Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

05 Μαρτίου 1953: πεθαίνει σε ηλικία 73 ετών στη Μόσχα από εγκεφαλική αιμορραγία ο Ιωσήφ Στάλιν.

Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν , ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι ήταν ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο Στάλιν έγινε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης (Κ.Κ.Σ.Ε) το 1922. Πολύ σύντομα όμως δημιούργησε ένα πολύ άσχημο κλίμα εξαιτίας του άξεστου και αυταρχικού του χαρακτήρα με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Λένιν να προτείνει την αντικατάστασή του από κάποιο άλλο στέλεχος των μπολσεβίκων. Την περίοδο αυτή ο Λένιν είναι βαριά άρρωστος και η πρότασή του αυτή δεν γνωστοποιήθηκε στο κόμμα των μπολσεβίκων, με ευθύνη πρώτα και κύρια του Στάλιν που ήδη ως Γραμματέας συγκέντρωνε στα χέρια του τον μηχανισμό του κόμματος.

Μετά το θάνατο του Βλαντιμίρ Λένιν, επεκράτησε του Λέοντα Τρότσκι σε μια πολιτικοϊδεολογική αντιπαράθεση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 που όμως λύθηκε με διοικητικά μέτρα (διαγραφές, καθαιρέσεις, εξορίες κλπ).

Στη δεκαετία του '30 ο Στάλιν εξάλειψε την ενεργό πολιτική αντιπολίτευση μέσω ενός συστήματος εσωτερικής εξορίας και παγίωσε την αρχή του την εποχή της Μεγάλης Εκκαθάρισης(1936-1938), μια περίοδο σκληρής καταστολής (διαγραφές, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, δολοφονίες) απέναντι τόσο σε πάρα πολλούς κομμουνιστές που διαφωνούσαν με τις επιλογές και τη νοοτροπία της κυρίαρχης τάσης (σταλινισμός) στο Κομμουνιστικό κόμμα της ΕΣΣΔ, όσο και χιλιάδες άλλους πολίτες που κατηγορούντο για πολιτικά εγκλήματα.

Ο Στάλιν συνέβαλλε στη διαμόρφωση των γνωρισμάτων που χαρακτήρισαν το νέο σοβιετικό καθεστώς αλλά και τα υπόλοιπα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης, που συνολικά αντιπροσώπευσαν ένα πολιτικό σύστημα τον "υπαρκτό σοσιαλισμό". Πολλοί κομμουνιστές υποστηρίζουν δε, πως ο Στάλιν αποτέλεσε τον εκφραστή της ανερχόμενης κρατικής/κομματικής άρχουσας τάξης (της γραφειοκρατίας) και πως τελικά οι εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησε το καθεστώς συνέβαλλαν στην εδραίωση της ηγεμονίας της γραφειοκρατίας σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

Πρώιμη περίοδος 
Ο Ιωσήφ Στάλιν γεννήθηκε στην πόλη Γκόρι της Γεωργίας στις 18 Δεκεμβρίου του 1878. Ήταν το τέταρτο παιδί που γέννησε η μητέρα του σε λιγότερο από τέσσερα έτη. Τα πρώτα τρία πέθαναν και δεδομένου ότι ο Ιωσήφ ήταν φιλάσθενος η μητέρα του φοβόταν ότι και αυτός θα πέθαινε. Δικαιολογημένα, λαμβάνοντας υπόψη αυτό το γεγονός, η μητέρα του ήταν υπερπροστατευτική απέναντί του.

Ο πατέρας του, Βησσαρίων Τζουγκασβίλι, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Αικατερίνη Γκελάντζε, δούλευε ως πλύστρα. Ως παιδί, ο Στάλιν δοκίμασε την ένδεια, που οι περισσότεροι αγρότες έπρεπε να υπομείνουν στη Ρωσία στο τέλος του 19ου αιώνα. Το χαϊδευτικό του ήταν "Σόσο". Ο Βησσαρίων Ιβάνοβιτς Τζουγκασβίλι ήταν δουλοπάροικος που, όταν απελευθερώθηκε έγινε υποδηματοποιός. Άνοιξε δικό του κατάστημα, αλλά γρήγορα χρεοκόπησε και αναγκάστηκε να εργαστεί σε ένα εργοστάσιο παπουτσιών στην Τιφλίδα. Σπάνια συναντούσε την οικογένειά του και έπινε πολύ, ενώ χτυπούσε συχνά τη σύζυγο και το μικρό γιο του. Ένας από τους παιδικούς φίλους του Στάλιν έγραψε, "εκείνοι οι άδικοι και φρικτοί ξυλοδαρμοί κατέστησαν το αγόρι τόσο σκληρό και άκαρδο όσο ο πατέρας του". Ο ίδιος φίλος επίσης έγραψε ότι δεν τον είδε ποτέ να κλαίει. Άλλος φίλος της παιδικής ηλικίας του, ο José Iremashvili, θεωρούσε ότι οι ξυλοδαρμοί από τον πατέρα του τον κατέστησαν εχθρικό προς την εξουσία. Επίσης σημείωσε ότι οποιοσδήποτε με δύναμη πάνω σε άλλους θύμιζε στο Στάλιν τη σκληρότητα του πατέρα του. Στην ηλικία των επτά έπαθε ευλογιά. Επέζησε αλλά το πρόσωπό του παρέμεινε σημαδεμένο για το υπόλοιπο της ζωής του, γενόμενος εξ αυτού αντικείμενο περιπαικτικών σχολίων από τους συνομηλίκους του.

