Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

18 Φεβρουαρίου 1943: Οι Ναζί συλλαμβάνουν στη Γερμανία μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης Λευκό Ρόδο.

Τα αδέλφια Σόφι και Χανς Σολ
Το Λευκό Ρόδο ήταν αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη ναζιστική Γερμανία από τον Ιούνιο του 1942 μέχρι το Φεβρουάριο του 1943. Στο διάστημα αυτό, τα μέλη της, που ήταν κυρίως φοιτητές, τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα και έριξαν στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου έξι φυλλάδια, με τα οποία προσπάθησαν να αφυπνίσουν το γερμανικό λαό και να τον ξεσηκώσουν κατά του ναζιστικού καθεστώτος.

Μέλη της οργάνωσης
Τον βασικό πυρήνα της οργάνωσης αποτελούσαν οι: Σόφι και Χανς Σολ, Άλεξ Σμόρελ, Βίλι Γκραφ, Κρίστοφ Προμπστ, Ίνγκε Σολ, Τράουτε Λάφρεντζ, Καταρίνα Σουέντεκοπφ, Λίζελοτ Μπερντλ, Φαλκ Χάρνακ και ο καθηγητής φιλοσοφίας Κουρτ Χούμπερ. Τα μέλη της οργάνωσης κινούνταν από ανθρωπιστικά και πνευματικά κίνητρα, απέρριπταν το φασισμό και το μιλιταρισμό και πίστευαν σε μια ενωμένη Ευρώπη, στην ποία θα κυριαρχούσε η ανοχή και η δικαιοσύνη. Επηρεάστηκαν από την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη του Αλέξανδρου Σμόρελ, ο οποίος πρότεινε και τον τίτλο "Λευκό Ρόδο" από ένα απόσπασμα του βιβλίου "Οι αδελφοί Καραμαζώφ" του αγαπημένου του συγγραφέα Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, αλλά και από το German Youth Movement του οποίου ήταν μέλος ο Κρίστοφ Προμπστ.

Σύλληψη και εκτέλεση
Στις 18 Φεβρουαρίου του 1943, η Σόφι Σολ και ο αδελφός της Χανς πήγαν με μια τσάντα γεμάτη με αντίτυπα του έκτου φυλλαδίου στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και τα έριξαν, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, στους διαδρόμους του κτιρίου. Φεύγοντας, είδαν ότι είχαν μείνει μερικά φυλλάδια στην τσάντα και επέστρεψαν στην εσωτερική αυλή του Πανεπιστημίου για να τα ρίξουν και αυτά. Τους είδε όμως ο φύλακας και έτσι συνελήφθησαν από την αστυνομία. Στη συνέχεια, συνελήφθησαν και άλλα μέλη της οργάνωσης. Στις 22 Φεβρουαρίου του 1943 δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο δια αποκεφαλισμού η Σόφι Σολ (22 χρονών), ο αδερφός της Χανς (25 χρονών) και ο Κρίστοφ Προμπστ (24 χρονών). Ο Άλεξ Σμόρελ (26 χρονών) και ο καθηγητής Χούμπερ (50 χρονών) εκτελέστηκαν επίσης δια αποκεφαλισμού στις 13 Ιουλίου του 1943 ενώ ο Βίλι Γκραφ (25 χρονών) στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

Φυλλάδια
Το τελευταίο φυλλάδιο το έβγαλαν λαθραία από τη Γερμανία μετά τις εκτελέσεις των μελών της οργάνωσης άλλα μέλη που είχαν γλυτώσει: οι Σύμμαχοι το τύπωσαν σε χιλιάδες αντίτυπα που τα έριξαν με αεροπλάνα σε πόλεις τις ναζιστικής Γερμανίας. Τα αντίτυπα αυτά είχαν τίτλο "Το Μανιφέστο των φοιτητών του Μονάχου".
Το πρώτο φυλλάδιο έγραφε μεταξύ άλλων:
Ποιος από εμάς μπορεί να φανταστεί την ντροπή που θα πέσει επάνω μας και επάνω στα παιδιά μας όταν θα βγουν στο φως τα τρομερά εγκλήματα που ξεπερνούν την ανθρώπινη φαντασία;
ενώ το δεύτερο:
Μετά την κατάκτηση της Πολωνίας, 300.000 Εβραίοι δολοφονήθηκαν σ αυτή τη χώρα με τον πιο κτηνώδη τρόπο. Οι Γερμανοί κοιμούνται τον ηλίθιο ύπνο τους και ενθαρρύνουν τους φασίστες εγκληματίες.

Το δε τέταρτο περιείχε το απόσπασμα:
Κάθε λέξη ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Χίτλερ εἶναι ἕνα ψέμα. Ὅταν μιλᾶ γιὰ εἰρήνη, ἐννοεῖ τὸν πόλεμο καὶ ὅταν κατὰ τρόπο βλάσφημο χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Παντοδύναμου, ἐννοεῖ τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ, τὸν ἐκπεσόντα ἄγγελο, τὸ Σατανᾶ. Τὸ στόμα τοῦ εἶναι τὸ δύσοσμο στόμιο τῆς Κολάσεως καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ ἐκ βάθρων καταραμένη.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνιστοῦμε κατὰ τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ τρομοκρατικοῦ κράτους μὲ ὀρθολογικὰ μέσα. Ὅμως, ὁποιοσδήποτε ἐξακολουθεῖ νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν πραγματικότητα, τὴν ὕπαρξη δαιμονικῶν δυνάμεων, θὰ ἔχει ἀποτύχει σὲ μεγάλο βαθμὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ μεταφυσικὴ διάσταση αὐτοῦ τοῦ πολέμου. Πίσω ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα, ὁρατὰ περιστατικά, πίσω ἀπὸ ὅλες τὶς ἀντικειμενικὲς καὶ λογικὲς διαπιστώσεις, βρίσκουμε τὸ ὑπέρλογο στοιχεῖο: Τὸν ἀγώνα ἐνάντια στὸ δαίμονα, ἐνάντια στοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἀντιχρίστου.
Παντοῦ καὶ πάντοτε, οἱ δαίμονες παραμόνευαν στὸ σκοτάδι, περιμένοντας τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος: ὅταν μὲ τὴ δική του βούληση ἐγκαταλείπει τὴ θέση του στὴν τάξη τῆς Δημιουργίας, ὅπως δημιουργήθηκε γι’ αὐτὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐν ἐλευθερίᾳ – ὅταν ὑποχωρεῖ στὴ δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὶς ἄνωθεν δυνάμεις – κι ἀφοῦ θεληματικᾶ κάνει τὸ πρῶτο βῆμα, ὁδηγεῖται ὀλένα στὸ ἑπόμενο μὲ ραγδαία ἐπιταχυνόμενο ρυθμό.
Παντοῦ καὶ σὲ ὅλους τους καιροὺς τῆς μεγαλύτερης κρίσης, ἔχουν ἐμφανισθεῖ ἄνθρωποι, προφῆτες καὶ ἅγιοι, ποὺ πονοῦσαν γιὰ τὴν ἐλευθερία, κήρυξαν τὸν Μοναδικὸ Θεό, καὶ μὲ τὴ βοήθειά Του ὁδήγησαν τὸ λαὸ στὴν ἀντιστροφὴ τῆς πτωτικῆς του πορείας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι, βέβαια, ἐλεύθερος, ἀλλὰ χωρὶς τὸν ἀληθινὸ Θεὸ εἶναι ἀνυπεράσπιστος ἐνάντια στὸ κακό. Εἶναι σὰν καράβι χωρὶς πηδάλιο, στὸ ἔλεος τῆς θύελλας, σὰν μικρὸ παιδὶ χωρὶς τὴ μητέρα του, σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται στὸν ἀέρα. Καὶ σὲ ρωτάω, σὰν Χριστιανὸ ποὺ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴ διαφύλαξη τοῦ πιὸ πολύτιμου θησαυροῦ σου, μήπως διστάζεις, μήπως ξεπέφτεις στὴ δολιότητα, τὸν ὑπολογισμὸ καὶ τὴν ἀναβλητικότητα, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι κάποιος ἄλλος θὰ σηκώσει τὸ χέρι γιὰ νὰ σὲ ὑπερασπίσει; Δὲν σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ δύναμη καὶ τὴ θέληση νὰ ἀγωνιστεῖς; Πρέπει νὰ χτυπήσουμε τὸ κακὸ ἐκεῖ ποὺ εἶναι πιὸ δυνατό, καὶ εἶναι πιὸ δυνατὸ στὴν ἐξουσία τοῦ Χίτλερ.
Και τελείωνε ως εξής:
Δε θα σωπάσουμε. Είμαστε η συνείδησή σας. Ποτέ δε θα κάνουμε ειρήνη μαζί σας.

