Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

31 Μαρτίου: Παγκόσμια Ημέρα Αποθήκευσης Αρχείων

Την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου του 2010 κάποιοι χρήστες του ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης reddit είχαν την ιδέα να αφιερώσουν μία ημέρα στην αρχειοθέτηση των δεδομένων των ηλεκτρονικών υπολογιστών (backup).

Σκοπός τους, να υπενθυμίσουν στους χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών και "έξυπνων" κινητών τηλεφώνων τη σημασία της αποθήκευσης των δεδομένων που η ενδεχόμενη απώλειά τους λόγω μη αρχειοθέτησης μπορεί εκτός από τη συναισθηματική αξία για τον απλό χρήστη να έχει και οικονομικό αντίκτυπο για τον επαγγελματία και τις επιχειρήσεις.

Η ιδέα είχε απήχηση, οι εταιρείες κατασκευής εξωτερικών σκληρών δίσκων την αγκάλιασαν κι έτσι γεννήθηκε η Παγκόσμια Ημέρα Αποθήκευσης Αρχείων (World Backup Day), που γιορτάζεται κάθε χρόνο από το 2011, στις 31 Μαρτίου.

http://www.worldbackupday.com/en/

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

30 Μαρτίου 1896: πεθαίνει ο Χαρίλαος Τρικούπης, κορυφαίος έλληνας πολιτικός. (Γεν. 11/7/1832)

O Χαρίλαος Τρικούπης (11 Ιουλίου 1832 - 30 Μαρτίου 1896) ήταν Έλληνας διπλωμάτης, πολιτικός και Πρωθυπουργός. Ο Τρικούπης κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894, παίρνοντας τη θέση του πρωθυπουργού επτά συνολικά φορές και κυβέρνησε τη χώρα για σχεδόν 10 χρόνια από τα 20 αυτής της περιόδου. Στην τελευταία του κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις που είχε δημιουργήσει έναντι των ξένων δανειστών με συνέπεια να επέλθει η πτώχευση της Ελλάδας με την ιστορική φράση του "δυστυχώς επτωχεύσαμεν".

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και καταγόταν από την ιστορική οικογένεια Τρικούπη του Μεσολογγίου και την οικογένεια Καρατζά της Κωνσταντινούπολης. Ήταν γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη πολιτικού, ιστορικού και επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδας και της Αικατερίνης το γένος Μαυροκορδάτου. Ανάδοχός του ήταν ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Μετά τη φοίτησή του σε γυμνάσιο της Αθήνας, όπου γυμνασιάρχης του ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος, σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά τριετή φοίτηση συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι. Με το τέλος των σπουδών του χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματέας του πατέρα του Σπυρίδωνα, που τότε ήταν πρέσβης στο Λονδίνο και ακολούθως το 1856 διορίστηκε επίσημος γραμματέας της πρεσβείας στο Λονδίνο ακολουθώντας το διπλωματικό σώμα. Το 1862 εκλέχτηκε πληρεξούσιος της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου και αποσυρθέντος του πατέρα του ανέλαβε ως επιτετραμμένος της πρεσβείας. Αν και η διπλωματική σταδιοδρομία του υπήρξε βραχεία, εν τούτοις διακρίθηκε για την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του, το 1863, κατά τις διαπραγματεύσεις με την αγγλική κυβέρνηση, ως πληρεξούσιος της ελληνικής κυβέρνησης, στη σχετική συνθήκη της παραχώρησης των Ιονίων νήσων από τη Μεγάλη Βρετανία στο Βασίλειο της Ελλάδος, που ήταν ο κυρίαρχος όρος αποδοχής του στέμματος του Βασιλείου από τον πρίγκιπα και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο τον Α΄. Σημειώνεται ότι το θέμα της παραχώρησης, στην πραγματικότητα εκχώρησης, των νήσων αυτών δεν ήταν τόσο απλό μετά την αντίδραση της Βασιλικής Αυλής της Δανίας, όπου η σχετική συνθήκη είχε συνομολογηθεί ερήμην της ελληνικής κυβέρνησης, συνέπεια της οποίας ήταν να ακολουθήσει δεύτερη σχετική συνθήκη με το διπλωματικό όρο "ενσωμάτωση". Επί της 2ης αυτής συνθήκης ήταν πληρεξούσιος ο Χ. Τρικούπης, του οποίου η διπλωματική καριέρα κράτησε 8 έτη (1856-1864).

Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1864 παραιτήθηκε από τη διπλωματική υπηρεσία για να συμμετάσχει στις εκλογές. Το 1865 εκλέχτηκε βουλευτής Μεσολογγίου και το 1866 ανέλαβε τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών στην 3η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, αλλά στους επόμενους μήνες ήρθε σε διάσταση απόψεων με τον Κουμουνδούρο και απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση. Για τέσσερα χρόνια πολιτεύτηκε (1868-1872) ανεξάρτητα από τα κόμματα που υπήρχαν.
Το 1872 ίδρυσε το «Πέμπτο κόμμα», στο οποίο συγκεντρώθηκαν οι πιο φιλελεύθερες και προοδευτικές προσωπικότητες της εποχής. Το 1874, μέσα σε κλίμα πολιτικής αυθαιρεσίας της τότε κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, με τα περίφημα Στηλιτικά, έγραψε στην εφημερίδα "Καιροί" ένα σαρκαστικό άρθρο με τον τίτλο «Τις πταίει», που δημοσιεύτηκε στις 29 Ιουνίου του 1874, στο οποίο κατήγγειλε το πολιτικό σύστημα της εποχής, αλλά ουσιαστικά κατηγορούσε το Βασιλιά, επειδή μετά την πτώση του Δεληγεώργη, εξ αιτίας των Λαυρεωτικών, είχε χρίσει κυβέρνηση εκείνη του Βούλγαρη που ήταν μειοψηφίας. Την εποχή εκείνη με το υφιστάμενο Σύνταγμα κανένα κόμμα δεν μπορούσε να πλειοψηφήσει από μόνο του. Έτσι όλοι οι τότε κυβερνητικοί σχηματισμοί ήταν κυβερνήσεις μειοψηφίας. Ο δε Βασιλεύς, προκειμένου ν' αποφύγει κατάσταση ακυβερνησίας με αλλεπάλληλες εκλογές, αναγκαζόταν κάθε φορά να χρίζει κυβέρνηση το κόμμα εκείνο με τη σχετική πλειοψηφία.
Ο Χ. Τρικούπης μετά το πρώτο του εκείνο άρθρο δημοσίευσε και δεύτερο στις 9 Ιουλίου του 1874 με τον τίτλο "Παρελθόν και Ενεστώς", με το οποίο έθετε ως δόγμα της Βουλής τη "δεδηλωμένη" (εμπιστοσύνη) της Βουλής, που αργότερα και καθιερώθηκε ως "αρχή της δεδηλωμένης". Για το τόλμημα όμως των άρθρων του αυτών, αν και το πρώτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ακαδημαϊκή διάλεξη, στρεφόμενη όμως κατά του «ανεύθυνου» κατά το Σύνταγμα Βασιλέως συνελήφθη ο εκδότης της εφημερίδας Π. Κανελλίδης θεωρούμενος ως ο συντάκτης. Κατά την ανάκριση απροσδόκητα αποκαλύφθηκε ότι πραγματικός συντάκτης ήταν ο Χ. Τρικούπης, που παρουσιάστηκε αυθόρμητα και ανέλαβε την ευθύνη των ανυπόγραφων άρθρων του. Έτσι, αναγκάστηκε η Δικαιοσύνη να προφυλακίσει τον Τρικούπη με μόνο τέσσερις ημέρες φυλάκιση, πλην όμως αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και τελικά αθωώθηκε με βούλευμα.
Παρά ταύτα λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1875, πήρε εντολή από το Βασιλιά να σχηματίσει κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1875, διαλύοντας τη Βουλή και τη διενέργεια στη συνέχεια εκλογών. Παρέμεινε έτσι στην εξουσία για 5,5 περίπου μήνες, μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, όπου κατά τις εκλογές που διεξάχθηκαν, διατηρώντας και αυτός μειοψηφία αναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που είχε πλειοψηφήσει.
Ιδού πως περιγράφει τα τότε γεγονότα με τους ανεπανάληπτους σατιρικούς του στίχους ο "σύγχρονος Αριστοφάνης" Γεώργιος Σουρής:
"Και ήτο για το Σύνταγμα παντού συνομιλία,
και ο Τρικούπης έγραψε πως πταίει η βασιλεία,
Και είδε ο Γεώργιος πως του 'γιναν κουνούπι
και δυό βεντούζες έβαλε στο Σύνταγμα κοφτές,
κι εκάθησε στο θρόνο του και είπε στον Τρικούπη
«έλα λοιπόν να κυβερνάς εσύ οπού δεν φταίς!»
...........................................................
Κι εβγήκε ο Χαρίλαος από τη φυλακή
κι εφύτρωσε Πρωθυπουργός με κόκκινο βρακί,
...........................................................
Και πάταγος ηκούετο και οχλοβοή μεγάλη,
και ο Τρικούπης έπεσε βαρύς στα χαμηλά,
και ήλθαν τρίτοι, δεύτεροι, και τέταρτοι και άλλοι,
και κάθε τόσο κόμματα εγένοντο πολλά.
Ο δε Μεγαλειότατος δεν έλεγε μια λέξη
και μόνος του εψιθύριζε «ας βρέξει ότι τρέξει»

Το 1877 ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στην οικουμενική κυβέρνηση Κανάρη.
Όταν έπεσε η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, που αντικατέστησε την Κυβέρνηση Κανάρη, ο Τρικούπης έφτιαξε μια κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1878 (που την αποκάλεσαν Υπουργείον Τρικούπη-Ζαΐμη), η οποία δεν μπόρεσε να βρει υποστήριξη στη Βουλή και έπεσε πέντε ημέρες μετά το σχηματισμό της.
Το 1879 κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές του 1879, το Μάρτιο σχημάτισε την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1880, αλλά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η κυβέρνηση παραιτήθηκε.
Tον Μάρτιο του 1882 επανήλθε στην πρωθυπουργία με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1882, η οποία παρέμεινε μέχρι το 1885. Δέον είναι να αναφερθεί το επεισόδιο Νίκολσον που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 1885, που εξευτέλισε την ελληνική κυβέρνηση και την οδήγησε σε εκλογές. Αποκλειστικά ευθυνόμενος ήταν ο κ Χαρίλαος Τρικούπης, πρωθυπουργός την ίδια περίοδο.
Επανήλθε το 1886 με την Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1886. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 1887, αλλά έχασε εκείνες του 1890, οπότε και έπεσε η κυβέρνησή του.
Ανέλαβε πάλι την πρωθυπουργία στην Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1892. Στην τελευταία περίοδο της πρωθυπουργίας του (Κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη 1893-1895) η Ελλάδα πτώχευσε και σταμάτησε μονομερώς να αποπληρώνει δάνεια που είχε λάβει από το εξωτερικό.
Στον Τρικούπη αποδίδεται η φράση "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" ενώπιον της Βουλής, την οποία, όμως ουδέποτε διετύπωσε, όπως αποδεικνύεται από την ανάγνωση των πρακτικών της Βουλής.  Πέραν αυτού, από μελέτη των στοιχείων εκτιμάται ότι η πτώχευση θα είχε αποφευχθεί, αν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ αποδεχόταν τους χειρισμούς του Χαριλάου Τρικούπη για τη σύναψη νέου δανείου για την αντιμετώπιση του χρέους.
Ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση του Τρικούπη να κυρωθεί η σύμβαση του δανείου - όπως προέβλεπε σχετικός Νόμος - και τη σύσταση «Ταμείου Δανείου» με βασιλικό διάταγμα και αντιπρότεινε να δώσει η Βουλή ειδική εξουσιοδότηση. Πιεζόμενος από τον Τρικούπη ζήτησε προθεσμία 48 ωρών "για να σκεφτεί". Στο διάστημα αυτό με κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που εστάλη στο Λονδίνο από τα Ανάκτορα δινόταν η εντολή να πουλήσουν στο χρηματιστήριο πολλών εκατομμυρίων ομολογίες ελληνικών δανείων, που οι τιμές τους ανέβαιναν καθημερινά εν όψει του νέου δανείου. Το ανακτορικό παιχνίδι οδήγησε αμέσως τον Τρικούπη σε παραίτηση και τη χώρα, ύστερα από λίγο, στην πτώχευση. Στις εκλογές του 1895 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής με αποτέλεσμα να αυτοεξοριστεί στις Κάννες της Γαλλίας. Το 1896, λίγο πριν πεθάνει, τέθηκε χωρίς τη θέλησή του υποψήφιος στις αναπληρωματικές εκλογές στην επαρχία Βάλτου και εκλέχτηκε πανηγυρικά. Απεβίωσε σε ηλικία 64 ετών στις Κάννες και ενταφιάστηκε στην Αθήνα.