Ένας από τους ανθρώπους για τους οποίους η Αικατερίνη έπλενε ήταν κάποιος Εβραίος του Γκόρι, ο Δαβίδ Παπισμέντοφ. Ο Παπισμέντοφ έδινε στον Ιωσήφ, που βοηθούσε τη μητέρα του, χρήματα και βιβλία του για να διαβάσει, και τον ενθάρρυνε. Δεκαετίες αργότερα ο Παπισμέντοφ ήρθε στο Κρεμλίνο για να μάθει τι είχε γίνει ο μικρός "Σόσο". Ο Στάλιν εξέπληξε τους συνεργάτες του όχι μόνο δεχόμενος τον ηλικιωμένο κύριο, αλλά κουβεντιάζοντας με μεγάλη χαρά μαζί του.

Το 1888, ο πατέρας του Στάλιν έφυγε για να ζήσει στην Τιφλίδα, αφήνοντας την οικογένειά του χωρίς καμία στήριξη. Φημολογείται πως πέθανε σε πάλη, εντούτοις άλλοι υποστήριζαν ότι εθεάθη στη Γεωργία γύρω στα 1931

Θεολογικές σπουδές και σοσιαλισμός
Η μητέρα του Ιωσήφ ήταν βαθιά θρησκευόμενη και το 1888 κατόρθωσε να του εξασφαλίσει μία θέση στην τοπική εκκλησιαστική σχολή. Παρά τα προβλήματα υγείας του, σημείωσε καλή πρόοδο στο σχολείο και κέρδισε τελικά υποτροφία στη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Ο Στάλιν και οι συμμαθητές του ήταν Γεωργιανοί και μιλούσαν μια από τις εβδομήντα καυκασιανές διαλέκτους. Στο σχολείο όμως αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα ρωσικά.

Κατά τη φοίτησή του στη σχολή προσχώρησε σε μια μυστική οργάνωση αποκαλούμενη Messame Dassy. Τα μέλη της ήταν υποστηρικτές της ανεξαρτησίας της Γεωργίας από τη Ρωσία. Κάποιοι ήταν επίσης Σοσιαλεπαναστάτες και μέσω αυτών ο Στάλιν ήρθε αρχικά σε επαφή με τις ιδέες του Μαρξ.

Αν και αργότερα ο Στάλιν επεδίωξε να κρύψει την γεωργιανή καταγωγή του, κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας συναρπάστηκε από τη γεωργιανή λαογραφία. Οι ιστορίες που διάβαζε μιλούσαν για Γεωργιανούς ορεσίβιους που πάλεψαν γενναία για την ανεξαρτησία της χώρας τους. Ο αγαπημένος ήρωάς του αυτών των ιστοριών ήταν ένας θρυλικός πολεμιστής των βουνών που ονομαζόταν Koba. Έπεισε όλους συμμαθητές του να τον αποκαλούν Koba, και αυτό έγινε επίσης το πρώτο του επαναστατικό ψευδώνυμο.

Τον Μάιο, του 1899, ο Στάλιν αποβλήθηκε από τη θεολογική σχολή της Τιφλίδας. Διάφοροι λόγοι δόθηκαν για αυτήν την απόφαση συμπεριλαμβανομένης της ασέβειας έναντι των καθηγητών και την ανάγνωση απαγορευμένων βιβλίων. Ο Στάλιν επρόκειτο αργότερα να υποστηρίξει ότι ο πραγματικός λόγος ήταν ότι προσπαθούσε να μεταστρέψει τους συμφοιτητές του στο μαρξισμό.

Πορεία προς το μπολσεβικισμό 
Για αρκετούς μήνες μετά την αποβολή του ο Στάλιν παρέμεινε άνεργος. Βρήκε τελικά εργασία παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά της μέσης εκπαίδευσης. Αργότερα, εργάστηκε ως υπάλληλος στο παρατηρητήριο της Τιφλίδας. Άρχισε επίσης να γράφει άρθρα για τη σοσιαλιστική γεωργιανή εφημερίδα "Μπρτζολα Χμα Βλαντιμιρ".

Το 1901 ο Στάλιν προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα και ενώ οι περισσότεροι από τους ηγέτες του ζούσαν εξόριστοι, αυτός παρέμεινε στη Ρωσία όπου βοήθησε να οργανώσει τη βιομηχανική αντίσταση στο τσαρικό καθεστώς. Στις 18 Απριλίου 1902 συνελήφθη αφότου συντόνισε απεργία στις μεγάλες εγκαταστάσεις Ρότσιλντ στο Μπατούμ. Μετά από αυτό πέρασε 18 μήνες εξόριστος στη Σιβηρία.

Στο δεύτερο συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κόμματος στο Λονδίνο το 1903, υπήρξε μια διαφωνία μεταξύ των Βλαντίμιρ Λένιν και Γιούλι Μάρτοφ, δύο εκ των ηγετών του κόμματος. Ο Λένιν υποστήριξε ένα μικρό κόμμα επαγγελματιών επαναστατών με μεγάλη βάση εξωκομματικών, ανεξάρτητων συμπαθούντων και υποστηρικτών. Ο Μάρτοφ διαφώνησε θεωρώντας ότι ήταν καλύτερο να υπάρξει ένα μεγάλο κόμμα ενεργών στελεχών.

Ο Γιούλι Μάρτοφ βάσιζε τις ιδέες του στα σοσιαλιστικά κόμματα που υπήρχαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως το βρετανικό εργατικό κόμμα. Ο Λένιν υποστήριξε ότι η κατάσταση ήταν διαφορετική στη Ρωσία όπου ήταν παράνομο να διαμορφωθούν σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα κάτω από την αυταρχική διακυβέρνηση του τσάρου. Στο τέλος της συζήτησης ο Μάρτοφ κέρδισε την ψηφοφορία με 28 ψήφους έναντι 23. Ο Λένιν απρόθυμος να δεχτεί το αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια φράξια γνωστή ως Μπολσεβίκοι. Εκείνοι που παρέμειναν πιστοί στο Μάρτοφ έγιναν γνωστοί ως Μενσεβίκοι.