Μνήμη
Η πλατεία όπου βρίσκεται το κεντρικό κτίριο του πανεπιστημίου του Μονάχου ονομάζεται Geschwister-Scholl-Platz και η απέναντι πλατεία Professor-Huber-Platz. Στο Μόναχο υπάρχει και η οδός Σμόρελ ενώ μνημείο για την ομάδα του Λευκού Ρόδου υπάρχει και στο Μαρβούργο.
Η σύλληψη των μελών της οργάνωσης με εστίαση στην Sophia Magdalena Scholl παρουσιάζεται στην ταινία του 2005 "Οι τελευταίες μέρες της Σόφι Σολ".
Ο Αλέξανδρος Σμόρελ, πιστός Ορθόδοξος χριστιανός, αγιοποιήθηκε από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς στις 4 Φεβρουαρίου 2012. Η αγιοποίηση αυτή αναγνωρίστηκε αργότερα και από την Ρωσική Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται την 13η Ιουλίου.

18 Φεβρουαρίου 1993: πεθαίνει ο σκηνοθέτης Κώστας Καραγιάννης, γνωστός κυρίως από τις μεγάλες επιτυχίες του την εποχή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Κώστας Καραγιάννης (1932-1993) ήταν Έλληνας σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Θεωρείται ως ο πιο παραγωγικός σκηνοθέτης του ελληνικού κινηματογράφου, καθώς σκηνοθετούσε γύρω στις 10-12 ταινίες το χρόνο. Σε νεαρή ηλικία πηγαίνει στη Γαλλία για να σπουδάσει αρχικά σε σχολή ραπτικής, όμως στη συνέχεια ο κόσμος του κινηματογράφου τον μάγεψε και ξεκίνησε να δουλεύει ως βοηθός γενικών καθηκόντων σε διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές. Επιστρέφει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '60 και ξεκίνησε να σκηνοθετεί, να γράφει σενάρια αλλά και να αναλαμβάνει την παραγωγή ελληνικών ταινιών.

Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε για τη Φίνος Φιλμς το 1961 έκοψε έναν πολύ μικρό αριθμό εισιτηρίων, μόλις 15, έχοντας ως αποτέλεσμα ο Φιλοποίμην Φίνος να τον διώξει. Αυτό όμως δεν τον άφησε να χάσει το θάρρος του. Συνέχισε να εργάζεται ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός μέχρι το 1966, που μαζί με τον οπερατέρ Αντώνη Καρατζόπουλο, ιδρύουν τη γνωστότερη μετά τη Finos Films εταιρεία κινηματογραφικών παραγωγών, την "Καραγιάννης - Καρατζόπουλος", η οποία δημιούργησε συνολικά 118 ταινίες.

Εργαζόταν εντατικά, ήταν αυστηρός και οξύθυμος στη δουλειά του, ενώ στην προσωπική του ζωή ήταν άνθρωπος με χιούμορ.

Στη δεκαετία του '80 έκανε την παραγωγή πολλών βιντεοταινιών και επίσης στη δεκαετία του '70 συνεργάστηκε και με ξένους κινηματογραφικούς οίκους, ενώ ήταν και παραγωγός πολλών τηλεοπτικών σειρών. Συνολικά σκηνοθέτησε 101 ταινίες.

Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1993 στην Αθήνα.

18 Φεβρουαρίου 1952: Η Ελληνική Βουλή επικυρώνει τη συμφωνία ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ, με μόνες αρνητικές ψήφους τις οκτώ της ΕΔΑ και τη μία του Μιχάλη Κύρκου.


Η Ελλάδα εισήλθε στη Βορειοατλαντική Συμμαχία με το δεύτερο κύμα διεύρυνσης το 1952, επί κυβερνήσεως Νικόλαου Πλαστήρα. Η χώρα μας διένυε το τρίτο μετεμφυλιακό έτος, ενώ ο κόσμος βίωνε τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.

Η Ελληνική Βουλή επικυρώνει τη συμφωνία ένταξης της χώρας μας στο ΝΑΤΟ στις 18 Φεβρουαρίου 1952, με μόνες αρνητικές ψήφους τις οκτώ της ΕΔΑ και τη μία του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς Μιχάλη Κύρκου. Στην αγόρευσή του, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας δήλωσε: «Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος… δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό».

Μάταια ο Μιχάλης Κύρκος αντέτεινε ότι η Ελλάδα έχει συμφέρον να παραμείνει έξω από τη διαμάχη των δύο Συνασπισμών, με τους οποίους και πρέπει να επιδιώξει, ως σύμμαχος αμφοτέρων στον πόλεμο, σχέσεις φιλίας και συνεργασίας.

Στις 14 Αυγούστου του 1974 η οικουμενική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τον Αττίλα 2. Σε κυβερνητική ανακοίνωση αναφέρεται ότι «…το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του….»

Έξι χρόνια αργότερα και 70 μέρες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κυβέρνηση Ράλλη αποφασίζει την επάνοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ στις 19 Οκτωβρίου 1980. Η απόφαση γίνεται ευμενώς δεκτή από τις δυτικές κυβερνήσεις. Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Τας» μεταδίδει: «Η Ελλάδα ενέδωσε στις πιέσεις των Αμερικανών».

Στο εσωτερικό μέτωπο, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ εκφράζουν την πλήρη και έντονη αντίθεσή τους στην επανένταξη της χώρας μας στις δομές της Ατλαντικής Συμμαχίας και διοργανώνουν μαχητικά συλλαλητήρια. Ήταν η εποχή του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο».

πηγη: http://www.sansimera.gr/articles/180

18 Φεβρουαρίου 1929: Ανακοινώνεται στο Χόλιγουντ η θέσπιση των κινηματογραφικών βραβείων Όσκαρ, που θα απονεμηθούν στις 16 Μαΐου.

Τα Όσκαρ (αγγλικά: Oscar ή Academy Awards, που είναι και η επίσημη ονομασία τους) είναι τα σημαντικότερα κινηματογραφικά βραβεία. Απονέμονται από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών, η οποία το 2009 αριθμεί περίπου 6000 μέλη με δικαίωμα ψήφου.Η πρώτη απονομή τους έγινε στις 16 Μαίου του 1929 στο ξενοδοχείο "Ρούσβελτ" στο Χόλλυγουντ.Η ιδέα ανακοινώθηκε το 1927 από τον Λουις Μπ.Μάγερ και αυτό γιατί ηθελε να δώσει μια ιδιαίτερη αίγλη αλλά και να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού για τις κινηματογραφικές ταινίες

Η τελετή της απονομής των 83ων Βραβείων Όσκαρ έλαβε χώρα στο Θέατρο Κόντακ (Kodak Theatre) στο Χόλυγουντ στις 27 Φεβρουαρίου 2011.


Το Όσκαρ 
Ο Τζέιμς Στιούαρτ παραλαμβάνει το Όσκαρ του το 1941 για την ταινία Κοινωνικά σκάνδαλα (The Philadelphia Story).
Το Όσκαρ είναι ένα επιχρυσωμένο αγαλματίδιο από χαλκό και κασσίτερο, έχει ύψος 34εκ., ζυγίζει περίπου 4 κιλά και το σχεδίασε ο Τζορτζ Στάνλεϊ. Πρόκειται για έναν γυμνό άνδρα, ο οποίος καρφώνει ένα ξίφος σε μια μπομπίνα που έχει πέντε ακτίνες. Οι πέντε ακτίνες είναι για κάθε κλάδο της Ακαδημίας δηλαδή για τους παραγωγούς, τους σκηνοθέτες, τους σεναριογράφους, τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Για το όνομα του αγαλματιδίου έχουν ακουστεί αρκετά, ενώ εκείνη η εκδοχή που ακούγεται σαν πιο πιθανή είναι ότι μία υπάλληλος της ακαδημίας ονόματι Μάργκαρετ Χέρικ μόλις είδε το βραβείο είπε ότι μοιάζει σαν τον θείο της τον Όσκαρ.

Μέλη
Η Ακαδημία αριθμεί πάνω από 6.500 μέλη και είναι αρκετά δύσκολο να ενταχθεί κάποιος σε αυτήν. Συνήθως για να γίνει κάποιος μέλος πρέπει να προταθεί από τουλάχιστον δύο άλλα μέλη. Τα ονόματα των μελών δεν αποκαλύπτονται αν και κάποια ονόματα έχουν δει το φως της δημοσιότητας.

Υποψηφιότητες
Μια ταινία για να είναι υποψήφια θα πρέπει να έχει αρχίσει να προβάλλεται μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Θα πρέπει να έχει διάρκεια τουλάχιστον 40 λεπτά και να έχει γυριστεί σε φιλμ 35mm ή 70mm ή σε ψηφιακό φιλμ προοδευτικής σάρωσης με 24 ή 48 καρέ και ανάλυση τουλάχιστον 1280x720.

Κατηγορίες

  • Καλύτερη ταινία
  • Α' Ανδρικός ρόλος
  • Α' Γυναικείος ρόλος
  • Β' Ανδρικός ρόλος
  • Β' Γυναικείος ρόλος
  • Καλύτερη σκηνοθεσία
  • Καλύτερο διασκευασμένο σενάριο
  • Καλύτερο πρωτότυπο σενάριο
  • Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία
  • Καλύτερα σκηνικά
  • Καλύτερη φωτογραφία
  • Καλύτερα κοστούμια
  • Καλύτερο ντοκυμαντέρ
  • Καλύτερο ντοκυμαντέρ μικρού μήκους
  • Καλύτερο μοντάζ
  • Καλύτερο μακιγιάζ
  • Καλύτερη μουσική επένδυση
  • Καλύτερο πρωτότυπο τραγούδι
  • Καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων
  • Καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους
  • Καλύτερη ταινία μικρού μήκους
  • Καλύτερος ήχος
  • Καλύτερα ηχητικά εφέ
  • Καλύτερα οπτικά εφέ
  • Τιμητικό Όσκαρ


Η βραδιά των Όσκαρ
Η βραδιά των Όσκαρ είναι η πιο λαμπερή και μαγική βραδιά του Χόλυγουντ. Όλοι οι προσκεκλημένοι «παρελαύνουν» στο κόκκινο χαλί φορώντας δημιουργίες που έχουν εξασφαλίσει από διάσημους σχεδιαστές μόδας.

