Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

09 Φεβρουαρίου: Παγκόσμια Ημέρα Ασφαλούς Πλοήγησης στο Διαδίκτυο

Η Παγκόσμια Ημέρα Ασφαλούς Πλοήγησης στο Διαδίκτυο (Safer Internet Day) καθιερώθηκε με πρωτοβουλία της Ευρωπαίας Επιτρόπου Βιβιάν Ρέντινγκ και γιορτάζεται κάθε χρόνο τον Φεβρουάριο.

Η ημέρα αυτή αποτελεί εφαλτήριο ευαισθητοποίησης μικρών και μεγάλων στα θέματα που αφορούν την ασφαλή και ηθικά σωστή χρήση του Διαδικτύου, του κινητού τηλεφώνου και όλων των διαδραστικών τεχνολογιών που είναι πια κομμάτι της καθημερινότητάς μας.

Η Ημέρα Ασφαλούς Διαδικτύου διοργανώνεται σε ετήσια βάση από το Πανευρωπαϊκό Δίκτυο Εθνικών Κέντρων Ενημέρωσης Insafe στο πλαίσιο του προγράμματος Safer Internet της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Για την Ελλάδα, η Ημέρα Ασφαλούς Διαδικτύου διοργανώνεται από τη Δράση Saferinternet.gr του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου, που αποτελεί τον Εθνικό Εκπρόσωπο του Δικτύου Insafe.



ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

9 Φεβρουαρίου 1895: Ο αμερικανός γυμναστής Ουίλιαμ Μόργκαν παρουσιάζει ένα νέο παιγνίδι, το βόλεϊμπολ.

Το βόλεϊ είναι ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα στον κόσμο. Η Διεθνής Ομοσπονδία του Αθλήματος υπολογίζει ότι ένας στους 6 κατοίκους του πλανήτη παίζει ή παρακολουθεί αγώνες βόλεϊ.

Παίζεται από δύο ομάδες, αποτελούμενες από 6 παίκτες εκάστη, σε κλειστό γήπεδο διαστάσεων 18x9 μέτρων, χωρισμένο από ένα υψηλό φιλέ. Αντικειμενικός σκοπός κάθε ομάδας είναι να περάσει με τρεις προσπάθειες την μπάλα πάνω από το φιλέ στο χώρο της αντιπάλου της και να κερδίσει πόντο αν η μπάλα αγγίξει το έδαφος. Το παιγνίδι τελειώνει όταν μία ομάδα κερδίσει τρία σετ.

Τα τελευταία χρόνια κερδίζει συνεχώς έδαφος το μπιτς-βόλει (beach volley), που παίζεται στην άμμο, ενώ δημοφιλές είναι ιδιαίτερα στη Βραζιλία το ποδοβόλεϊ (Futevoley), βόλεϊ που παίζεται με τα πόδια.

Πατέρας του βόλεϊ θεωρείται ο αμερικανός γυμναστής Ουίλιαμ Μόργκαν, που εργαζόταν στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων στην πόλη Χόλιοκ της Μασαχουσέτης και ημερομηνία γέννησης του αθλήματος η 9η Φεβρουαρίου 1895. 16 χιλιόμετρα πιο πέρα, στην πόλη Σπρίγκφιλντ, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο συνάδελφός του Τζέιμς Νάισμιθ είχε επινοήσει το μπάσκετ.

Ο Μόργκαν ήθελε ένα άθλημα λιγότερο βάρβαρο από το μπάσκετ, κατάλληλο για επιχειρηματίες και ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας. Δανείστηκε στοιχεία από το τένις και το χάντμπολ και δημιούργησε το «Μίντονετ», όπως ονόμασε το νέο παιγνίδι, που αργότερα πήρε την ονομασία με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα: βόλεϊ-μπολ ή πετοσφαίριση στα ελληνικά.