Ο Στάλιν, όπως οι Ζινόβιεφ, Λουνατσάρσκι, Λασέβιτς, Κρούπσκαια, Φρούνζε, Ρίκοφ, Σβερντλόφ, Κάμενεφ, Λιτβίνοφ, Αντόνοφ, Ντζερζίνσκι, Ορντζονικίντζε και Μπογκντάνοφ υπεστήριξε τους Μπολσεβίκους. Ενώ οι Πλεχάνοφ, Αξελρόντ, Ντεϊτς, Αντόνοφ-Οβσέενκο, Τρότσκι, Ζασούλιτς, Τσερετέλι, Ουρίτσκι, Ζορντανια, Βισίνσκι και Νταν υποστήριξαν τον Μάρτοφ .

Το 1904 ο Στάλιν δραπέτευσε από τη Σιβηρία και μέσα σε μερικούς μήνες ήταν πίσω οργανώνοντας διαδηλώσεις και απεργίες στην Τιφλίδα. Ο Λένιν εντυπωσιάστηκε με τα επιτεύγματα του Στάλιν και το 1905 κλήθηκε να τον συναντήσει στη Φινλανδία.
Ο Στάλιν επέστρεψε στη Ρωσία το 1905 και κατά τη διάρκεια των επόμενων οκτώ ετών συνελήφθη τέσσερεις φορές αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύει. Το 1911 μετακόμισε στην Αγία Πετρούποληκαι το επόμενο έτος έγινε συντάκτης της "Πράβντα". Η πρακτική εμπειρία του τον κατέστησε χρήσιμο στο μπολσεβικικό κόμμα του Λένιν, έτσι κερδίζει μια θέση στην κεντρική Επιτροπή του τον Ιανουάριο του1912.

Η μόνη σημαντική συμβολή του στην ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας αυτή την περίοδο υπήρξε μια πραγματεία του, γραμμένη κατά τη σύντομη παραμονή του ως εξόριστου στη Βιέννη, "Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα". Παρουσιάζει μια ορθόδοξη μαρξιστική θέση σε αυτήν την σημαντική συζήτηση. Αυτή η πραγματεία ίσως να συνέβαλε στο διορισμό του ως Λαϊκού Κομισάριου για τις μειονοτικές υποθέσεις μετά την Επανάσταση.

Το 1913 υιοθέτησε το όνομα Στάλιν, το οποίο σημαίνει "σιδερένιος" στα ρωσικά.

Συνελήφθη πάλι το 1913 και εξορίστηκε ισόβια στη βόρεια Σιβηρία.

Κυρίαρχος της Σοβιετικής Ένωσης 
Μετά το θάνατο του Λένιν τον Ιανουάριο του 1924, την διοίκηση του κόμματος ανέλαβαν τα ισχυρότερα μέλη, τα οποία και αγωνίστηκαν για την προεδρία, δηλαδή οι Ιωσήφ Στάλιν, Λεβ Κάμενεφ, Γριγκόρι Ζινόβιεφ, Τρότσκι (στα αριστερά) και Μπουχάριν (στα δεξιά).

Στις αποφάσεις των Συνεδρίων του μπολσεβίκου κόμματος που έλαβαν μέρος ως το 1927, ο Τρότσκι και οι υποστηρικτές του ηττήθηκαν για αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Ενώ ο Ζινόβιεφ και ο Καμένεφ ήταν υπέρ του Στάλιν, το 1925 στο Δέκατο πέμπτο Συνέδριο των μπολσεβίκων [μετέπειτα Πανρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα -ΠΚΚ (μπ)], στράφηκαν εναντίον του. Κατέκριναν την εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ) που αποτελούσε πολιτική επιλογή της "δεξιάς" τάσης (Μπουχάριν κλπ) του κόμματος, την σκληρή αντιμετώπιση απέναντι στους αγρότες και ζήτησαν να διεξαχθούν εκλογές σχετικά με την θέση του Στάλιν, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του.

Το 1925 ο Στάλιν ήταν σε θέση να εκδιώξει τον Τρότσκι από την κυβέρνηση. Οι Ζινόβιεφ και Καμένεφ αποφάσισαν να λάβουν το μέρος του Τρότσκι και τον παρότρυναν να οργανώσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Μόσχα. Ως Κομισάριος του πολέμου είχε τη δύναμη να το πραγματοποιήσει. Παρά ταύτα απέρριψε την ιδέα και παραιτήθηκε από τη θέση του.

Το 1928 ο Στάλιν και η σταλινική φράξια εντός του ΠΚΚ (μπ) αντιτάχθηκαν στην ΝΕΠ που μέχρι τότε υποστήριζαν και επιτέθηκαν στα "δεξιά" μέλη του Πολίτμπιρο. Τότε ο Στάλιν υιοθέτησε πλευρές της πολιτικής αντίληψης του Τρότσκι ο οποίος επιθυμούσε την άμεση εκβιομηχάνηση της χώρας. Ο Μπουχάριν αγωνίστηκε σκληρά για την υπεράσπιση της ΝΕΠ, αλλά κατέληξε να αποβληθεί από το κόμμα το 1929, μαζί με τους Ρύκοβ και Τόμσκυ που ήταν με το μέρος του. Τον ίδιο χρόνο ο Τρότσκι εξορίστηκε από τη χώρα. Έχοντας παροπλίσει τον Μπουχάριν και εξορίσει τον Τρότσκι, ο Στάλιν μπορεί να ειπωθεί, ότι αναδείχθηκε ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 1929. Εντούτοις, η δημοτικότητα άλλων ηγετών όπως οι Σεργκέι Κίροφ και η αποκαλούμενη "Υπόθεση Ριούτιν" επρόκειτο να καταδείξουν πως δεν κατέκτησε την απόλυτη εξουσία μέχρι τις μεγάλες εκκαθαρίσεις του 1936 – 1938.