Μετάδοση 
Τα Όσκαρ προβάλλονταν παλιότερα τηλεοπτικά από το κανάλι NBC, ενώ τα 81α βραβεία προβλήθηκαν σε ζωντανή μετάδοση από το κανάλι ABC. Υπολογίζεται ότι τα παρακολουθούν κάθε χρόνο ζωντανά ή μαγνητοσκοπημένα περίπου ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι.


18 Φεβρουαρίου 1898: γεννιέται ο σχεδιαστής αυτοκινήτων και οδηγός αγώνων Ένζο Φεράρι.


To ξεκίνημα
Ο Enzo Anselmo Ferrari γεννήθηκε μια χιονισμένη μέρα του Φλεβάρη του 1898 στη Μόντενα κι ήταν γιός ενός επιτυχημένου σιδηρουργού, που κατασκεύαζε κυρίως στέγες σιδηροδρομικών σταθμών. Το επεισόδιο που καθόρισε τη ζωή του –αλλά και τη ζωή εκατομμυρίων φίλων του αυτοκινήτου- συνέβη στα δέκα του χρόνια, όταν πήγε με τον πατέρα του να παρακολουθήσει έναν αγώνα στη Μπολόνια, όπου αναμετρήθηκαν τα δύο αστέρια της εποχής, ο Felice Nazzaro και ο Vicenzo Lancia. Τότε γεννήθηκε μέσα του το όνειρο, όταν μεγαλώσει, να γίνει οδηγός αγώνων. Πράγματι, έτσι συνέβη: αρχής γενομένης το 1919 και για δέκα περίπου χρόνια ήταν ένας από τους εργοστασιακούς οδηγούς της Αlfa Romeo, με μεγαλύτερη διάκρισή του τη νίκη στο «Coppa Accerbo» το 1924. Εκείνη περίπου την εποχή, γοητεύτηκε από τον ήχο μιας 12κύλινδρης Packard, εκφράζοντας στους φίλους του την επιθυμία να κατασκευάσει κάποτε έναν τέτοιο κινητήρα για να ακούει «το τραγούδι των δώδεκα».

Οι επιτυχίες
Η ίδρυση της «Scuderia Ferrari» ήρθε το 1929, με αντικείμενό της την προετοιμασία και ευθύνη των αγωνιστικών αυτοκινήτων της Αlfa Romeo. Ως έμβλημά της ο Εnzo διάλεξε το οικόσημο του αεροπόρου Francesco Baracca, που σκοτώθηκε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι, μετέπειτα, χάρις στις νίκες της Ferrari σε όλα τα είδη αγώνων, το «όρθιο αλογάκι» έγινε διάσημο σε ολόκληρο τον κόσμο. Σελίδες δόξας με 144 νίκες σε 225 αγώνες γράφτηκαν ως το 1937, με πληθώρα άξιων οδηγών, από τους οποίους ξεχώριζε ο μεγάλος Τazio Nuvolari. Η ανεξάρτητη πορεία του Enzo ξεκίνησε μετά τον πόλεμο, με την κατασκευή της πρώτης επίσημης Ferrari το 1947. Οι νίκες, στις οποίες ήταν ήδη εθισμένος ο «Κομεντατόρε», άρχισαν αμέσως. Τις πρωτιές στο Τarga Florio και στο Mille Miglia διαδέχθηκαν οι δάφνες στη Formula 1, αρχής γενομένης από το Βρετανικό Grand Prix του 1951. Την περίοδο 1952-1953 ήρθαν και οι πρώτοι τίτλοι οδηγών από τον Αlberto Ascari, το μοναδικό μέχρι σήμερα Ιταλό πρωταθλητή στο θεσμό. Οι νίκες στις «24 ώρες» του Le Mans ξεκίνησαν το 1949 κι ολοκληρώθηκαν το 1965, ενώ σε όλο εκείνο το διάστημα το «Cavallino Rabante» έχασε μόνο δύο φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Αντοχής. Ο πρώτος τίτλος των κατασκευαστών στη Formula 1 ήρθε το 1961 με την πισωμήχανη «156 V6». Επίσης, τη δεκαετία εκείνη, η Ferrari έφτασε στην κορυφή και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αναβάσεων. Από τα χέρια του Εnzo πέρασαν όλοι σχεδόν οι μεγάλοι οδηγοί, επί 50 χρόνια: Tazio Nuvolari, Achille Varzi, Alberto Ascari, Juan Fangio, Mike Hawthorn, Wolfgang von Trips, John Surtees, Jackie Ickx, Niki Lauda και Gilles Villeneuve ήταν οι πιο σημαντικοί. Με αρχιμηχανικούς τους Vittorio Jano, Gioahino Colombo, Aurelio Lampredi και τη συνεργασία κυρίως της Carozzeria Pininfarina δημιουργήθηκαν οι σύγχρονοι θρύλοι της Αυτοκίνησης. Ανάμεσά τους, «166», «212», «Testarossa», «Superamerica», «250 GT» με μακρύ ή κοντό μεταξόνιο, «250 GTO», «330». Όλες, μύθος…

Ο ηγέτης και ο άνθρωπος
Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες γι αυτόν, άλλες κοντά στην αλήθεια και άλλες όχι. Ωστόσο, πάντα η πραγματική εικόνα βρίσκεται κάπου στη μέση: υποτιμούσε τις ικανότητες των οδηγών του, αλλά με δύο από αυτούς (τους Αntonio και Αlbertο Αscari) δήλωσε κάποτε πως «στον Παράδεισο θα μιλάει συνέχεια μαζί τους γι αγώνες». Ο λόγος είναι πως εκείνοι οι δύο ήταν δίπλα του και τον βοήθησαν να ξεκινήσει, σε ισάριθμες διαφορετικές φάσεις της ζωής του. Άλλωστε ήταν πολλοί εκείνοι που είχε χάσει στους αγώνες, οι περισσότεροι φίλοι και σύντροφοί του σε περιόδους δύσκολες, οπότε μια επικάλυψη σκληρότητας μαλάκωνε τον πόνο για την απώλειά τους. Όσο για το συναίσθημα αυτό, ο Ferrari είχε νοιώσει ό,τι χειρότερο, χάνοντας τον Ιούνιο του 1956 το γιό του Αlfredino από μια σπάνια κι ανίκητη ασθένεια. Εκείνη θα πρέπει να ήταν και η μοναδική ήττα που πράγματι αποδέχθηκε, γράφοντας για μία και μοναδική φορά στο ημερολόγιό του μια φράση απόλυτα αταίριαστη στο χαρακτήρα του: la partita e perduta (ο αγώνας χάθηκε). Παρά το χτύπημα που δέχθηκε από τη ζωή, ο Ferrari κατάφερε να σταθεί όρθιος και να συνεχίσει να δημιουργεί, σε αντίθεση με τον Εttore Bugatti που όταν έχασε το γιό του κατέρρευσε, με συνέπεια και εκείνος να πεθάνει ύστερα από λίγα χρόνια, αλλά και η εταιρεία του να αναστείλει τη δραστηριότητά της στα μέσα της δεκαετίας του ’50.

Έλεγαν ακόμα πως o Enzo αποφάσιζε τα πάντα μόνος του. Ναι, αλλά πριν γίνει αυτό περνούσαν μήνες συζητήσεων με τους συνεργάτες του, που διεξάγονταν σχεδόν αποκλειστικά σε εύθυμο περιβάλλον, ανάμεσα σε μεζέδες και ιταλικό κρασί. Κάπως έτσι πάρθηκε και η απόφαση για τη μετακόμιση του κινητήρα των μονοθεσίων της Formula 1, από την κλασική εμπρός θέση στο κέντρο του αμαξώματος και πίσω από τον οδηγό, προκειμένου η εταιρεία να περάσει σε μια νέα εποχή. Είχε σοβαρές αντιρρήσεις, ήταν πράγματι ο τελευταίος που υιοθετούσε κάθε καινοτομία, όμως στο τέλος το έκανε και τους νικούσε όλους! Το ίδιο έκανε κι όταν πιέστηκε από το περιβάλλον του να προσθέσει στη γκάμα της Ferrari V6 κινητήρες 2-2,5 λίτρων, αντιστάθηκε για πολύ καιρό, αλλά στο τέλος έστω και χωρίς το όρθιο αλογάκι στο καπώ γεννήθηκε η περίφημη σειρά των Dino. Eκεί που πήρε όλες τις αποφάσεις μόνος του ήταν το 1969, όταν έδωσε το 90% των μετοχών της εταιρείας του στη Fiat, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της και την απρόσκοπτη συμμετοχή της στους αγώνες. Στις δεκαετίες που πέρασαν, ο Εnzo δικαιώθηκε πλήρως για την επιλογή του. Στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του ξέροντας ότι το τέλος είναι πλέον πολύ κοντά είπε με δάκρυα στα μάτια πως «αισθάνεται τυχερός που τα κατάφερε, αλλά ένοχος επειδή επέζησε». Πίσω από την πλάτη του, στο γραφείο, δέσποζε o αγαπημένος του ζωγραφικός πίνακας, που απεικόνιζε την «312 ΡB», η οποία κέρδισε το 1972 για τελευταία φορά το Τarga Florio.

