συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή στην Αθήνα.

16 Μαρτίου 1994: Νέος Υπουργός Πολιτισμού στη θέση της Μελίνας Μερκούρη ορκίζεται ο μουσικοσυνθέτης Θάνος Μικρούτσικος.

Ήταν πάντα ένα έντονα πολιτικοποιημένο άτομο, δηλώνοντας μαρξιστής. Για ένα διάστημα είχε ενταχθεί και στο ΚΚΕ, από το οποίο τελικά αποχώρησε το 1982.
Την περίοδο του λεγόμενου «βρώμικου '89» βρέθηκε κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, στηλιτεύοντας την επιλογή της ηγεσίας της Αριστεράς να συγκυβερνήσει με τον Κωνταντίνο Μητσοτάκη, τον οποίο ο Μικρούτσικος αποκάλεσε «αρχιερέα της διαπλοκής». Στην τελευταία κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (1993 - 1996) τοποθετήθηκε εξωκοινοβουλευτικός αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού το 1993, και ένα χρόνο αργότερα, το 1994, με το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη, ανέλαβε υπουργός Πολιτισμού, αξίωμα που διατήρησε μέχρι το 1996 και τον σχηματισμό της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη.
Εμφανίστηκε στο προσκήνιο μετά από πολλά χρόνια στο Ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, στο οποίο τάχτηκε υπέρ του Όχι.

πηγη: el.wikipedia.org

16 Μαρτίου 2015: Νεκρός εντοπίζεται ο φοιτητής της Γαλακτομικής Σχολής Ιωαννίνων Βαγγέλης Γιακουμάκης. Ο 20χρονος φοιτητής από το Ρέθυμνο είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς στις 6 Φεβρουαρίου και η υπόθεσή του απασχόλησε και απασχολεί το πανελλήνιο.

Από http://www.iefimerida.gr/ (15|03|2015)

Τη χειρότερη κατάληξη είχε η αναζήτηση για τον Βαγγέλη Γιακουμάκη, καθώς όπως όλα δείχνουν επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι και ο 20χρονος βρέθηκε νεκρός.

Ο θείος του φοιτητή που είχε εξαφανιστεί στις 6 Φεβρουαρίου επιβεβαίωσε σε ρεπόρτερ του Mega ότι η σορός που εντοπίστηκε το πρωί της Κυριακής ανήκει στον άτυχο ανιψιό του.

Η σορός βρέθηκε σε προχωρημένη σήψη, κοντά στο γήπεδο της Ανατολής Ιωαννίνων, που είναι κοντά στη λίμνη Παμβώτιδα αλλά και στη Γαλακτοκομική Σχολή στην οποία φοιτούσε ο 20χρονος από το Ρέθυμνο.

Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης είχε εξαφανιστεί στις 6 Φεβρουαρίου και ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση, χωρίς όμως να αποδώσει καρπούς. Η σορός εντοπίστηκε περίπου στις 8 το πρωί, σε βαλτώδη περιοχή της Δημοτικής Επιχείρησης Λίμνης Ιωαννίνων, περίπου 800 μέτρα από τη Γαλακτομική Σχολή. Ο κάτοικος της περιοχής που την εντόπισε ειδοποίησε την Αστυνομία, από την οποία κλήθηκε ο θείος του παιδιού, Γιώργος Βιβιεδάκης, που έσπευσε επί τόπου και αναγνώρισε τον ανιψιό του, όπως αναφέρει και το ΑΠΕ.

Στην περιοχή βρίσκεται ο ιατροδικαστής του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Ιωαννίνων, Θόδωρος Βουγιουκλάκης και εξετάζεται αν ο θάνατος του 20χρονου προήλθε από εγκληματική ενέργεια ή πρόκειται για αυτοκτονία, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι δίπλα του βρέθηκε ένα μαχαίρι.

Στο σημείο γίνονται εκτεταμένες έρευνες, που θα βοηθήσουν τις αρχές να απαντήσουν τα κρίσιμα ερωτήματα για την εξαφάνιση και το θάνατο του 20χρονου φοιτητή, ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες είχε πέσει θύμα εκφοβισμού, υπομένοντας ψυχολογική και σωματική κακοποίηση. Μόλις έγινε γνωστό ότι εντοπίστηκε η σορός του, συγκεντρώθηκε και κόσμος στην περιοχή, καθώς όλοι αγωνιούσαν για το νεαρό που είχε γίνει άφαντος, στην υπόθεση που συγκλόνισε το πανελλήνιο.