Ο Ψυχρός Πόλεμος και τα τελευταία έτη του Στάλιν

Σε όλες τις συνομιλίες του με τους δύο δυτικούς ηγέτες, τον Πρόεδρο των Η.Π.Α.Φραγκλίνο Ρούσβελτ και το Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστων Τσώρτσιλ, ο Στάλιν πίεζε για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση, ενώ απαιτούσε να αναγνωρίσουν τη σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Στη Διάσκεψη της Τεχεράνης, το 1943, και πάλι στη Διάσκεψη της Γιάλτας το Φεβρουάριο του 1945, τους πίεσε να επιτρέψουν την ύπαρξη ενός "σοβιετικού μπλόκ", εκτεινόμενου από τα κράτη της Βαλτικής σε ολόκληρη την Πολωνία και τη Γερμανία, και έπειτα νότια έως τη Γιουγκοσλαβία.

Με τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου πολέμου οι άνθρωποι που είχαν αντέξει τόσες πολλές κακουχίες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, τώρα ήλπιζαν ότι οι ζωές τους θα βελτιώνονταν. Στο μυαλό του Στάλιν, φυσικά, μια τέτοια σκέψη παρουσίαζε ένα κίνδυνο: Εάν οι άνθρωποι άρχιζαν να λαχταρούν κάτι καλύτερο, ίσως να επαναστατούσαν. Κατά συνέπεια άρχισε τώρα μια προσπάθεια διατήρησης του ελέγχου. Το περιβάλλον του αναδιαρθρώθηκε. Ο Λαυρέντι Μπέρια παρέμεινε στην εξουσία ως επικεφαλής της μυστικής αστυνομίας, αλλά ο Μόλοτοφ άρχισε να εξασθενεί σε δύναμη και ο Μαλενκόβ, που είχε απολαύσει την εμπιστοσύνη του Στάλιν από την αρχή του πολέμου, αντικαταστάθηκε από Αντρέι Χανόι, ο οποίος οδήγησε μια ανανεωμένη ιδεολογική επίθεση. Οι στρατιώτες που είχαν δει πάρα πολύ την ακμάζουσα δύση τέθηκαν υπό περιορισμό στα στρατόπεδα για να τους αποτρέψουν από "τη μόλυνση" του πληθυσμού με ανατρεπτικές ιδέες. Υπήρξε μια νέα εκκαθάριση του στρατού, στον οποίο ακόμη και ο μεγάλος Ζούκοβ ανέλαβε μία ελάσσονα επαρχιακή διοίκηση και μια νέα πολιτιστική επίθεση προωθήθηκε ενάντια στις εφημερίδες και την υπόλοιπη λογοτεχνία που θεωρήθηκε απειλητική για το καθεστώς.

Φιλοσοβιετικές κυβερνήσεις εγκαθιδρύθηκαν στη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, την Τσεχοσλοβακία και κομμουνιστικά καθεστώτα επεκράτησαν στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία. Η Φινλανδία διατήρησε την επίσημη ανεξαρτησία της, αλλά ήταν πολιτικά απομονωμένη και οικονομικά εξαρτώμενη από τη Σοβιετική Ένωση. Η Ελλάδα, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν ισχυρά (αν και στην περίπτωση της Ελλάδας μετά το 1948 παράνομο) κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία είχαν μέχρι ενός ορίου εξάρτηση ή φιλικές επαφές με τη Μόσχα. Ο Στάλιν ήλπισε ότι η απόσυρση των Αμερικανών από την Ευρώπη θα οδηγούσε στη σοβιετική ηγεμονία σε ολόκληρη την ήπειρο. Το ίδρυμα Trizonia και η αμερικανική βοήθεια προς την αντικομουνιστική πλευρά στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο άλλαξε την κατάσταση. Η Ανατολική Γερμανία πιστοποιήθηκε ως χωριστή χώρα το 1949, κυβερνώμενη από τους Γερμανούς κομμουνιστές. Επιπλέον, ο Στάλιν έλαβε την απόφαση να μεταπηδήσει στον άμεσο έλεγχο των δορυφόρων του στην κεντρική Ευρώπη: όλες οι χώρες επρόκειτο να κυβερνηθούν από τα τοπικά κομμουνιστικά κόμματα που προσπάθησαν να εφαρμόσουν το σοβιετικό πρότυπο τοπικά.

Ο Στάλιν είδε τη σταθεροποίηση της σοβιετικής δύναμης στην περιοχή ως απαραίτητο βήμα προκειμένου να προστατεύσει την ΕΣΣΔ με το να την περιβάλει με χώρες με φιλικές κυβερνήσεις, για να ενεργήσουν ως ενδιάμεση δομική ενότητα ενάντια σε πιθανούς εισβολείς (τα αποκαλούμενα από το παρελθόν κράτη - μαξιλάρια).

Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και του πρώην συμμάχων της του Β’ Παγκοσμίου πολέμου ψυχράνθηκαν σύντομα, και έδωσαν τόπο σε μια παρατεταμένη περίοδο έντασης και δυσπιστίας μεταξύ της ανατολής και της δύσης γνωστής ως Ψυχρός Πόλεμος. Στη χώρα του ο Στάλιν παρουσιάστηκε ως μεγάλος εν καιρώ πολέμου ηγέτης που είχε οδηγήσει την Ε.Σ.Σ.Δ. στη νίκη ενάντια στους Ναζί. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40, ο ρωσικός εθνικισμός συνέχισε να αυξάνεται. Παραδείγματος χάριν, μερικές εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις αποδόθηκαν σε Ρώσους ερευνητές. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν τη μηχανή λεβήτων, που αποδόθηκε στους πατέρα και γιο Τσερεπάνοφ (1833-34), ο ηλεκτρικός λαμπτήρας στους Ιάμπλοτσκοφ (1875) και Λοντίγκιν (1874), το ραδιόφωνο στον Ποπόφ (1895), το αεροπλάνο στο Μοζάισκι (1882) κ.λ.π., ενώ ήδη από τη δεκαετία του '30 οι επιστήμες είχαν δεχτεί καίριο πλήγμα (και ιδιαίτερα η Βιολογία) με τις παρεμβάσεις εγκάθετων "επιστημόνων" όπως ο Λυσένκο .