Έργο
Τον Οκτώβριο του 1867 ως υπουργός Εξωτερικών υπέγραψε σύμφωνο αμυντικής συνεργασίας με τον ηγεμόνα Μιχαήλ της Σερβίας.
Το Μάρτιο του 1880 με πρότασή του καταργήθηκε ο φόρος της δεκάτης στα δημητριακά προϊόντα και αντικαταστάθηκε με το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Επίσης μείωσε τη στρατιωτική θητεία σε ένα έτος αντί τριών που ήταν μέχρι τότε.
Με την κυβέρνηση που συγκρότησε το Μάρτιο του 1882 αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Θέσπισε νόμους για προσόντα, μονιμότητα και προαγωγή δημοσίων υπαλλήλων. Αποφάσισε την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και τη δημιουργία σιδηροδρομικού δικτύου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1882 υπήρχαν σε λειτουργία μόνο 9 περίπου χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεαν την Αθήνα (Θησείο) με το επίνειό της, τον Πειραιά, το 1893 λειτουργούσαν 914 χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών και άλλα 490 ήταν υπό κατασκευή. Για τη χρηματοδότηση των έργων πήρε δύο μεγάλα δάνεια και επέβαλε φορολογία στον καπνό και το κρασί. Η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου επετεύχθη χάρη στον Τρικούπη, ο οποίος και την εγκαινίασε το 1893. Επίσης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη της παιδείας.
Στην επόμενη διακυβέρνησή του (1886-1890) μείωσε τον αριθμό των βουλευτών από 240 σε 150 (το κατώτατο όριο που προέβλεπε τότε το Σύνταγμα) και επίσης ενίσχυσε το Βασιλικό Ναυτικό με παραγγελία τριών μεγάλων πλοίων, των θωρηκτών Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά, για τη χρηματοδότηση των οποίων αναγκάστηκε να πάρει και άλλο ένα δάνειο. Επέβαλε και φόρο επί των οικοδομών.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης επιδίωξε έναν ιδιαίτερα αισιόδοξο εκσυγχρονισμό, ο οποίος παρουσίασε πάντως προβλήματα, καθώς οι αλλαγές δε βρήκαν πρόσφορο έδαφος λόγω της προβληματικής ελληνικής οικονομίας και του συντηρητικού πνεύματος της εποχής. Χαρακτηριστικός πολιτικάντης αντίπαλος στην εποχή του ήταν ο Τσελεπίτσαρης που διοργάνωνε πορείες με συνθήματα εναντίον του Τρικούπη.
Χαρακτηριστικό της προοδευτικότητάς του είναι το παράτολμο, για την εποχή του, όραμά του για τη ζεύξη του στενού Ρίου-Αντιρρίου, ιδέα που υλοποιήθηκε πάνω από έναν αιώνα αργότερα, το 2004, με την κατασκευή της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στην οποία δόθηκε το όνομά του στις 25 Μαΐου 2007.
Γενικότερα, η δράση του Χαριλάου Τρικούπη στην Ελλάδα θεωρείται από τις πιο καθοριστικές για τη μετάβαση της χώρας στον 20ό αιώνα. Το έργο του προκάλεσε πολλές φορές διχογνωμίες και αντιδράσεις την εποχή εκείνη, όμως τα αποτελέσματά του σε πολλές περιπτώσεις είναι ορατά ακόμα και στη μεταγενέστερη και σύγχρονη Ελλάδα.
Συνοψίζοντας, ο Χαρίλαος Τρικούπης υλοποίησε πολλά έργα στη χώρα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της και γι' αυτό αποτελεί αναμφίβολα έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν από αυτήν.

30 Μαρτίου 1952: εκτελείται ο Νίκος Μπελογιάννης, Έλληνας κομμουνιστής ηγέτης. (Γεν. 22/12/1915)

Ο Νίκος Μπελογιάννης (22 Δεκεμβρίου 1915 - 30 Μαρτίου 1952) ήταν Έλληνας κομμουνιστής, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και στέλεχος του ΔΣΕ. Εκτελέστηκε το 1952 ως κομμουνιστής με την κατηγορία της κατασκοπείας. Η δίκη που έμεινε στην ιστορία ως "Υπόθεση Μπελογιάννη" και η εκτέλεσή του έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και προκάλεσαν διεθνείς αντιδράσεις, ενώ έμειναν στην ιστορία ως παράδειγμα υπερβολικής σκληρότητας των μετεμφυλιοπολεμικών αντικομμουνιστικών διώξεων.
Προς τιμήν του ονομάστηκαν δρόμοι και οικισμοί σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όπως το χωριό Μπελογιάννης στην Ουγγαρία.

Η ζωή του
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία στα χρόνια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία απ' όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενούς του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.
Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες.
Κατά τον Εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν Πολιτικός Επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε σαν πολιτικός πρόσφυγας στις ανατολικές χώρες.

Η σύλληψη και η δίκη του
Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950 συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Α.Ν. 509/1947, που θεωρούσε εγκληματική οργάνωση το ΚΚΕ και το είχε κηρύξει παράνομο. Επίσης, κατηγορήθηκε ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.
Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951 με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο μετέπειτα δικτάτορας την 21η Απριλίου 1967, ως έκτακτος στρατοδίκης. . Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δηλώνει ότι η απόφαση δε θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται όμως ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει. Εν τω μεταξύ στις 16 Νοεμβρίου 1951 ανακαλύπτονται από την ασφάλεια παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Έτσι ο Μπελογιάννης και οι άλλοι κατηγορούμενοι προσάγονται σε νέα δίκη. Η δεύτερη αυτή δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση το μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών. Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Ο Νίκος Μπελογιάννης έμεινε γνωστός ως «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο», από ένα κόκκινο γαρύφαλλο που κρατούσε καθημερινά κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε ένα διάσημο σκίτσο από την εικόνα του ανθρώπου με το γαρύφαλλο.