Γρήγορα το παιγνίδι έγινε δημοφιλές και το 1913 ξέφυγε από τα όρια της Αμερικής, κατακτώντας πρώτα τις χώρες της Άπω Ανατολής και στη συνέχεια την Ευρώπη. Ώθηση στην ανάπτυξη του αθλήματος έδωσαν οι κατά τόπους εκστρατευτικές αποστολές των Αμερικανών το 1919, που μοίρασαν 16.000 μπάλες για την ψυχαγωγία των στρατιωτών τους, αλλά και των ντόπιων. Το 1949 ιδρύθηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Βόλεϊ (FIVB) και την ίδια χρονιά έγινε το παγκόσμιο πρωτάθλημα ανδρών, ενώ τρία χρόνια αργότερα το αντίστοιχο των γυναικών. Το 1964 στο Τόκιο έκανε την εμφάνισή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Στην Ελλάδα, το βόλεϊ-μπολ έγινε γνωστό το 1922 από τον γυμναστή του Πανελληνίου Αναστάσιο Λευκαδίτη. Ο σύλλογος των Ολυμπιονικών κατέκτησε και το πρώτο πρωτάθλημα Ελλάδος στους άνδρες το 1936. Το 1952 δημιουργείται από τον ΣΕΓΑΣ η πρώτη Εθνική Ομάδα Ανδρών, η οποία την άνοιξη του ίδιου χρόνου δίνει το πρώτο της φιλικό στο Παρίσι και ηττάται 3-1 σετ από τη Γαλλία. 15 χρόνια αργότερα θα δώσει το πρώτο της επίσημο παιγνίδι με αντίπαλο την Τουρκία και θα χάσει με 3-0 σετ.

9 Φεβρουαρίου 1824: Υπογράφεται στο Λονδίνο συμφωνητικό ανάμεσα σε άγγλους κεφαλαιούχους και τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης Ιωάννη Ορλάνδο και Ανδρέα Λουριώτη για τη σύναψη δανείου ύψους 800.000 λιρών.

Στις 12 Απριλίου 1823 η έκθεση της δωδεκαμελούς επιτροπής, που είχε ορίσει η Β' Εθνοσυνέλευση για να συντάξει ένα πρόχειρο προϋπολογισμό του επαναστατημένου Έθνους δεν άφηνε κανένα περιθώριο για την κρισιμότητα της κατάστασης: Τα έξοδα του πρώτου εξαμήνου του 1823 θα ανέρχονταν σε 38 εκατομμύρια γρόσια και τα έσοδα σε μόλις 12 εκατομμύρια γρόσια. Η φορολογία, οι τελωνειακοί δασμοί, οι λείες, τα λάφυρα, τα λύτρα, ο εσωτερικός δανεισμός, οι εισφορές ντόπιων και φιλελλήνων, δεν ήταν ικανές να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό. Η έκθεση της Επιτροπής κατέληγε με την προτροπή να γίνεται καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρήματος από τους τοπικούς άρχοντες και την ανάγκη να αναζητηθούν νέοι πόροι. Η ανάγκη εξωτερικού δανεισμού ήταν πλέον μονόδρομος.

Στις 2 Ιουνίου 1823 το Εκτελεστικό (Κυβέρνηση) εξουσιοδότησε τους Ιωάννη Ορλάνδο, Ανδρέα Ζαΐμη και Ανδρέα Λουριώτη να μεταβούν στο Λονδίνο και να συνάψουν δάνειο 4.000.000 ισπανικών ταλλήρων. Η επιτροπή καθυστέρησε να αναχωρήσει, λόγω έλλειψης χρημάτων για τα έξοδα του ταξιδιού, τα οποία κάλυψε με δάνειο ο Λόρδος Βύρων. Στις 26 Ιανουαρίου 1824, ο Ιωάννης Ορλάνδος και ο Ανδρέας Λουριώτης έφθασαν στην αγγλική πρωτεύουσα και ύστερα από έντονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες πήραν μέρος και μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, συνομολόγησαν ένα δάνειο 800.000 λιρών με τον οίκο Λόφναν (9 Φεβρουαρίου 1824). Το δάνειο είχε τόκο 5%, προμήθεια 3%, ασφάλιστρα 1,5% και περίοδο αποπληρωμής 36 χρόνια. Ως εγγύηση για την αποπληρωμή του δανείου τέθηκαν από ελληνικής πλευράς τα δημόσια κτήματα και όλα τα δημόσια έσοδα.

Όμως, το ποσό που έφθασε στην επαναστατική διοίκηση ήταν μόλις 298.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 59% του ονομαστικού (472.000 λίρες) και από αυτό παρακρατήθηκαν 80.000 ως προκαταβολή τόκων δύο ετών, 16.000 για χρεολύσια, 2.000 ως προμήθεια και άλλες δαπάνες. Σύμφωνα με τη δανειακή σύμβαση, το ποσό θα αποστέλλονταν στις Τράπεζες Λογοθέτη και Βαρφ, που έδρευσαν στην αγγλοκρατούμενη Ζάκυνθο και θα παραδίδονταν τμηματικά στην ελληνική κυβέρνηση, ύστερα από έγκριση της επιτροπής που την αποτελούσαν ο Λόρδος Βύρων, ο συνταγματάρχης Στάνχοπ και ο Λάζαρος Κουντουριώτης.