Πάνω από όλα, ο Enzo Ferrari ήταν μία τεράστιου διαμετρήματος προσωπικότητα, από αυτές που δε γίνεται να υπάρξουν ξανά…

πηγη: http://www.4troxoi.gr/default.php?pname=Article&cat_id=21&art_id=8333

18 Φεβρουαρίου 1883: γεννιέται στο Ηράκλειο της Κρήτης ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης.

Ο Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός

Βιογραφία 

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν γιος του καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού, Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932), και της Μαρίας (-1932) και είχε δύο αδελφές. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Παράλληλα, σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε αρκετές κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά και εξέδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος, όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγιά του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη.

Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Oι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία, ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Είχε, βέβαια, γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924, - το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926 - με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.

Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας, ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μιλάνε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίσθηκε στις 3 Απριλίου, αναβλήθηκε μερικές φορές και δεν έγινε ποτέ. Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία, όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση. Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα στην Τσεχοσλοβακία, όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba (μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crie) και Kapetan Elia. Τα έργα αυτά εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος Toda-Raba έγινε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.

Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.

To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών, που τα ονόμασε "κάντα". Αυτά ενσωματώθηκαν, αργότερα, σ' έναν τόμο με τον τίτλο Τερτσίνες (1960. Αργότερα, ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Η «Οδύσσεια» είχε φτάσει τους 42.000 στίχους. Αφαίρεσε, όμως, μερικές χιλιάδες ο Καζαντζάκης, γιατί θεωρούσε γούρικο αριθμό το 3. Για το έργο αυτό ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν την τελική του μορφή προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Η πρώτη αυτοέκδοση της «Οδύσσειας» έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1938 με χρήματα της Αμερικανίδας Joe MacLeod. Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά, ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλοδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO με αποστολή την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για τον σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος, κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.

Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε ποινές που θα επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου. Βέβαια, τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό της εκκλησίας. Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Ο «Ζορμπάς» του Καζαντζάκη, εκδόθηκε στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε, ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του, το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη. Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζακη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε σαν αριστερός.
 Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: 
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.

18 Φεβρουαρίου 1564: πεθαίνει ο ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας Μιχαήλ Άγγελος Μπουοναρότι, σε ηλικία 89 ετών



Ο Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι (Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6 Μαρτίου 1475 - 18 Φεβρουαρίου 1564), γνωστός περισσότερο ως Μιχαήλ Άγγελος, ήταν γλύπτης,ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.

Βιογραφία 

Ο Μιχαήλ Άγγελος γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1475, στο Καπρέζε της Ιταλίας, μια κωμόπολη 60 χλμ μακριά από τη Φλωρεντία και που σήμερα, προς τιμή του λέγεται, Καπρέζε Μικελάντζελο. Υπήρξε γιος του Λουντοβίκο ντι Μπουοναρότι ντι Σιμόνι και της Φραντσέσκα ντι Νέρι ντελ Μινιάτο ντι Σιένα. Η οικογένεια Μπουοναρότι είχε καταγωγή από παλαιά φλορεντική οικογένεια και μέλη της είχαν στο παρελθόν καταλάβει σημαντικά αξιώματα. Η οικονομική ευημερία της φαίνεται πως ανατράπηκε στα μέσα του 15ου αιώνα. Το1474, ο πατέρας του διορίστηκε ως τοποτηρητής (podestà) στην πόλη Κιούζι και αργότερα στο Καπρέζε. Ο Μιχαήλ Άγγελος είχε άλλα τέσσερα αδέρφια ενώ κατά την γέννα του τελευταίου, το 1481, η μητέρα του πέθανε. Αργότερα, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην πόλη Σετινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, όπου ο Λουντοβίκο εμπιστεύτηκε την ανατροφή του Μιχαήλ σε μία παραμάνα.

Παρά την εμφανή κλίση του στη ζωγραφική και κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του, σπούδασε αρχικά υπό την καθοδήγηση του ουμανιστή Φραντσέσκο ντ' Ουρμπίνο, αλλά το 1487 ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Εκεί ήρθε σε επαφή με την τεχνική της νωπογραφίας και εξασκήθηκε στο σχέδιο. Θεωρείται πιθανό πως ο Μιχαήλ Άγγελος παρέμεινε στο εργαστήριο του Γκιρλαντάγιο στην διάρκεια τριών ετών μαθητείας, σύμφωνα με σχετική σύμβαση που είχε υπογράψει ο πατέρας του το 1488, ωστόσο υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος. Επισκεπτόμενος τον Κήπο των Μεδίκων, όπου διατηρείτο σημαντική συλλογή από αρχαία γλυπτά υπό την εποπτεία του γλύπτη Μπρετόλντο ντι Τζοβάνι, διδάχθηκε την τέχνη της γλυπτικής ενώ παράλληλα γνώρισε τον Λορέντσο των Μεδίκων, επιφανή άρχοντα της Φλωρεντίας, ο οποίος τον εισήγαγε στην αυλή του. Εκπαιδεύτηκε δίπλα στους γιους του Λορέντσο, ενώ συνδέθηκε με τον Μαρσίλο Φιτσίνο και τον ποιητή Άντζελο Πολιτσιάνο καθώς και τις ιδέες του νεοπλατωνισμού. Σε αυτή την περίοδο, ο Μιχαήλ Άγγελος ολοκλήρωσε δύο μαρμάρινα ανάγλυφα, την Παναγία της Σκάλας (1490-1492) και την Μάχη των Κενταύρων (1491-1492), έργο κατά παραγγελία του Λορέντσο και βασισμένο σε ένα θέμα που πρότεινε ο Πολιτσιάνο.

Μετά το θάνατο του Λορέντσο, στις 8 Απριλίου του 1492, και αφού επέστρεψε για ένα διάστημα στο πατρικό του σπίτι, στη συνέχεια φιλοξενήθηκε στο μοναστήρι του Σάντο Σπίριτο (Santo Spirito), όπου του δόθηκε η δυνατότητα να αποκτήσει γνώσεις ανατομίας, μελετώντας τα πτώματα του γειτονικού νοσοκομείου. Σε ανταπόδοση της φιλοξενίας, ο Μιχαήλ Άγγελος φιλοτέχνησε έναν ξυλόγλυπτο Εσταυρωμένο (1493), έργο το οποίο δώρισε στο μοναστήρι. Στην ίδια χρονική περίοδο ανήκει και το πρώτο ίσως πολύ σημαντικό γλυπτό του, ο Ηρακλής, έργο που αρχικά τοποθετήθηκε στο Παλάτσο Στρότσι αλλά αργότερα μεταφέρθηκε στη Γαλλία όπου πιθανά καταστράφηκε τον 18ο αιώνα.

Ο Μιχαήλ Άγγελος παρέμεινε στην υπηρεσία των Μεδίκων, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον γιο του Λορέντσο, τον Πιέρο των Μεδίκων, ωστόσο το καθεστώς του επρόκειτο να καταρεύσει μετά από την άνοδο του μοναχού Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα και της απήχησης των κηρυγμάτων του. Υπό τον φόβο αντιποίνων, ως ευνοούμενος των Μεδίκων, ο Μιχαήλ Άγγελος εγκατέλειψε την Φλωρεντία και αφού έμεινε για ένα διάστημα στη Βενετία, εγκαταστάθηκε αργότερα στη Μπολόνια. Εκεί εξασφάλισε μία σημαντική παραγγελία για την ολοκλήρωση τριών ημιτελών γλυπτών, για την εκκλησία του Σαν Ντομένικο. Παρέμεινε στη Μπολόνια για περισσότερο από ένα χρόνο και επέστρεψε στη Φλωρεντία το Νοέμβριο του 1495. Ο Μιχαήλ Άγγελος, σε αντίθεση με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι που θεωρούσε τον Σαβοναρόλα φανατικό, επηρεάστηκε από τα κηρύγματά του, τα οποία ενδεχομένως να συνέβαλαν στην θρησκευτική του συγκρότηση.