Διεθνής κινητοποίηση
Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας, η κυβέρνηση Πλαστήρα λαμβάνει περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούν τη σωτηρία του Μπελογιάννη. Ανάμεσά τους ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, καθώς και 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Πωλ Ελυάρ, ο Ζαν Κοκτώ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Πάμπλο Πικάσσο, ο Τσάρλι Τσάπλιν είναι μερικά μόνο από τα ονόματα διανοούμενων και καλλιτεχνών που προσπαθούν να σώσουν τον Μπελογιάννη.
Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Σπυρίδων λέγοντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Η καταδίκη και η εκτέλεσή του
Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο αποτελούμενο αυτήν την φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη ομόφωνα σε θάνατο, την 1η Μαρτίου 1952. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη από τον ραδιοφωνικό σταθμό "Ελεύθερη Ελλάδα" του Βουκουρεστίου, αλλά και από το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της αστυνομίας», ενώ αντίθετα το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει πως ο γραφικός χαρακτήρας της επιστολής και η υπογραφή είναι γνήσια.
Πάντως όταν αυτό έγινε γνωστό ο ίδιος ο Ν. Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο, που τον επισκέφτηκε ότι "ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της ασφάλειας".
Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση Πλουμπίδη.
Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον Βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4.10΄ τη νύχτα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν δια τυφεκισμού. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που γέννησε μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή ακόμα και από τους Γερμανούς Ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Το πολιτικό παρασκήνιο
Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς, ΙΔΕΑτες έτσι ώστε να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα. Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και άρρωστος, (οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί του Κέντρου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, που στήριζε την κυβέρνηση Πλαστήρα, και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν υπέρ των εκτελέσεων). Επίσημα όμως διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατέφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη. Συνιστούσε μια «...απότομη οπισθοδρόμηση στις πρακτικές του Εμφυλίου Πολέμου...» από μια κυβέρνηση που ταυτόχρονα προωθούσε τα μέτρα ειρήνευσης και από ένα πρωθυπουργό που δεν είχε διστάσει να παραιτηθεί τον Αύγουστο του 1950, υποστηρίζοντας την κατάργηση της θανατικής ποινής.
Με τον θάνατό του ο Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής αριστεράς. Λίγες μέρες μετά την εκτέλεση το όνομά του δόθηκε σε ένα χωριό στην Ουγγαρία που στέγαζε Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Το χωριό Μπελογιάννης υπάρχει μέχρι σήμερα.
Πολύ σημαντικό στοιχείο για την δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει ενάντια των κατηγόρων του με την ιστορική του απολογία.Ανάμεσα σε άλλα είπε: "Ο λόγος που δικάζομαι είναι η ιδιότητα μου ως μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ" και ότι "οι κομμουνιστές που τους καταδικάζουν ως προδότες δώσανε το αίμα τους για το ψωμί και τις ελευθερίες του λαού. "Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την αυγή και το αύριο και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές στο μπόι των ονείρων μας στο μπόι των ανθρώπων".

Εργογραφία
Στην τελευταία του επιστολή, από το κελί των μελλοθανάτων, ο Ν. Μπελογιάννης αναφέρεται στην ύπαρξη δύο δικών του βιβλίων με θέματα την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και την ιστορία της λογοτεχνίας της αντίστοιχα. Από αυτά τα "χαμένα βιβλία", το πρώτο εκδίδεται το 1998 με αφορμή τον εορτασμό των 80 χρόνων του ΚΚΕ με τον τίτλο "Το Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα". Εκεί παρουσιάζεται η νεότερη ιστορία της Ελλάδας μέσω του εξωτερικού της δανεισμού. Από τα "Δάνεια της Ελευθερίας" του 1824 και τον ερχομό των Βαυαρών μέχρι και την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζεται σαν μια ιστορία υποτέλειας σε ξένες δυνάμεις που, συχνά και υπό την αμφίεση του φιλελληνισμού, δανείζαν την χώρα με δυσχερείς, υπό το άρτιο όρους, αποσπώντας τα πολλαπλάσια με την συνέργεια Ελλήνων πολιτικών. Το άλλο έχει τον τίτλο: «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρώτες μακρινές ρίζες - Προσχέδια - Σημειώσεις» το άφησε ανολοκλήρωτο. O Nίκος Mπελογιάννης έγραψε το «Σχέδιο για μια ιστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας» περίπου σε μια διετία, στα κρατητήρια της Aσφάλειας και τις φυλακές της Kέρκυρας. Tο έγραψε έγκλειστος, «για να δουν πως είμαστε και γραμματισμένοι άνθρωποι». Tα χειρόγραφα έβγαζε κρυφά από τη φυλακή ο θεατρικός κριτικός Στάθης Δρομάζος. H «Iστορία» του έχει σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό, αφού ακολουθεί τη μαρξιστική μεθοδολογία για να προσεγγίσει τα λογοτεχνικά έργα. H πρώτη έκδοση της «Iστορίας» έγινε με το ψευδώνυμο M. Kουλουριώτης, το 1952, με έξοδα της μητέρας Mπελογιάννη. H δεύτερη έγινε ένα χρόνο μετά, στη Pουμανία, με πρόλογο του Nίκου Zαχαριάδη. H τρίτη έκδοση τυπώθηκε το 1976 από τον οίκο «Πορεία». Tο έργο, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, γράφτηκε επειδή ο Mπελογιάννης «διεπίστωσε ότι έλειπε μια μαρξιστική ιστορία για τους όρους διαμόρφωσης του νεοελληνικού έθνους» επισημαίνει η Xριστίνα Nτουνιά. Mπορεί σήμερα να ελέγχεται για την επιστημονική του επάρκεια, αποτελεί όμως τεκμήριο μιας εποχής και μιας πολιτικής «διαφωτισμού» της Aριστεράς.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

29 Μαρτίου 2011: πεθαίνει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, έλληνας θεατρικός συγγραφέας. (Γεν. 2/12/1922)

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης του Στεφάνου (2 Δεκεμβρίου 1921 – 29 Μαρτίου 2011) ήταν Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος και ακαδημαϊκός.

Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκεμβρίου 1921. Το 1935 η οικογένειά του έρχεται για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Εργάζεται το πρωί και το βράδυ σπουδάζει τεχνικό σχέδιο στη Σιβιτανίδειο Τεχνική Σχολή. Το 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς και οδηγήθηκε και κρατήθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν μέχρι το 1945, οπότε και απελευθερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις.
Όταν γυρίζει στην Ελλάδα, οι παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν, το χειμώνα του 1945-46, τον συναρπάζουν... «εκεί ανακάλυψα τον εαυτό μου και τον προορισμό μου». Θα προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός, ελλείψει όμως γυμνασιακού απολυτηρίου δεν θα γίνει αποδεκτός από το Εθνικό Θέατρο. Έτσι αφοσιώνεται στο γράψιμο. Τον Καμπανέλλη ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το πρώτο θεατρικό έργο του ήταν ο Χορός πάνω στα στάχυα, που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο 1950 από τον θίασο Λεμού στο Θέατρο «Διονύσια» της Καλλιθέας.
Τον Οκτώβριο του 1981 τοποθετήθηκε στη θέση του διευθυντή ραδιοφωνίας της ΕΡΤ.
Από τα θεατρικά του έργα τα πλέον γνωστά είναι Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια, Έβδομη μέρα της δημιουργίας, Η Αυλή των θαυμάτων, Ηλικία της νύχτας, Παραμύθι χωρίς όνομα, Γειτονιά των Αγγέλων, Βίβα Ασπασία, Οδυσσέα γύρισε σπίτι, Αποικία των τιμωρημένων, Το μεγάλο μας τσίρκο, Ο εχθρός λαός και Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα.
Έγινε ακαδημαϊκός το 1999, στη νέα έδρα του Θεάτρου της Ακαδημίας Αθηνών. Του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.
Βρισκόταν νοσηλευόμενος σε μονάδα εντατικής θεραπείας μετά από επιπλοκή λόγω της νεφροπάθειας από την οποία έπασχε.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2011, λίγες μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του Νίκης.

Όλα τα έργα που παίχτηκαν

  • Χορός πάνω στα στάχυα - Θίασος Αδ. Λεμού, 1950
  • Έβδομη μέρα της δημιουργίας - Εθνικό Θέατρο, Β' Σκηνή, 1955-56
  • Αυτός και το παντελόνι του και Κρυφή ζωή (μονόπρακτα) - Βασ. Διαμαντόπουλος, 1957
  • Η Αυλή των Θαυμάτων - Θέατρο Τέχνης, 1957-58
  • Η ηλικία της νύχτας - Θέατρο Τέχνης, 1958-59
  • Ο Γορίλας και η Ορτανσία - Θίασος Ε. Βεργή, 1959
  • Παραμύθι χωρίς Όνομα - Νέο Θέατρο Βασ. Διαμαντόπουλου - Μαρ. Αλκαίου 1959-60
  • Γειτονιά των αγγέλων - Θίασος Καρέζη, 1963-64
  • Βίβα Ασπασία - Θίασος Καρέζη, 1966-67
  • Οδυσσέα γύρισε σπίτι - Θέατρο Τέχνης, 1966-67
  • Αποικία των τιμωρημένων - Πειραματικό Θέατρο Ριάλδη, 1970-71
  • Ασπασία - Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1971-72
  • Το μεγάλο μας τσίρκο - Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1972-73
  • Το κουκί και το ρεβύθι - Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1974
  • Ο εχθρός λαός - Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1975
  • Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα - Θέατρο Τέχνης, 1976-77
  • Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού - Θέατρο Τέχνης, 1978-79
  • Ο μπαμπάς ο πόλεμος - Θέατρο Τέχνης, 1981
  • Ο αόρατος Θίασος - Εθνικό Θέατρο, 1988
  • Ο δρόμος περνά από μέσα - 1992
  • Τρεις σε μοναξιά (Ο πανηγυρικός, Αυτός και το παντελόνι του, Ο επικήδειος) - Θέατρο Στοά, 1992, Θανάσης Παπαγεωργίου.

Έγραψε επίσης σενάρια κινηματογραφικών ταινιών κυριότερα των οποίων είναι:

  • Στέλλα σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
  • Ο δράκος σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου.
  • Αρπαγή της Περσεφόνης σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.
  • Το κανόνι και τ` αηδόνι σε σκηνοθεσία Ιάκωβου και Γιώργου Καμπανέλλη.
  • Κορίτσια στον ήλιο σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη.

Επίσης ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνέγραψε και το βιβλίο Μαουτχάουζεν, όπου εξιστορεί όσα έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης από το 1943 ως το 1945. Η διήγηση γίνεται σε δύο χρόνους, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται εναλλάξ στη ζωή στο απελευθερωμένο πλέον στρατόπεδο και στη ζωή κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας. Η αφήγηση, συνταρακτικά απλή και ανθρώπινη, παρέχει πληροφορίες για τις θηριωδίες που έλαβαν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ρίχνει φως και σε μία πιο άγνωστη πτυχή του δράματος: της επανάκτησης της ζωής από τους επιζήσαντες μέσα από την περιγραφή των αντικειμενικών συνθηκών αλλά και της ψυχολογικής κατάστασης των θυμάτων τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσής τους.
Έργα του Καμπανέλλη έχουν μεταφρασθεί και παιχτεί στην Αγγλία, Αυστρία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία και Σουηδία. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία στις εφημερίδες Ελευθερία (1963-65), Ανένδοτος (1965-66) και από το 1975 στα Νέα. Υπήρξε επίσης μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.