Παρότι «ληστρικό», το δάνειο χαιρετίστηκε στην Ελλάδα ως πολιτική επιτυχία της Επανάστασης και ως έμμεση αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Πάντως, οι ελπίδες που στηρίχτηκαν πάνω του θα διαψευστούν οικτρά, καθώς θα χρησιμοποιηθεί για να κερδίσει η παράταξη Κουντουριώτη την εμφύλια διαμάχη. Μεγάλη ευθύνη για τους δυσμενείς όρους σύναψης του δανείου είχαν και οι δύο διαπραγματευτές, ο γιαννιώτης πολιτικός Ανδρέας Λουριώτης και ο σπετσιώτης πλοιοκτήτης Ιωάννης Ορλάνδος, οι οποίοι σπατάλησαν μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ζώντας πολυτελώς, σε αντίθεση με τους αγωνιστές, που πολεμούσαν με μεγάλες στερήσεις.

Στις 31 Ιουλίου 1824, το Βουλευτικό αποφασίζει τη σύναψη και νέου δανείου, λίγες εβδομάδες μετά την καταστροφή της Κάσου και των Ψαρών κι ενώ η Επανάσταση βρίσκεται σε κρίσιμο στάδιο. Το δεύτερο δάνειο ανέλαβε ο τραπεζιτικός οίκος των αδελφών Ρικάρδο με ονομαστικό κεφάλαιο 2.000.000 λιρών (26 Ιανουαρίου 1825). Τη διαπραγματευτική ομάδα αποτελούσαν και πάλι οι Λουριώτης και Ορλάνδος. Όπως και στο πρώτο δάνειο, το καθαρό ποσό περιορίστηκε στις 816.000 λίρες, αφού το παραχωρούμενο δάνειο είχε οριστεί στο 55% του ονομαστικού (1.100.000) και από αυτό παρακρατήθηκαν 284.000 λίρες για προκαταβολή τόκων δύο ετών, χρεολύσια, προμήθεια και άλλες δαπάνες.

Ενώ, όμως, το ποσό του πρώτου δανείου το διαχειρίστηκε η ελληνική κυβέρνηση, έστω και με σκανδαλώδη τρόπο, τη διαχείριση του δεύτερου δανείου ανέλαβαν οι άγγλοι τραπεζίτες και τα μέλη του Φιλελληνικού Κομιτάτου, παραγκωνίζοντας τους έλληνες εκπροσώπους. Από το δάνειο διατέθηκαν: 212.000 λίρες για την αναχρηματοδότηση του πρώτου δανείου, 77.000 για την αγορά όπλων και πυροβόλων, από τα οποία λίγα έφθασαν στην Ελλάδα, 160.000 για την παραγγελία 6 ατμοκίνητων πλοίων, από τα οποία μόνο τρία έφθασαν στην Ελλάδα («Καρτερία», «Επιχείρηση», «Ερμής») και 155.000 για τη ναυπήγηση δύο φρεγατών σε ναυπηγεία της Νέας Υόρκης, από τις οποίες μόνο η μία («Ελλάς») ήλθε στην Ελλάδα, ενώ η δεύτερη πουλήθηκε για να χρηματοδοτηθεί η πρώτη. Τελικά, στην Ελλάδα έφθασε μόνο το ποσό των 232.558 στερλινών, δηλαδή λιγότερο από εκείνο που έλαβε κατά το πρώτο δάνειο, αν και το δεύτερο είχε συναφθεί σε υπερδιπλάσιο ύψος.

Και τα δύο δάνεια προβλεπόταν ότι θα ενίσχυαν τον Αγώνα, τον οποίον όχι μόνο δεν ωφέλησαν, αλλά υπήρξαν αφετηρία εξάρτησης της χώρας από την Αγγλία. Επί Βαυαροκρατίας, ο Υπουργός Οικονομικών Γεώργιος Σπανιολάκης (1838) κατηγόρησε τους δύο διαπραγματευτές ότι ιδιοποιήθηκαν χρήματα από τις αγοροπωλησίες μετοχών των δανείων και επιπλέον τον Ορλάνδο ότι παρακράτησε ποσό 5.900 λιρών από τα δύο δάνεια. Μάλιστα, το Ελεγκτικό Συνέδριο προχώρησε σε προσημείωση των περιουσιακών τους στοιχείων.