Αποκαθήλωση (1499)
Στις 26 Ιουνίου του 1496, επισκέφτηκε τη Ρώμη. Νωρίτερα, είχε φιλοτεχνήσει έναν μαρμάρινο ερωτιδέα, του οποίου όμως η θεματολογία έκανε αδύνατη την πώλησή του, στο καθεστώς της Φλωρεντίας του Σαβοναρόλα. Για το λόγο αυτό, ο Λορέντσο Ποπολάνο, συγγενής των Μεδίκων, πρότεινε να αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του έργου ώστε να φαίνεται ως αρχαία δημιουργία. Με αυτό τον τρόπο πωλήθηκε στον καρδινάλιο Ραφαέλε Ριάριο, ο οποίος - όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η αλήθεια - προσκάλεσε τον Μιχαήλ Άγγελο στη Ρώμη προκειμένου να γνωρίσει τον ταλαντούχο καλλιτέχνη. Στη Ρώμη, ο Μικελάντζελο φιλοτέχνησε ένα Βάκχο μετά από παραγγελία του Ριάριο, ενώ αργότερα ανέλαβε την δημιουργία της πιετά (αποκαθήλωση) του Βατικανού, στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, έργο που απεικονίζει την Παναγία να κρατά στα χέρια της το σώμα του Χριστού μετά τη σταύρωση. H πιετά συνέβαλε καθοριστικά στην καταξίωσή του, ενώ αποτελεί και το μοναδικό έργο που φέρει την υπογραφή του Μικελάντζελο, ο οποίος φρόντισε να χαράξει τις λέξεις MICHEL ANGELUS BONAROTUS FLORENT FACIBAT.
Δαβίδ, Galleria dell'Accademia

Ο Μιχαήλ Άγγελος έμεινε στην πόλη της Ρώμης για περίπου πέντε χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Φλωρεντία, η οποία προερχόταν από μία περίοδο πολιτικής αστάθειας μετά την καταδίκη του Σαβοναρόλα. Χάρη στη φήμη που είχε αποκτήσει στη Ρώμη, ανέλαβε αρκετές παραγγελίες έργων. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η ανάθεση του Δαβίδ, για τον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, ενός μαρμάρινου γλυπτού μεγάλων διαστάσεων. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1504 προσδίδοντας μεγάλο κύρος στο Μικελάντζελο. Αποτέλεσε παράλληλα σύμβολο της νέας Φλωρεντιανής δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί τελικά στην Πιάτσα ντελα Σινιορία (Plazza della Signoria) μπροστά από το Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio).




Cappella Sistina 
Το 1505, ο Μιχαήλ Άγγελος επέστρεψε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του νέου Πάπα Ιουλίου Β΄, ο οποίος του ανέθεσε τη δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου. Το έργο αυτό τελικά έμεινε ημιτελές, ωστόσο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του, ο Μικελάντζελο αναλάμβανε παράλληλα και άλλες παραγγελίες. Μία από αυτές αφορούσε στην διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιξτίνα), με νωπογραφίες των δώδεκα Αποστόλων. Ο Μιχαήλ Άγγελος αντιπρότεινε ένα περισσότερο σύνθετο και φιλόδοξο εγχείρημα, δημιουργώντας τελικά, σε διάστημα τεσσάρων ετών (1508-1512), περισσότερες από 300 βιβλικές φιγούρες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις, όπως σκηνές από την Γένεση, την ιστορία του Νώε ή τη Δευτέρα Παρουσία. Τα τέσσερα αυτά χρόνια, λέγεται, οτι ο Μικελάντζελο δεν βγήκε από την Καπέλα Σιξτίνα παρά ελάχιστα και δεν επέτρεψε σε κανέναν να δει το έργο του, δημιουργώντας έτσι μια αναστάτωση, μια φήμη και πλήθος κόσμου σύρρεε έξω απο το Παρεκκλήσι. Σημαντική καινοτομία υπήρξε επίσης η απεικόνιση θεμάτων που προέρχονταν από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση, χωρίς άμεση σχέση με την χριστιανική θρησκεία, όπως οι Σίβυλλες. Ο θόλος ήταν τόσο ψηλά που επινόησε μία τεχνοτροπία. Ζωγράφισε παραμορφωμένες τις φιγούρες, έτσι ώστε ο θεατής που βρισκόταν αρκετα μέτρα πιο κάτω να τις έβλεπε κανονικές.


Στις αρχές του 1513 σημειώθηκε ο θάνατος του Ιουλίου Β΄ και ο διάδοχος του, Λέων Ι΄του ανέθεσε την ανακατασκευή της πρόσοψης της εκκλησίας του Σαν Λορέντσο, στη Φλωρεντία. Εργάστηκε για το σκοπό αυτό για τρία χρόνια, ωστόσο ο πάπας τελικά απέρριψε το σχέδιο. Στη συνέχεια ανέλαβε την ανέγερση ενός νέου σκευοφυλακίου για την ίδια εκκλησία, με σκοπό να περιέχει τους τάφους του Λορέντσο του Μεγαλοπρεπή, του αδελφού του Τζουλιάνο καθώς και των ομώνυμων πρόωρα χαμένων δουκών. Ο θάνατος του πάπα, το 1521 και η άνοδος του Αδριανού ΣΤ΄ αναστέλουν προσωρινά τις εργασίες, οι οποίες συνεχίστηκαν όταν στον παπικό θρόνο ανέβηκε ο Κλήμης Ζ΄. Αν και το έργο έμεινε ημιτελές, αποτελεί σημαντικό δείγμα της συνύπαρξης της αρχιτεκτονικής με τη γλυπτική, σύμφωνα με το καλλιτεχνικό όραμα του Μιχαήλ Άγγελου. Το 1528, του ανατέθηκε σημαντικός ρόλος για την υπεράσπιση της πόλης, απέναντι στα στρατεύματα του Καρόλου Ε΄ και ανέλαβε επόπτης των έργων οχύρωσής της. Πριν την πολιορκία της πόλης, κατέφυγε στη Γαλλία, προσκεκλημένος του Φραγκίσκου Α΄, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί λιποτάκτης, ωστόσο πολύ σύντομα υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η οποία έγινε δεκτή. Στις 12 Αυγούστου του 1530, η Φλωρεντία υπέγραψε συνθηκολόγηση, ενώ μετά την επιστροφή των Μεδίκων, ο Μιχαήλ Άγγελος παρέμεινε στην πόλη, συνεχίζοντας το έργο του πάνω στο σκευοφυλάκιο καθώς και στην Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη.


Τελευταία χρόνια 
Στις αρχές της δεκαετίας του 1530, επισκέφτηκε εκ νέου τη Ρώμη πραγματοποιώντας προσπάθεια να ολοκληρώσει τον Τάφο του Ιούλιου Β'. Οι εργασίες διακόπηκαν την περίοδο 1534-1541, όταν ανέλαβε να ζωγραφίσει την Δευτέρα Παρουσία στην Καπέλα Σιξτίνα. Στα τελευταία χρόνια της εξουσίας του πάπα Παύλου Γ', ανέλαβε επίσης μία σειρά από αρχιτεκτονικά έργα, με σημαντικότερα ίσως αυτά που αφορούσαν την αναμόρφωση της πλατείας του Καπιτωλίου και το Παλάτσο Φαρνέζε. Το 1546, διορίστηκε υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την ολοκλήρωση της κατασκευής της βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Τα σχέδια που ακολουθήθηκαν ανήκαν στον Ντονάτο Μπραμάντε, ωστόσο ο Μιχαήλ Άγγελος σχεδίασε το θόλο της, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε πριν το θάνατό του, αν και η τοποθέτησή του έλαβε χώρα μεταγενέστερα.

Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1564. Σύμφωνα με τον Βαζάρι, διατύπωσε τη διαθήκη του λέγοντας πως αφήνει "την ψυχή του στο Θεό, το σώμα του στη γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς συγγενείς". Η σορός του εναποτέθηκε σε μία σαρκοφάγο στην Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη, αλλά μετά από λίγες ημέρες, ο ανηψιός του, Λιονάρντο Μπουανόρι, ενορχήστρωσε την κλοπή της, μεταφέροντας το λείψανο στην Βασιλική του Αγίου Σταυρού (Santa Croce) της Φλωρεντίας, εκπληρώνοντας σχετική επιθυμία του ίδιου του Μιχαήλ Άγγελου.

18 Φεβρουαρίου 1546: πεθαίνει σε ηλικία 63 ετών ο Γερμανός Μαρτίνος Λούθηρος, ο ηγέτης της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.


Ο Μαρτίνος Λούθηρος


Ο Μαρτίνος Λούθηρος ήταν Γερμανός μοναχός, ιερέας, καθηγητής, θεολόγος, ηγέτης της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα στη Γερμανία, και θεμελιωτής των χριστιανικών δογμάτων και πρακτικών του Προτεσταντισμού.

Γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1483 στο Αϊσλέμπεν της Σαξονίας από φτωχή οικογένεια. Μετά τη γέννηση του, οι γονείς του εγκαταστάθηκαν στην πόλη Μάνσφελντ, όπου ο πατέρας του εργαζόταν στα εκεί μεταλλεία. Ο Λούθηρος ανατράφηκε μέσα σε ένα ευσεβές και αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον. Η ίδια αυστηρότητα επικρατούσε και στο λατινικό σχολείο, στο οποίο φοιτούσε. Τις βασικές του σπουδές τις έκανε στο Μαγδεβούργο και στο Άϊζεναχ όπου μια πλούσια αστική οικογένεια, του Κουντς Κόττα, τον πήρε στο σπίτι της. Εκεί, βρήκε δασκάλους, οι οποίοι τον δίδαξαν ανώτερα λατινικά, φιλολογία και ρητορική, ενώ ταυτόχρονα δούλευε ως πλανόδιος τραγουδιστής. Το 1501, με την οικονομική συμπαράσταση μιας πλούσιας χήρας, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης και σπούδασε φιλοσοφία. Κατά επιθυμία του πατέρα του άρχισε, το Μάιο του 1505, να σπουδάζει νομικά. Αλλά δυο μήνες αργότερα, απαρνήθηκε τον κόσμο κι έγινε μοναχός στο μοναστήρι των Αυγουστίνων ερημιτών, στην Έρφουρτ. Στο μοναστήρι ο Λούθηρος παρακολούθησε θεολογικά μαθήματα και, το 1507, χειροτονήθηκε ιερέας. Κατόπι, συνέχισε τις θεολογικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Βιττεμβέργης. Το 1512, ονομάστηκε Διδάκτορας της φιλολογίας και ανέλαβε στο ίδιο πανεπιστήμιο την έδρα της Βιβλικής φιλολογίας. Το 1507, χειροτονήθηκε ιερέας σε μια μονή Αυγουστινιανών μοναχών και σπούδασε για δυο χρόνια Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Ερφούρτης. Ένα χρόνο αργότερα έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης, από όπου το 1512 πήρε και το διδακτορικό του δίπλωμα στη Θεολογία. Μια επίσκεψή του στη Ρώμη τον ανάγκασε να αναθεωρήσει τις απόψεις του σχετικά με την Παπική εκκλησία, βλέποντας τη διαφθορά που επικρατούσε εκεί σχετικά με τα συγχωροχάρτια και την "ειδική" για ιερωμένους πορνεία.

Ύστερα από μελέτη της Προς Ρωμαίους Επιστολής, πείστηκε πως η σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου ήταν αποτέλεσμα μόνο της Θείας Χάρης και της πίστης, κι όχι των αγαθών ή μη έργων. Για το λόγο αυτό ήρθε σε σύγκρουση με το θεσμό του συγχωροχαρτιού, που έδινε τότε η Καθολική Εκκλησία και με τον τρόπο αυτό δινόταν άφεση των αμαρτιών.

Στις 31 Οκτωβρίου 1517, και ενώ είχε ήδη εκφράσει την αντίθεσή του σε σχέση με τις πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας στους φοιτητές του, θυροκόλλησε στην εξώπορτα του Μητροπολιτικού Ναού της Βιτεμβέργης τις 95 Θέσεις του, που αποτελούσαν μια ανοιχτή επίθεση εναντίον του Παπισμού. Οι 95 Θέσεις, μεταφράστηκαν στα γερμανικά και διαδόθηκαν από τους φίλους του. Σύντομα ο Λούθηρος κλήθηκε σε απολογία στην Αυγούστα, ενώπιον του επιτετραμένου του Πάπα στη Γερμανία. Εκεί αρνήθηκε να ανακαλέσει και φυγαδεύτηκε νύχτα από φίλους του. Οι αντι-Θέσεις που κυκλοφόρησε ο Γιόχαν Τέτσελ δεν είχαν καμιά απήχηση, και μάλιστα οι φοιτητές τις έκαιγαν δημόσια. Με τα επόμενα έργα του ο Λούθηρος μεγάλωσε το χάσμα που τον χώριζε από την Καθολική Εκκλησία, ενώ βρήκε ιδιαίτερη απήχηση στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες της βόρειας, κυρίως, Ευρώπης.

Το 1520 ο πάπας Λέων Ι΄ εξέδωσε τη βούλα Exsurge Domine, καταδικάζοντας ως αιρετικές 41 από τις 95 Θέσεις του Λούθηρου, τον οποίο κάλεσε να αποκηρύξει δημόσια τις Θέσεις του μέσα σε 60 μέρες, ενώ οι απανταχού πιστοί διατάχθηκαν να κάψουν όλα τα βιβλία του, ώστε να μην αφορισθούν, συλληφθούν, και τιμωρηθούν ως αμετανόητοι αιρετικοί. Αντιδρώντας στην είδηση, πως στα πανεπιστήμια του Παρισίου και της Κολωνίας κάηκαν τα βιβλία του, ο Λούθηρος έκαψε δημόσια την Παπική Βούλα, και απάντησε γράφοντας το βιβλίο Ενάντια στα Βλάσφημη Βούλα του Αντίχριστου. Στις 3 Ιανουαρίου 1521, ο Λέων Ι' εκδίδει δεύτερη Βούλα, με την οποία ο Λούθηρος αφορίζεται.

Τελικά, ο Λούθηρος κλήθηκε σε απολογία ενώπιον της Δίαιτας της Βορμς, τον Απρίλιο του 1521. Εκεί, αρνήθηκε να ανακαλέσει τις θέσεις του. Η απολογία του τελείωσε με τα εξής λόγια:

Εάν δε με πείσουν, με επιχειρήματα από την Αγία Γραφή ή με αδιάσειστη λογική, δεν μπορώ να αναιρέσω τις θέσεις μου, γιατί δεν πιστεύω στο αλάθητο του πάπα, ούτε στο αλάθητο των συνόδων, γιατί όλοι γνωρίζουν ότι πολλές φορές και οι πάπες και οι σύνοδοι έχουν σφάλει και έχουν πέσει σε αντιφάσεις. Εγώ έχω πειστεί από τα βιβλικά επιχειρήματα που έχω ήδη αναφέρει, και είμαι απόλυτα ενωμένος με το λόγο του Θεού. Δεν μπορώ και δε θέλω να ανακαλέσω τίποτα, γιατί δεν είναι ορθό, και αντίθετα είναι επικίνδυνο να πράττει κανείς αντίθετα με τη φωνή της συνείδησής του. Ο Θεός ας με βοηθήσει. Αμήν

Τελικά, ο Λούθηρος φυγαδεύτηκε με την βοήθεια του Εκλέκτορα της Σαξονίας, και μεταφέρθηκε σε έναν πύργο κοντά στο Άιζεναχ, όπου παρέμεινε ως Πρίγκιπας Γεώργιος. Εκεί έγραψε αρκετά κείμενα, και μετέφρασε στα γερμανικά την Αγία Γραφή.

Πλέον, η διδασκαλία του Λούθηρου κηρύττεται από αρκετές Γερμανικές εκκλησίες. Πολλοί μοναχοί εγκαταλείπουν τις μονές τους προκειμένου να κηρύξουν τις αρχές της Μεταρρύθμισης, ενώ οι φοιτητές, αλλά και μεγάλος αριθμός Πανεπιστημιακών της Γερμανίας τάσσεται, σχεδόν στο σύνολό του, υπέρ της Μεταρρύθμισης. Όμως, κάποιοι από τους μεταρρυθμιστές με ηγέτη τον Αντρέα Κάρλσταντ, ριζοσπαστικοποίησαν τις ιδέες του Λούθηρου, με αποτέλεσμα να σημειωθούν επεισόδια σε εκκλησίες. Ο Λούθηρος πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις, και στις 6 Μαρτίου 1522 επέστρεψε στην Βιττεμβέργη όπου συντέλεσε στην εξομάλυνση της κατάστασης.

Τον Ιούνιο του 1524 ξέσπασε ο λεγόμενος Πόλεμος των Χωρικών, ο οποίος εξαπλώθηκε ταχύτατα από την νότια Γερμανία μέχρι την Θουριγγία, και είχε ως βασικά αιτήματα την κατάργηση της δουλοπαροικίας, την ελάφρυνση των φορολογικών μέτρων και γενικά την αποτίναξη της άρχουσας τάξης και της Παπικής εκκλησίας. Ο Λούθηρος στις 6 Μαΐου 1525 γράφει την Προτροπή προς Ειρήνευση, στην οποία υποστηρίζει την ειρηνική διευθέτηση, ενώ κατηγορεί την άρχουσα τάξη ως υπεύθυνη για την καταπίεση που ασκούσε στους χωρικούς, και συμβουλεύει τους τελευταίους να αποφύγουν τις εκδικητικές πράξεις . Όμως η βιαιότητα των εξεγερμένων, κάνει τον Λούθηρο να γράψει το τετρασέλιδο φυλλάδιο Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών, με την οποία ζητά από τους ευγενείς να καταστείλουν το κίνημα των χωρικών. Οι βιαιοπραγίες τελειώνουν το Μάιο του 1525, με την καταστολή και την εκτέλεση των ηγετών του κινήματος.

Ο Λούθηρος πέθανε στις 17 Φεβρουαρίου του 1546 στην πατρίδα του, το Άισλεμπεν. Εννιά χρόνια αργότερα δόθηκε σχετική ελευθερία για την άσκηση της Αναμορφωμένης πίστης.

18 Φεβρουαρίου 1856: Δημοσιεύεται στην Κωνσταντινούπολη το αυτοκρατορικό διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν. Με αυτό, μεταξύ άλλων, διασφαλίζονται τα δικαιώματα των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.