29 Μαρτίου 1979: πεθαίνει ο Νίκος Πεντζαρόπουλος, διεθνής ποδοσφαιριστής του Πανιωνίου, για πολλούς ο κορυφαίος έλληνας τερματοφύλακας, ο επονομαστείς και «Ήρωας του Τάμπερε». (Γεν. 17/1/1927)

Ο Νίκος Πεντζαρόπουλος (Ιούλιος 1927 - 29 Μαρτίου 1979) ήταν κορυφαίος Έλληνας διεθνής τερματοφύλακας και προπονητής τερματοφυλάκων. Αγωνίστηκε κυρίως στον Πανιώνιο.
Έμεινε στην ποδοσφαιρική ιστορία με το προσωνύμιο «ήρωας του Τάμπερε», έπειτα από την θρυλική του απόδοση σε αγώνα της εθνικής ολυμπιακής ομάδας που διεξήχθη στην πόλη Τάμπερε της Φινλανδίας κατά τη διάρκεια της Ολυμπιάδας του 1952. Ήταν 11 φορές διεθνής.

Ξεκίνημα και καταξίωση
Ο Νίκος Πεντζαρόπουλος, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1927 στην Καλλιθέα, όπου ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο το 1940 στον τοπικό Κεραυνό. Το 1943 εντάχθηκε στον Πανιώνιο σε ηλικία 16 ετών. Τον ανακάλυψε, ο τότε τερματοφύλακας και προπονητής των «κυανέρυθρων» Γιώργος Ρουσσόπουλος, ο οποίος απ’ την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι πρόκειται για σπάνιο ταλέντο. Σύντομα ο μικρός Νίκος, πέρασε απ’ τα τσικό στην πρώτη ομάδα, καθιερώθηκε και το 1948 κλήθηκε στην εθνική ομάδα.
Κάθε Κυριακή έδινε ρεσιτάλ με τα εξαιρετικά ρεφλέξ του, την ικανότητα του στις εξόδους, τις «πτήσεις» του και τις επιτυχείς επεμβάσεις του στα πέναλτι, κάνοντας τους φιλάθλους να παραληρούν. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό από ένα αγώνα στο Στάδιο Καραϊσκάκη με αντίπαλο τον Ολυμπιακό. Ο Πεντζαρόπουλος σουτάρει το ελεύθερο απ’ το ύψος της μεγάλης περιοχής, αλλά η μπάλα λόγω του αντίθετου ανέμου φθάνει ως το κέντρο. Ο Ανδρέας Μουράτης του Ολυμπιακού, που φημιζόταν για το δυνατό του σουτ, εξαπολύει έναν «κεραυνό» στέλνοντας την μπάλα με δύναμη προς την εστία του Πανιωνίου. Ο Πεντζαρόπουλος κάνει βήματα με την πλάτη προς την εστία. Στο ύψος της μικρής περιοχής βλέποντας ότι η μπάλα τον ξεπερνά, σηκώνεται στον αέρα, γυρίζει το σώμα του 90 μοίρες, τεντώνεται, και την διώχνει με την γροθιά πέφτοντας μέσα στα δίχτυα. Οι φίλαθλοι τον αποθεώνουν για την εκπληκτική απόκρουση κι ο Μουράτης τρέχει, τον σηκώνει και τον φιλάει.

Στην Εθνική
Ο Πεντζαρόπουλος αγωνίστηκε σε 11 ματς με την εθνική ομάδα, ενώ έπαιξε σε τρία ακόμα ματς στα οποία η εθνική αγωνίστηκε με την Τουρκία ως Μικτή Επιλέκτων (1/12/48, 2/3/52 και 18/5/52). Για πρώτη φορά χρίστηκε διεθνής στις 28/11/1948 σε φιλικό αγώνα κατά της Τουρκίας, μπαίνοντας ως αλλαγή στο β΄ ημίχρονο κι ενώ είχε διαμορφωθεί το τελικό σκορ (ήττα 1-2). Ακολούθησαν άλλα οκτώ ματς τα έτη 1949 ως 1952, όλα για το Κύπελλο Φιλίας Ανατολικής Μεσογείου, το οποίο γινόταν τότε, με αντιπάλους ομάδες, όπως η Αίγυπτος (1-3), Β΄ Ιταλίας (2-3, 0-3), Β΄ Γαλλίας (0-1), Συρία (8-0) και Τουρκία (1-2, 3-1, 1-0).
Στη συνέχεια μετείχε με την ομάδα στην Ολυμπιάδα του Ελσίνκι στη Φινλανδία το 1952, όπου έδωσε το συγκλονιστικότερο αγώνα του στο Τάμπερε. Τελευταίος αγώνας του με την εθνική ήταν ένας διεθνής φιλικός που έδωσε η ομάδα στις 25/7/1952 μετά τον αποκλεισμό της από τη συνέχεια του ολυμπιακού τουρνουά, με τη Μεγάλη Βρετανία, σε φινλανδικό γήπεδο. Ήταν νικηφόρος με 4-2.

Ήρωας του Τάμπερε
Η 15η Ιουλίου του 1952 ήταν η ημερομηνία -ορόσημο στην καριέρα του. Αγωνίζεται για δέκατη φορά με την εθνική ομάδα εναντίον της πανίσχυρης τότε Δανίας, στην πόλη Τάμπερε της Φινλανδίας για το ολυμπιακό τουρνουά της Ολυμπιάδας του Ελσίνκι. Παρουσία 7.000 θεατών στις κερκίδες, ο Πεντζαρόπουλος κάνει το παιχνίδι της ζωής του.
Εκτινάσσεται σαν αίλουρος, πραγματοποιώντας πολλές εξαιρετικές και συνάμα σωτήριες επεμβάσεις, απέναντι στους Δανούς διεθνείς που σφυροκοπούν την εστία μας. Αποσοβεί μια σίγουρη συντριβή. Τελικά, η εθνική Ελλάδος χάνει με σκορ 2-1 αλλά εκείνος αποθεώνεται απ’ τους φιλάθλους.
Ο Νίκος Πεντζαρόπουλος αποκαλείται «ήρωας του Τάμπερε» από τους Έλληνες δημοσιογράφους, που του αφιερώνουν για μέρες διθυραμβικά κείμενα και πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες. Ο διεθνής τύπος ήταν ανάλογα εγκωμιαστικός. «Γεννήθηκε ο νέος Ζαμόρα», έγραψαν οι ευρωπαϊκές εφημερίδες μετά τον αγώνα, παρομοιάζοντας τον, με τον κορυφαίο μέχρι τότε, παγκοσμίως, Ισπανό τερματοφύλακα.