Οι εσωτερικές κατασταλτικές πολιτικές του Στάλιν συνεχίστηκαν και εντάθηκαν (συμπεριλαμβάνοντας και τα προσφάτως προσαρτημένα εδάφη), αλλά δεν έφθασαν ποτέ στις ακρότητες της δεκαετίας του '30 Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, οι αντισημιτικές εκστρατείες του 1948 - 1953 ήταν μόνο οι πρόδρομοι μιας μεγαλύτερης επερχόμενης καταστολής, αλλά εάν τέτοια σχέδια πράγματι υπήρξαν, ο Στάλιν πέθανε προτού μπορέσει να τα εφαρμόσει.

Μέσω μιας σειράς ανακοινώσεων, οι σοβιετικοί πολίτες ήταν ενήμεροι ότι ο Στάλιν ήταν σοβαρά άρρωστος. Στις τέσσερις το πρωί της 6ης Μαρτίου 1953, αναγγέλθηκε από τον κρατικό ραδιοσταθμό ότι: "Η καρδιά του συντρόφου ηγέτη και συνεχιστή της μεγαλοφυΐας του σκοπού του Λένιν, του σοφού ηγέτη και δασκάλου του Κομμουνιστικού Κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης, έπαψε να χτυπά."

Ο Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, ο επονομαζόμενος Στάλιν, 73 ετών, είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και είχε πεθάνει στις 9:50 μ.μ. στις 5 Μαρτίου 1953.

Το σώμα του πλύθηκε από μια νοσοκόμα και μεταφέρθηκε έπειτα μέσα σε ένα άσπρο αυτοκίνητο στο νεκροτομείο του Κρεμλίνου. Εκεί έγινε η νεκροψία. Αφού ολοκληρώθηκε η νεκροψία, το σώμα του δόθηκε στους ταριχευτές ώστε να το προετοιμάσουν για το τριήμερο λαϊκό προσκύνημα.

05 Μαρτίου 1913: Ο βασιλιάς των Ελλήνων Γεώργιος Α' πέφτει νεκρός στη Θεσσαλονίκη από τις σφαίρες του Αλέξανδρου Σχινά, στην 50η επέτειο από της αναρρήσεώς του στο θρόνο.


Στις 5 Μαρτίου 1913 ο Γεώργιος Α΄ θέλοντας να επισκεφτεί για εθιμοτυπικούς λόγους τον Γερμανό ναύαρχο Γκόπφεν, κατέβηκε στην αποβάθρα του Λευκού Πύργου. Μαζί του ήταν και ο υπασπιστής του ταγματάρχης Φραγκούδης.

Στην συμβολή της οδού Β. Όλγας, ο Αλέξανδρος Σχινάς πλησίασε και από μικρή απόσταση πυροβόλησε καίρια τον Γεώργιο Α΄. Έπειτα προσπάθησε να πυροβολήσει και τον υπασπιστή του αλλά εκείνος πρόλαβε και τον αφόπλισε. Ο Σχινάς συνελήφθη από δυο χωροφύλακες που βρίσκονταν σ εκείνο το σημείο.

Ο τραυματισμένος Γεώργιος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο «Παπάφειο Ίδρυμα», αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να του προσφέρουν καμία βοήθεια αφού ο Γεώργιος ήταν ήδη νεκρός. Αμέσως η πόλη τέθηκε σε κατάσταση επιφυλακής, τα καταστήματα έκλεισαν κι άρχισαν οι καμπάνες των εκκλησιών να χτυπούν πένθιμα.

Η σορός του Γεωργίου ταριχεύθηκε και για πολλές μέρες εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Μεταφέρθηκε στον Πειραιά και στις 20 Μαρτίου και κηδεύτηκε στο βασιλικό ανάκτορο στο Τατόι.

05 Μαρτίου 1871: γεννιέται η κομουνίστρια πολιτικός και επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ. Δολοφονείται το 1919 στο Βερολίνο.


Η Ρόζα Λούξεμπουργκ (5 Μαρτίου 1870 ή 1871 – 15 Ιανουαρίου 1919, στα Γερμανικά Rosa Luxemburg, στα Πολωνικά Róża Luksemburg) ήταν Γερμανοεβραία γεννημένη στην Πολωνία, μαρξίστρια πολιτική θεωρητικός, σοσιαλιστική φιλόσοφος και επαναστάτρια που ανήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας και αργότερα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας.

Ξεκίνησε τη δράση της με την εφημερίδα Η Κόκκινη Σημαία, όπου και συνίδρυσε το Σπάρτακουσμπουντ (Spartakusbund), μια μαρξιστική επαναστατική ομάδα από την οποία και δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας με το οποίο έλαβε μέρος σε μια ανεπιτυχή επανάσταση στο Βερολίνο τον Ιανουάριο του 1919.