'Oπως το Χάτι Σερίφ (Ηatt-i Serif) στα 1839, έτσι και το Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun), το δεύτερο μείζον μεταρρυθμιστικό διάταγμα, εκδόθηκε εν τω μέσω μιας περιόδου κρίσης, στις 18 Φεβρουαρίου 1856, ενάμιση μήνα πριν υπογραφεί στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης που τερμάτισε τον Κριμαϊκό πόλεμο. Η πίεση που άσκησαν στην Πύλη η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υπήρξε πολύ έντονη και εξηγεί σε ορισμένα σημεία την τολμηρότητα του κειμένου. Πράγματι, το νέο διάταγμα δεν αρκούνταν στην επιβεβαίωση των μεταρρυθμιστικών αρχών εκείνου του 1839, αλλά προσδιόριζε με σαφή τρόπο τα νέα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και χρησιμοποιούσε αρκετά ριζοσπαστική γλώσσα, μιλώντας μεταξύ άλλων για την κοινότητα των "πεπολιτισμένων εθνών", για την "πρόοδο" και τα "φώτα του πολιτισμού", ενώ δεν έκανε καμία μνεία στο ένδοξο παρελθόν της Aυτοκρατορίας. Tο Χάτι Χουμαγιούν έδινε μεγάλη έμφαση στην ισότητα όλων των υπηκόων της Aυτοκρατορίας σε ζητήματα φορολογίας, στη συμμετοχή τους άνευ διακρίσεων στο υπαλληλικό σώμα, σε όλα τα διοικητικά και δικαστικά όργανα, στην εισαγωγή στις στρατιωτικές σχολές και στην εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, η οποία δε θα αποτελούσε πια προνόμιο και αποκλειστικό βάρος των μουσουλμάνων. Η νομιμότητα των μιλέτ (millet), των πολιτικοθρησκευτικών οργανώσεων των μη μουσουλμάνων, επιβεβαιωνόταν, γινόταν όμως λόγος για την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης της λειτουργίας τους, με τέτοιο τρόπο ώστε να συμπεριληφθούν περισσότεροι λαϊκοί στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Ως προς τη φορολογία, το διάταγμα επαγγελλόταν εκ νέου την κατάργηση του ιλτιζάμ (iltizam) και την αντικατάστασή του από ένα σύστημα άμεσης είσπραξης των φόρων. Tέλος, οριζόταν η κωδικοποίηση του ποινικού και του εμπορικού δικαίου, η ίδρυση τραπεζών, η δυνατότητα αλλοδαπών να κατέχουν ακίνητη περιουσία εντός της Aυτοκρατορίας, η παροχή διευκολύνσεων στην εισαγωγή ευρωπαϊκού κεφαλαίου και η ίδρυση μικτών δικαστηρίων για την εκδίκαση ποινικών και εμπορικών υποθέσεων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους.

Βασικός άξονας του κειμένου ήταν η αρχή της ισότητας, η οποία σε συνδυασμό με την αρχή της αντιπροσώπευσης και την έμφαση που δινόταν στην έννοια του πατριωτισμού, προσέγγιζε τη μοντέρνα αντίληψη της εθνικότητας, η οποία με τη σειρά της βρισκόταν υπό διαμόρφωση ακριβώς εκείνη την εποχή στην Eυρώπη. Tέτοιες αντιλήψεις όμως βρίσκονταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολιτική ιδεολογία της Aυτοκρατορίας και την ίδια τη νομιμοποίηση της σουλτανικής εξουσίας. 'Eτσι, το Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun) όχι μόνο επιτάχυνε τη δυναμική του Τανζιμάτ, αλλά παράλληλα κατέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις του.

πηγη: http://www.fhw.gr/projects/tanzimat/gr/main/143.html

18 Φεβρουαρίου 842: Λήγει η Εικονομαχία. Η Θεοδώρα, επιβάλει την αποκατάσταση της προσκύνησης των ιερών εικόνων.


Με τον όρο Εικονομαχία εννοείται μεγάλη μεταρρυθμιστική κίνηση που ξέσπασε στο Βυζαντινό Κράτος τον 8ο και 9ο αι. που από θρησκευτική εξελίχθηκε και σε πολιτική διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων. Η Εικονομαχία τελικά δίχασε τους Βυζαντινούς σε «Εικονομάχους» (επίσης, «Εικονοκλάστες») και «Εικονολάτρες» (επίσης, «Εικονόφιλους» και «Εικονόδουλους»).

Η εικονομαχία άρχισε περί το 726 και τελείωσε το 843, με αποκατάσταση των εικόνων και περίλαμπρες τελετές.


Συνθήκες εκδήλωσης της εικονομαχίας 
Παράδειγμα εικονοκλαστικής διακόσμησης στο ναό της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη: Ένας απλός σταυρός
Στο 20ό κεφάλαιο του δευτέρου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης αναφέρεται:
    οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς.
Προς τη Γραφή εναρμονίσθηκε και η παλαιοχριστιανική τέχνη, που περιορίσθηκε σε συμβολικές και αλληγορικές παραστάσεις.

Στη διάρκεια των αιώνων βέβαια η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στο Βυζαντινό κράτος, ιδίως στην μετά τον Ιουστινιανό A' εποχή, και αποτέλεσε σημαντική έκφανση της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη μεριά, δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια την Εκκλησία εικονοκλαστικές τάσεις, ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή εκκλησιαστικής λατρείας. Επίσης, η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που εκπορεύοταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις.

Τον 8ο αι. άρχισε να συζητείται έντονα το θεολογικό ερώτημα αν είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας η λατρεία των εικόνων. «Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα, το όποιο αναμίγνυαν στη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς»[5]. Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ (717-741) και Κωνσταντίνος Ε’ (741-775). Ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από την Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’ φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής («ιουδαιόφρων» χαρακτηριζόταν) και της ισλαμικής θρησκείας («σαρακηνόφρων») και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.

Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας. Οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, από τους οποίους επανδρώνονταν οι θεματικοί στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων. Έκανε λοιπόν την εμφάνισή της μια εικονοκλαστική κίνηση στη Μικρά Ασία, όπου σχηματίσθηκε ένα ισχυρό κόμμα με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν «αἱρεσιάρχη».


Α’ Περίοδος της Εικονομαχίας(726-787)
Η πρώτη ξεκάθαρη εχθρική στάση του Λέοντος του Γ’ εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Αφορμή στάθηκε ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που έγινε την ίδια χρονιά και είχε επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Θήρας και Θηρασιάς. Ο σεισμός ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του (σπαθαροκανδιδάτο) να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.


Αντίδραση Ελλαδικού Θέματος 
Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονοκλαστικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός με το στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι εξ αρχής η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Στις 18 Απριλίου 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν. Ο «Ἀγαλλιανός ἔνοπλος ἑαυτόν ἐπόντωσεν» (ο Αγαλλιανός μαζί με τα όπλα του έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε). Ο αυτοκράτορας πέτυχε βέβαια να καταστείλει γρήγορα την επανάσταση, όμως η εξέγερση μιας ολόκληρης επαρχίας ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση.

Επιχειρήματα των εικονομάχων
Οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες [...]. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα των ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα [...]. Πληροφόρησέ με ποιος μας κληροδότησε αυτή την παράδοση, δηλαδή να σεβόμαστε και να προσκυνούμε κατασκευάσματα χεριών, ενώ ο Θεός απαγορεύει την προσκύνηση, και εγώ θα συμφωνήσω ότι αυτό είναι νόμος του Θεού.
—Από επιστολή του Λέοντος Γ’ στον πάπα Γρηγόριο Β’, Travaux et mémoires 3 (1968) 279
Ήταν φανερό ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Λέων επιδίωξε να κερδίσει τη συμπαράσταση του πάπα της Ρώμης και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γέρος όμως πατριάρχης Γερμανός Α΄ (715-730 μ.Χ.) τήρησε απ’ την αρχή άκαμπτη στάση, ενώ εικονόφιλες διαθέσεις είχε και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου καθώς και ο πάπας Γρηγόριος Β΄, με τον οποίο αλληλογράφησε ο αυτοκράτορας. Αν και ο πάπας απέρριψε τις εικονοκλαστικές αντιλήψεις του Λέοντος, απέφυγε καταρχάς να έρθει σε ρήξη με το Βυζάντιο, την προστασία του οποίου χρειαζόταν για να αποτρέπει τον κίνδυνο από τους Λογγοβάρδους.

Οι αντιδράσεις αυτές έκαναν από δύσκολη έως αδύνατη τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου για το θέμα. Τότε ο Λέων αποφάσισε να συγκαλέσει μια ευρεία σύσκεψη, ένα «σιλέντιον», στις 7 Ιανουαρίου 730, για να απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση που θα προκαλούσε η επιμονή της κοσμικής εξουσίας να επιβάλει στην Εκκλησία προσωπικές απόψεις για το σπουδαίο θεολογικό θέμα. Έπειτα από βασιλική πρόσκληση έλαβαν μέρος σ’ αυτό κρατικοί λειτουργοί, αυλικοί και ο πατριάρχης με τους συνοδικούς. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος και αξίωσε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου, η οποία θα ενέκρινε τη δογματική καινοτομία.