Στην Ίντερ
Η μεγαλειώδης αυτή εμφάνιση του δεν περνάει απαρατήρητη. Ο προπονητής της Ίντερ Αλμπέρτο Φόνι, που βρίσκεται στο γήπεδο, εντυπωσιάζεται και του προτείνει να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο στην ιταλική ομάδα. Σε μια εποχή που το ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν τελείως ερασιτεχνικό και οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν οικονομικές απολαβές, η προοπτική του επαγγελματισμού και οι μυθικές οικονομικές απολαβές που του πρότειναν από την Ίντερ «ζάλισαν» τον Νίκο Πεντζαρόπουλο. Άλλωστε δεν προερχόταν από εύπορη οικογένεια και με δυσκολία εξασφάλιζε τα προς το ζην.
Το όνειρο μιας επαγγελματικής καριέρας, σ’ έναν απ’ τους κορυφαίους συλλόγους της Ευρώπης, τον ώθησαν να φύγει ξαφνικά για το Μιλάνο τον Αύγουστο του 1952. Υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ίντερ και ξεκίνησε προπονήσεις, ελπίζοντας ότι η διοίκηση του Πανιωνίου θα του έδινε την ελευθέρας του. Όμως, η τότε διοίκηση των «κυανέρυθρων» αντιμετώπισε αρνητικά την απρόσμενη αποχώρηση του και δεν ενέδωσε στα χρηματικά ανταλλάγματα που πρόσφεραν οι Ιταλοί. Η πολυπόθητη μεταγραφή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αν και έμεινε ένα περίπου χρόνο στην Ιταλία.
Στα φιλικά παιχνίδια που αγωνίστηκε με την Ίντερ ήταν επίσης εντυπωσιακός. Ενδεικτικό του θαυμασμού των Ιταλών για την αξία του, είναι ένα δημοσίευμα ιταλικής εφημερίδας με μεγάλη φωτογραφία, που απεικονίζει τον Πεντζαρόπουλο σε μια εκπληκτική εκτίναξη να μπλοκάρει την μπάλα και να είναι κυριολεκτικά οριζοντιωμένος λίγο κάτω απ’ το οριζόντιο δοκάρι. Το άρθρο είχε τίτλο: «Ο ιπτάμενος τερματοφύλακας» και η λεζάντα της φωτογραφίας έγραφε: «Ο Πεντζαρόπουλος πετάει…».

Η επιστροφή
Ο Νίκος Πεντζαρόπουλος επέστρεψε απογοητευμένος και πικραμένος στην Ελλάδα το 1953. Όπως περιγράφει ο τύπος της εποχής, του επιφυλάχθηκε εντυπωσιακή υποδοχή στον σταθμό Λαρίσης και λίγο καιρό μετά επανήλθε στον Πανιώνιο, όπου έπαιξε για δύο ακόμη χρόνια. Δεν θύμιζε όμως σε τίποτε τον παλιό καλό Πεντζαρόπουλο, τον ιπτάμενο τερματοφύλακα που λάτρεψαν όλοι οι Έλληνες φίλαθλοι και απογοητευμένος εγκατέλειψε την ενεργό δράση σχετικά νέος, σε ηλικία 28 ετών.
Τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκε με την προπονητική και στη συνέχεια με τις εφηβικές ομάδες του Πανιωνίου. Όνειρό του ήταν αν ιδρύσει μια σχολή τερματοφυλάκων. Λίγο πριν φύγει απ’ την ζωή, δίδαξε τα μυστικά της θέσης και την τεχνική του στις αποκρούσεις των πέναλτι, στον φέρελπι τότε Αντώνη Μανίκα, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα μνημόνευσε το δάσκαλο του, όταν απέκρουσε περί τα 15 πέναλτι σε μια τριετία στον Πανιώνιο και χρίστηκε διεθνής με την εθνική ομάδα.

Το τέλος
Η αυλαία για τον Νίκο Πεντζαρόπουλο, έπεσε στις 29 Μαρτίου του 1979. Έφυγε απ’ την ζωή σε ηλικία 52 ετών, χτυπημένος απ’ την επάρατο νόσο, χωρίς να προλάβει να δει τον αγαπημένο του Πανιώνιο να κατακτά λίγους μήνες αργότερα το Κύπελλο Ελλάδος.
Η θλιβερή είδηση έγινε πρώτο θέμα στον αθλητικό τύπο που φιλοξένησε εκτενή αφιερώματα στον «ήρωα του Τάμπερε». Τον έκλαψε όλη η φίλαθλη Ελλάδα…

29 Μαρτίου 2005: πεθαίνει ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. (Γεν. 29/7/1919)

Ο Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.

Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελικής Παπαδήμα. Από το γένος του πατέρα του καταγόταν από την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.
Όταν ήταν πέντε ετών η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Με την επίμονη προτροπή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του. Μερικά χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έπασχε από φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του Εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.


Πρωτοέγραψε ποίηση την άνοιξη του 1941. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδωσε τις «Παραλογαίς». Ακολούθησαν πολλές, ακόμη συλλογές με αποκορύφωμα την συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952), που εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.
Πήρε κακές κριτικές για τα πρώτα του ποιήματα από τους εκπροσώπους της γενιάς του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 οι κριτικοί άρχισαν να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματα του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέξανδρος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Δ. Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.ά.
Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α΄ Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό (ενσωμάτωσε ευρηματικά πολλά στοιχεία από τον ευρωπαϊκό και τον ελληνικό υπερρεαλισμό) δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο.
Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα από την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες όπως Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Ισπανικά, Πολωνέζικα. Ποιήματα του διδάσκονται σε σχολεία και πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έτεινε προς τον Αριστερό χώρο, χωρίς όμως να είναι απόλυτα αριστερός, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε όμως δεσμό από το 1960 μέχρι τον θανατό του με την σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη που συχνά έκανε την εικαστική επιμέλεια στα ποιήματά του. Της είχε αφιερώσει πολλές συλλογές όπως "Το Σκέυος" (1971) καθώς και συγκεκριμένα ποιήματα όπως "Τα Ρολόγια που Αναποδογυρίσαν Ανάποδα" (1998).