Η εξέγερση εκτελέστηκε ενάντια στις συμβουλές της Ρόζας και συνετρίβη από τα απομεινάρια του μοναρχικού στρατού και από ελεύθερες δεξιές πολιτοφυλακές που συλλογικά ονομάζονταν Φράικορπς (Freikorps), οι οποίες εστάλησαν από την κυβέρνηση. Η Λούξεμπουργκ και εκατοντάδες άλλοι συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ γεννήθηκε ως Ροζαλία Λούξεμπουργκ στις 5 Μαρτίου του 1870 ή 1871 στο Ζάμος (Zamość) κοντά στο Λούμπλιν (Lublin) στην τότε ελεγχόμενη από τους Ρώσους Πολωνία. Γεννήθηκε σε μια Εβραϊκή οικογένεια. Οι πηγές διαφέρουν ως προς το έτος γέννησής της – έδωσε ως έτος γέννησης το 1871 στο βιογραφικό της σημείωμα για το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, αλλά το απολυτήριο Λυκείου της (Abitur) το 1887 αναγράφει πως ήταν 17, άρα γεννημένη το 1870. Ήταν το πέμπτο παιδί του Εβραίου εμπόρου ξυλείας Eliasz Luxemburg III και της συζύγου του Line (πατρικό όνομα: Löwenstein). Η Ρόζα είχε ελλιπή σωματική ανάπτυξη και αντιμετώπιζε σωματικές δυσκολίες σε ολόκληρη τη ζωή της.

Μετά την μετακόμιση της οικογένειάς της στη Βαρσοβία, η Ρόζα παρακολούθησε εκεί ένα Γυμνάσιο θηλέων από το 1880. Ακόμα και εκείνη την πρώιμη εποχή ήταν μέλος του «Προλεταριάτου», ενός αριστερού Πολιτικού κόμματος, από το 1886. Το Προλεταριάτο είχε ιδρυθεί το 1882, είκοσι χρόνια πριν από τα Ρωσικά εργατικά κόμματα, και ξεκίνησε με την οργάνωση μιας γενικής απεργίας. Ως αποτέλεσμα, πέντε από τους ηγέτες του εκτελέστηκαν και το κόμμα διαλύθηκε. Μερικά από τα μέλη του κατάφεραν να συναντώνται κρυφά. Η Ρόζα προσχώρησε σε ένα από αυτά

Αφού απομακρύνθηκε στην Ελβετία λόγω επικείμενης προφυλάκισης το 1889, παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, μαζί με άλλες σοσιαλιστικές μορφές όπως ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι και ο Leo Jogiches. Σπούδασε φιλοσοφία, ιστορία, πολιτική, οικονομικά και μαθηματικά ταυτόχρονα. Τα θέματα εξειδίκευσής της ήταν η Staatswissenschaft (κατά λέξη επιστήμη κρατών, σήμερα λέγονται οικονομικά), ο Μεσαίωνας και οι οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις.

Το 1890 οι νόμοι του Μπίσμαρκ εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας ακυρώθηκαν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) είχε τη νόμιμη ικανότητα να διεκδικήσει έδρες στο Ράιχσταγκ. Αλλά παρά την επαναστατική τους ρητορική, τα σοσιαλιστικά μέλη του κοινοβουλίου εστίασαν όλο και περισσότερο στην απόκτηση επιπλέον κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων και στον υλικό πλούτο.

Αντιθέτως, η Ρόζα Λούξεμπουρκ έμεινε πιστή στις επαναστατικές Μαρξιστικές της αρχές. Το 1893, μαζί με τους Leo Jogiches και Julian Marchlewski (άλλως γνωστός ως Julius Karski), ίδρυσε την εφημερίδα Sprawa Robotnicza (Εργατική Υπόθεση), σε αντιπολίτευση των εθνικιστικών πολιτικών του Πολωνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η Λούξεμπουργκ πίστευε πως η ανεξαρτητοποίηση της Πολωνίας θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από επαναστάσεις στη Γερμανία, την Αυστρία και τη Ρωσία. Υποστήριξε πως η μάχη θα έπρεπε να είναι ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό, και όχι για μια ανεξάρτητη Πολωνία. Η Λούξεμπουργκ αρνήθηκε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης για τα έθνη που βρίσκονταν υπό καθεστώς σοσιαλισμού, πράγμα που αργότερα έφερε εντάσεις με τον Βλαντιμίρ Λένιν.

Μαζί με τον Leo Jogiches, συνίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας (SDKP), που αργότερα έγινε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας (SDKPiL), αφού συνασπίστηκε με την σοσιαλδημοκρατική οργάνωση της Λιθουανίας. Παρόλο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της στη Γερμανία, η Λούξεμπουργκ παρέμεινε η βασική θεωρητικός των Πολωνών Σοσιαλδημοκρατών, και οδήγησε το κόμμα σε συνεργασία με τον Jogiches, τον βασικό του οργανωτή.

Το 1898, η Λούξεμπουργκ απέκτησε Γερμανικά πολιτικά δικαιώματα μέσω του γάμου της με τον Gustav Lübeck, και μετακόμισε στο Βερολίνο. Δραστηριοποιήθηκε στο αριστερό ρεύμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD), όπου όρισε με οξύτητα το όριο μεταξύ της ομάδας της και της Ρεβιζιονιστικής Θεωρίας του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, επιτιθέμενη του το 1899 σε μια μπροσούρα που τιτλοφορείτο «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Η ρητορική δεινότητα της Λούξεμπουργκ σύντομα την έκανε ηγετική εκπρόσωπο του κόμματος. Γενικά, κατήγγειλε την αυξανόμενα κομφορμιστική κοινοβουλευτική πορεία του SPD μπροστά στην αυξανόμενα φανερή πιθανότητα πολέμου. Η Λούξεμπουργκ επέμενε πως η κρίσιμη διαφορά μεταξύ του κεφαλαίου και των εργατών θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο αν το προλεταριάτο αναλάμβανε την εξουσία και λάμβαναν χώρα επαναστατικές αλλαγές στο συνολικό περιβάλλον των παραγωγικών μεθόδων. Ήθελε να εγκαταλείψουν το SPD οι Ρεβιζιονιστές. Αυτό δεν συνέβη, αλλά τουλάχιστον η ηγεσία του κόμματος από τον Καρλ Κάουτσκυ κράτησε στο πρόγραμμα τον Μαρξισμό, ακόμα κι αν ο βασικός του στόχος ήταν να βελτιώσει τον αριθμό των εδρών που είχε το κόμμα στο Ράιχσταγκ.