Μετά απ’ αυτό ο πατριάρχης οδηγήθηκε σε παραίτηση. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο σύγκελλος Αναστάσιος, στις 22 Ιανουαρίου 730 μ.Χ.: «διὰ φιλαρχίαν κοσμικὴν προχειρισθεὶς Κωνσταντινουπόλεως ψευδεπίσκοπος». Ενισχυμένος από το «σιλέντιον» ο Λέων καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων ως επίσημο δόγμα του Κράτους και της Εκκλησίας, και τότε (730) εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.

Τα κείμενα των χρονογράφων συνδέουν τους χρόνους των διωγμών των εικόνων με την πτώση του μορφωτικού επιπέδου. Η επικράτηση του διωγμού των εικόνων συμπίπτει με την οπισθοδρόμηση των κλασικών γραμμάτων· για αυτό οι εικονόφιλοι κατηγόρησαν την αντίπαλη παράταξη για απαιδευσία, ενώ την οριστική αποτυχία της εικονομαχικής κινήσεως ακολουθεί η στροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η προβολή ανθρωπιστικών ροπών στο ιστορικό προσκήνιο.


Σχέσεις με τη Δύση 
Ο Λέων απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην απόμερη Ιταλία και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης-Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος κι αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός
Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας Σύρος που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις «Περὶ εἰκόνων» λόγοι του αποτελούν αν όχι το γνωστότερο πάντως το πιο πρωτότυπο και λογοτεχνικά αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια ιδιότυπη εικονοσοφία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο με τη νεοπλατωνική έννοια. Την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα τού Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.


Κωνσταντίνος Ε' 
Η ένταση της διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μονών που ήταν προπύργια εικονολατρίας.

Διαμάχη με τον Αρτάβασδο
Στο προσκήνιο βρέθηκε ο Αρτάβασδος, που ως στρατηγός του θέματος των Ανατολικών είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Λέοντα να καταλάβει το θρόνο και είχε λάβει ως ένδειξη ευχαριστίας την κόρη του για σύζυγο, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του κουροπαλάτη* και είχε διορισθεί κόμης του θέματος Οψικίου. Ο Αρτάβασδος εμφανίστηκε ως οπαδός των εικονόφιλων και λόγω της θέσης του ως διοικητή των στρατευμάτων του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου θέματος αποτόλμησε το σφετερισμό του θρόνου.

Τον Ιούνιο του 742 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και περνώντας με το στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αρτάβασδος εισήλθε με το στρατό του στην Κωνσταντινούπολη και δέχτηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που δείχνει ότι η εικονοκλαστική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα. Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.

Ενέργειες Κωνσταντίνου Ε' 
Εἰ σταυρὸν καὶ λόγχην καὶ κάλαμον καὶ σπόγγον, δι' ὧν οἱ θεοκτόνοι Ἰουδαῖοι τὸν κύριόν μου ἐνύβρισαν καὶ ἀπέκτειναν, ὡς αἴτια σωτηρίας προσκυνῶ καὶ σέβω, τὰς ἐπὶ δόξῃ καὶ μνήμῃ τῶν τοῦ Χριστοῦ παθημάτων ἀγαθῷ σκοπῷ ὑπὸ τῶν πιστῶν κατασκευαζομένας εἰκόνας οὐ προσκυνήσω; Εἰ σταυροῦ εἰκόνα ἐξ οἱασοῦν ὕλης κατασκευασθεῖσαν προσκυνῶ, τοῦ σταυρωθέντος καὶ τὸν σταυρὸν σωτήριον δείξαντος τὴν εἰκόνα οὐ προσκυνήσω; Ὅτι δὲ οὐ τῇ ὕλῃ προσκυνῶ, δῆλον· καταλυθέντος γὰρ τοῦ ἐκτυπώματος τοῦ σταυροῦ, εἰ τύχοι, ἐκ ξύλου κατεσκευασμένου, πυρὶ τὸ ξύλον παραδίδωμι, ὁμοίως καὶ τῶν εἰκόνων.
Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν.
—Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, Λόγος δεύτερος κεφ. 19, Migne, Patrologia Graeca, τ. 94, στήλη 1305

Το Μάιο όμως του 743 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια εικονομαχικών στρατευμάτων νίκησε τους αντιπάλους του στις Σάρδεις και στις 2 Νοεμβρίου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να πάρει αμέσως άγρια εκδίκηση από τους αντιπάλους του: Ο Αρτάβασδος και οι δυο γιοι του, που ήταν και ανιψιοί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τυφλώθηκαν στον Ιππόδρομο ύστερα από δημόσιο εξευτελισμό. Οι συνεργάτες τους είτε εκτελέσθηκαν είτε ακρωτηριάσθηκαν με τύφλωση η κόψιμο των χεριών και των ποδιών. Ο «άπιστος» πατριάρχης Αναστάσιος σύρθηκε στον Ιππόδρομο πάνω σε γαϊδούρι, όμως ύστερα από τον εξευτελισμό αυτό του επιτράπηκε να παραμείνει στο θρόνο του, γεγονός που αποσκοπούσε οπωσδήποτε στη δυσφήμηση του ανώτατου εκκλησιαστικού αξιώματος. Έτσι τελείωσε η βασιλεία του Αρτάβασδου, που είχε κρατήσει το στέμμα δεκαέξι ολόκληρους μήνες και που μάλιστα είχε αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας κι από τη Ρώμη.

Μετά την οριστική του επικράτηση, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου που θα επικύρωνε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του. Τοποθέτησε λοιπόν στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα. Οι εικονόφιλοι, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή ο πατριάρχης Γερμανός, στήριζαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού στο γεγονός της ενσάρκωσης, ενώ ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από μαγικές ανατολικές αντιλήψεις, υποστήριζε την πλήρη ταυτότητα ακόμη και την ομοουσιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο και απέρριπτε τη δυνατότητα της πραγματικής απεικονίσεως του Χριστού, επιμένοντας στη θεία του φύση. Πρόκειται στην ουσία για αναβίωση παλαιών χριστολογικών ερίδων με νέα μορφή και ανάδυση του μονοφυσιτισμού.

Εικονομαχική σύνοδος (754 μ.Χ.) 
Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιέρειας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία, άλλα χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά «ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου.

Υποστηρίχτηκε εξ αρχής το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι, ενώ εξυμνούταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.

Στην τελευταία συνεδρίαση ο Κωνσταντίνος, κατά παράβαση της εκκλησιαστικής τάξης, πλήρωσε το θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη με θεαματικό τρόπο: «ἀνῆλθε Κωνσταντῖνος ἐν τῷ ἄμβωνι κρατῶν Κωνσταντῖνον μοναχόν, ἐπίσκοπον γενόμενον τοῦ Συλλαίου, καὶ ἐπευξάμενος ἔφη μεγάλῃ τῇ φωνῇ· "Κωνσταντίνου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου πολλὰ τὰ ἔτη"».


Αντιδράσεις-Διωγμοί
Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια.

Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο το Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, κι άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να εκτελέσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και οι περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες.

Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Μιχαήλ πουλούσε τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους… Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή.

Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.

Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου».

Θάνατος Κωνσταντίνου Ε
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775. Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση».


Κάμψη εικονοκλαστικής κίνησης-Αναστήλωση εικόνων 
Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.

Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στο θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομαχικά στοιχεία[35], προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.


Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787) 
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας ως θέμα της λαϊκής βυζαντινής εικονογραφίας
Μετά το θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο το λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα, όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.

Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, η σύνοδος συνήλθε τελικά στη Νίκαια, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει και την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.

350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών μετείχαν στις εργασίες της συνόδου από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου. Εφαρμόζοντας συνετή πολιτική δέχτηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονοκλαστική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της αίρεσης και πλάνης τους.

Σε αυτό αντέδρασαν πολλοί σκληροπυρηνικοί μοναχοί, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγκρούσεων: από τη μια πλευρά εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι ζηλωτές, οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη.

Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου. Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’. «Kαὶ εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, εἰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται· ἀλλ' ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία πάντοτε πολεμουμένη νικᾷ».

Μετά την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (787) και τη βασιλεία του εικονολάτρη Νικηφόρου Α΄(802-811) οι ήττες ιδίως στο βαλκανικό μέτωπο ήταν βαρύτατες. Για τον Θεόφιλο (829-842) η αιτία για τις ήττες αυτές βρισκόταν στην αιρετική λατρεία των εικόνων. Η εικονομαχική όμως πολιτική του απέβλεπε στο περιορισμό των εικονοφίλων που προέρχονταν κυρίως από το μοναστικό περιβάλλον χωρίς αυτό να σημαίνει γενικούς διωγμούς.


Β’ Περίοδος της Εικονομαχίας (814-842) 
Η δεύτερη φάση της εικονομαχίας εγκαινιάστηκε από τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο ο οποίος θεώρησε ότι για την ήττα των Βυζαντινών στρατευμάτων ευθυνόταν η εικονολατρεία. Και αυτή η φάση τερματίστηκε από μια γυναίκα την αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα του ανήλικου Μιχαήλ Γ'. Η σύνοδος του 843 προχώρησε στην οριστικά αποκατάσταση και αναστήλωση ων εικόνων.