Από το 1900 η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξέφρασε τις γνώμες της για τα ισχύοντα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα σε διάφορα άρθρα σε εφημερίδες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι επιθέσεις της στον Γερμανικό μιλιταρισμό και ιμπεριαλισμό έγιναν ισχυρότερες καθώς προείδε την προσέγγιση του πολέμου, και προσπάθησε να πείσει το SPD να κατευθυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Η Λούξεμπουργκ ήθελε να οργανώσει μια γενική απεργία για να διεγείρει την αλληλεγγύη των εργατών και να εμποδίσει τον πόλεμο, αλλά η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε, και το 1910 διασπάστηκε από τον Κάουτσκυ.

Μεταξύ του 1904 και του 1906 η δουλειά της διακόπηκε από τρεις περιόδους φυλακής για πολιτικές δραστηριότητες.

Παρόλα αυτά, η Λούξεμπουργκ συνέχισε τις πολιτικές της δραστηριότητες. Το 1907 πήρε μέρος στην Πέμπτη Κομματική Μέρα των Ρώσων Σοσιαλδημοκρατών στο Λονδίνο, όπου συνάντησε τον Βλαντιμίρ Λένιν. Στο Δεύτερο Διεθνές (Σοσιαλιστικό) Συνέδριο στην Στουτγάρδη, πρότεινε μια απόφαση, που έγινε δεκτή, όλα τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών να ενωθούν στις προσπάθειές τους να σταματήσουν τον πόλεμο.

Την περίοδο εκείνη η Λούξεμπουργκ άρχισε να διδάσκει Μαρξισμό και Οικονομικά στο κομματικό εκπαιδευτικό κέντρο του SPD στο Βερολίνο. Ένας από τους μαθητές της ήταν ο μετέπειτα ηγέτης του SPD, πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Φρίντριχ Έμπερτ.

Το 1912 η θέση της ως εκπρόσωπος του SPD έφερε την Λούξεμπουργκ σε συνέδρια των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών όπως αυτό του Παρισιού. Μαζί με τον Γάλλο σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές, διαβεβαίωσαν πως σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος, τα Ευρωπαϊκά κόμματα εργατών ήταν δεσμευμένα να προχωρήσουν σε γενική απεργία. Όταν έκανε την εμφάνισή της η κρίση στα Βαλκάνια το 1914, ο πόλεμος έμοιαζε περισσότερο αναπότρεπτος και η Λούξεμπουργκ οργάνωσε διαδηλώσεις (π.χ. στην Φρανκφούρτη) καλώντας σε αντίρρηση συνείδησης για στρατιωτικές υπηρεσίες και σε άρνηση εκτέλεσης οδηγιών. Εξαιτίας αυτού, κατηγορήθηκε για «παρακίνηση σε ανυπακοή εναντίον του "νόμου και τάξης" της εξουσίας» και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκισης. Η φυλάκισή της όμως δεν ξεκίνησε αμέσως και έτσι είχε τη δυνατότητα να πάρει μέρος σε μια συνάντηση του Σοσιαλιστικού Γραφείου τον Ιούλιο. Απογοητεύτηκε εκεί όταν είδε πως ο εθνικισμός των εργατικών «κομμάτων» ήταν δυνατότερος από την ταξική τους συνείδηση.

Στις 28 Ιουλίου ξεκίνησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος όταν η Αυστρο-Ουγγαρία κύρηξε τον πόλεμο στη Σερβία. Στις 3 Αυγούστου του 1914 η Γερμανική Αυτοκρατορία κύρηξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Την επόμενη μέρα, το Ράιχσταγκ ομόφωνα συμφώνησε να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο με πολεμικά δάνεια. Όλοι οι εκπρόσωποι του SPD ψήφισαν υπέρ του λογαριασμού αυτού και επίσης το κόμμα συμφώνησε σε μια ανακωχή («Burgfrieden») με την κυβέρνηση, υποσχόμενο να απέχει από οποιαδήποτε απεργία στη διάρκεια του πολέμου. Για την Λούξεμπουργκ, αυτό ήταν μια προσωπική καταστροφή που την οδήγησε να σκεφτεί για λίγο ακόμα και την αυτοκτονία: Ο Ρεβιζιονισμός, εναντίον του οποίου είχε πολεμήσει από το 1899, είχε θριαμβεύσει και ο πόλεμος βρισκόταν εν εξελίξει.

Μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και μερικούς άλλους όπως οι Κλάρα Τσέτνικ και Φραντς Μέρινγκ, η Λούξεμπουργκ δημιούργησε την ομάδα Internationale στις 5 Αυγούστου 1914. Αυτή έγινε η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία την 1 Ιανουαρίου 1916. Δημιούργησαν έναν αριθμό παρανόμων φυλλαδίων με την υπογραφή «Σπάρτακος» (Spartacus) από το όνομα του Θράκα μονομάχου που προσπάθησε να απελευθερώσει σκλάβους από τους Ρωμαίους. Η ίδια η Λούξεμπουργκ πήρε το όνομα «Junius» από τον Λούκιους Γιούνιους Βρούτους, πού λέγεται πως ίδρυσε την Ρωμαϊκή Δημοκρατία.

Η ομάδα απέρριψε την «παύση πυρός» του SPD με την Γερμανική κυβέρνηση υπό τον Κάιζερ Βίλχελμ ΙΙ στο ζήτημα της υποστήριξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πολέμησε σφόδρα εναντίον του, προσπαθώντας να οδηγήσει μια γενική απεργία. Ως αποτέλεσμα, μέχρι τις 28 Ιουνίου του 1916 η Λούξεμπουργκ καταδικάστηκε σε φυλάκιση δυόμιση ετών, περίπου την ίδια περίοδο όπως και ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή μετατέθηκε δύο φορές, πρώτα στο Πόζναν και μετά στο Βρότσλαβ (Wrócław). Εκείνη την εποχή έγραψε αρκετά άρθρα, χρησιμοποιώντας το όνομα «Γιούνιους», τα οποία περνούσαν λαθραία έξω οι φίλοι της και τα εξέδιδαν παρανόμως. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνονταν Η Ρώσικη Επανάσταση, που κριτίκαρε τους Μπολσεβίκους για μια σειρά αιτιών, και προνοητικά προειδοποιούσε για τον κίνδυνο ανάπτυξης δικτατορίας κάτω από την Μπολσεβίκικη εξουσία. (Παρόλα αυτά συνέχισε να καλεί σε μια «δικτατορία του προλεταριάτου» σύμφωνα με το Μπολσεβίκικο μοντέλο.) Σε αυτό το περιβάλλον έγραψε και το διάσημο «Freiheit ist immer die Freiheit des Andersdenkenden» (Η ελευθερία είναι πάντα και αποκλειστικά ελευθερία γι’ αυτόν που σκέφτεται διαφορετικά). Μια άλλη έκδοση, τον Ιούνιο του 1916, ήταν το Die Krise der Sozialdemokratie (Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας.)

Το 1917, όταν οι ΗΠΑ μπήκαν στον πόλεμο, η Σπαρτακιστική Ομοσπονδία συνδέθηκε με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD), μια άλλη ομάδα αντιπολεμικών πρώην μελών του SPD, ιδρυμένη από τον Καρλ Κάουτσκυ. Στις 9 Νοεμβρίου του 1918 το USPD έφτασαν στην εξουσία ως ηγέτες της νέας δημοκρατίας μαζί με το SPD, μετά την παραίτηση του Κάιζερ. Αυτό ακολούθησε μια επανάσταση (η Γερμανική επανάσταση) που είχε ξεκινήσει στο Κίελο στις 4 Νοεμβρίου του 1918, όταν σαράντα χιλιάδες ναυτικοί και πεζοναύτες κατέλαβαν το λιμάνι ως διαμαρτυρία σε μια προτεινόμενη από την Γερμανική Ναυτική Διοίκηση συμπλοκή με το Βρετανικό Ναυτικό, παρά το γεγονός πως ήταν ξεκάθαρο πια πως ο πόλεμος είχε χαθεί. Μέχρι τις 8 Νοεμβρίου, Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Γερμανίας, θέτοντας τα θεμέλια για την αποκαλούμενη Räterepublik («Δημοκρατία Συμβουλίων») βασισμένη στο σύστημα των Σοβιέτ που παρατηρήθηκαν στη Ρωσία στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917.

Η Λούξεμπουργκ απελευθερώθηκε από την φυλακή στο Βρότσλαβ στις 8 Νοεμβρίου του 1918 και ο Λίμπκνεχτ είχε επίσης απελευθερωθεί πρόσφατα και αναδιοργανώσει την Ομοσπονδία Σπάρτακος. Μαζί έκαναν την εφημερίδα Die rote Fahne (η Κόκκινη Σημαία). Σ' ένα από τα πρώτα άρθρα που συνέγραψε, η Λούξεμπουργκ απαίτησε αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και κάλεσε στον τερματισμό της θανατικής ποινής.

Ωστόσο, το ενωμένο μέτωπο διαχωρίστηκε στα τέλη του Δεκέμβρη του 1918 καθώς το USPD εγκατέλειψε τον συνασπισμό σε διαμαρτυρία για τους παρατηρούμενους συμβιβασμούς του SPD με το (καπιταλιστικό) στάτους κβο. Την 1 Ιανουαρίου του 1919 η Ομοσπονδία Σπάρτακος μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών της Γερμανίας, IKD) δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), πάνω απ' όλα με την πρωτοβουλία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ υποστήριξε την συμμετοχή του KPD εθνική συνταγματική συνέλευση που τελικά θα ίδρυε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά καταψηφίστηκε. Τον Ιανουάριο ένα δεύτερο επαναστατικό κύμα σάρωσε τη Γερμανία, το οποίο μερικοί από την ηγεσία του KPD, συμπεριλαμβανομένης και της Λούξεμπουργκ, ήταν διστακτικοί να το ενθαρρύνουν προβλέποντας το άσχημο τέλος του (αλλά άλλοι προσπάθησαν να το εκμεταλλευτούν). Σε απάντηση, ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης, Φρίντριχ Έμπερτ χρησιμοποίησε εθνικιστικές πολιτοφυλακές, τα λεγόμενα Freikorps (Φράικορπς), για να καταστείλει την επανάσταση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ συνελήφθησαν στο Βερολίνο από τα Φράικορπς στις 15 Ιανουαρίου του 1919 και δολοφονήθηκαν την ίδια μέρα. Η Λούξεμπουργκ σφυροκοπήθηκε μέχρι θανάτου με χτυπήματα τουφεκιών και ρίχτηκε σε ένα κοντινό ποτάμι και ο Λίμπκνεχτ πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και έπειτα τοποθετήθηκε ως άγνωστο σώμα σε κοντινό νεκροφυλάκιο. Εκατοντάδες μέλη του KPD εκτελέστηκαν με παρόμοιους τρόπους, και τα συμβούλια κατεστάλησαν.