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Μηθύμνης στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Ο Σαχτούρης για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη από τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Το Υπουργείο Πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.
Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη αφήνωντας πίσω την σύντροφο του Γιάννα Περσάκη, την κόρη της και τις εγγονές της. Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής δήλωσε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλλυπητήρια του για τον θάνατο του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».

29 Μαρτίου 1870: γεννιέται ο Παύλος Μελάς, στρατιωτικός, από τους οργανωτές του Μακεδονικού Αγώνα. (Θαν. 13/10/1904)

Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού. Ήταν γιος του Μιχαήλ Μελά και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη. Στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην περιοχή της Μακεδονίας. Στην Ελλάδα θεωρείται ηρωϊκή φιγούρα και έχουν ονομαστεί προς τιμή του το χωριό Μελάς της Καστοριάς και ο Δήμος Παύλου Μελά στην κεντρική Μακεδονία.

Βιογραφία
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας στις 29 Μαρτίου του 1870. Ηταν ένα από τα επτά παιδιά του ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά και της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδυσσό. Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από τον Παρακάλαμο Πωγωνίου της Ηπείρου, όπου ακόμα σώζονται τα ερείπια του οικογενειακού πύργου.
Η οικογένεια του μετακινήθηκε στην Αθήνα το 1874.
Την εποχή εκείνη το κύριο εθνικό και πολιτικό ιδεολογικό ρεύμα στην Ελλάδα ήταν η Μεγάλη Ιδέα, η διεύρυνση των ελληνικών συνόρων για να συμπεριλάβουν ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία. Ο πατέρας του Μελά συμμεριζόταν αυτό το όραμα και δαπάνησε σημαντικό μέρος της προσωπικής του περιουσίας για την πραγμάτωση του. Ασχολήθηκε με την πολιτική, έγινε κατά περιόδους δήμαρχος Αθηναίων και βουλευτής Αττικής ενώ το 1896 θα γινόταν πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής εθνικιστικής οργάνωσης της οποίας μέλος ήταν και ο Παύλος. Σε ένα τέτοιο ιδεολογικό κλίμα ανατράφηκε ο νεαρός Μελάς.

Το 1885 ο Μελάς τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός το 1891. Παράλληλα γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού και μέλλοντα πρωθυπουργού Στέφανου Δραγούμη και αδερφή του Ίωνα Δραγούμη. Ο Στέφανος Δραγούμης ήταν επίσης φλογερός εθνικιστής και είχε εμφυσήσει στα παιδιά του αντίστοιχα ιδανικά. Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892 και απέκτησαν δύο παιδιά: Τον Μιχάλη (χαϊδευτικά Μίκης) το 1895 και τη Ζωή (χαϊδευτικά Ζέζα) το 1897.

Στις 12 Φεβρουαρίου του 1897 o Μελάς υπηρετούσε ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού. Υπό την πίεση της Εθνικής Εταιρείας και ενάντια στη θέληση των Μεγάλων Δυνάμεων, η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει εκστρατευτικό σώμα στην Κρήτη για την στήριξη της εκεί επανάστασης. Ο Μελάς απογοητευμένος έμαθε πως η μονάδα του δεν περιλαμβανόταν στο εκστρατευτικό σώμα. Την επόμενη μέρα όμως ανακοινώθηκε πως η πεδινή πυροβολαρχία του, υπό τη διοίκηση του πρίγκηπα Νικολάου, θα μετέβαινε στη Λάρισα. Στις 16 Φεβρουαρίου η μονάδα αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά και μέσω Χαλκίδας και με το σιδηρόδρομο από το Βόλο έφτασε στη Λάρισα. Η αποτυχημένη εισβολή Ελλήνων άτακτων στη Μακεδονία, οργανωμένων από την Εθνική Εταιρεία, στις 9 Απριλίου έδωσε στην οθωμανική κυβέρνηση την αφορμή που αναζητούσε για την κήρυξη πολέμου. Στις 18 Απριλίου έγινε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και η κήρυξη του πολέμου. Ο Μελάς στα ημερολόγια του εμφανίζεται ενθουσιασμένος από την έναρξη των εχθροπραξιών, όμως η γρήγορη αρνητική τροπή των πραγμάτων, η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και η εκκένωση της Λάρισας τον απογοήτευσαν. Στις 18 Μαΐου με την είδηση της ανακωχής με τηλεγράφημα από τον πατέρα του αρρώστησε με υψηλό πυρετό και ο γιατρός τον έστειλε στη Λαμία και στη συνέχεια στο πλωτό νοσοκομείο Θεσσαλία όπου υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα η σύζυγος του Ναταλία. Μαζί επέστρεψαν στο οικογενειακό του σπίτι στην Αθήνα όπου ανάρρωσε για μία εβδομάδα και στη συνέχεια ζήτησε και επέστρεψε στη Λαμία. Θα επέστρεφε σύντομα ξανά στην Αθήνα λόγω της ασθένειας του πατέρα του, ο οποίος πέθανε στις 17 Ιουνίου.

Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, συμμετείχε από τους πρώτους στο ιδρυθέν το 1900 Μακεδονικό Κομιτάτο για την προώθηση της ελληνικής επιρροής στην περιοχή της Μακεδονίας, ως αντίδραση στη δράση των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Έτσι από τον Φεβρουάριο του 1904 ο Παύλος Μελάς έσπευσε με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους Α. Κοντούλη, Α. Παπούλα και Γ. Κολοκοτρώνη, προς επιτόπια μελέτη της κατάστασης. Αποτυγχάνοντας σε εκείνη την πρώτη προσπάθεια, επανήλθε τον Ιούλιο του ίδιου έτους οπότε και εισήλθε στη Μακεδονία ως ζωέμπορος με το όνομα «Πέτρος Δέδες». Μετά από 20ήμερη παραμονή συναντήθηκε με τον Έλληνα πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη ανταλλάσσοντας σκέψεις για ανάληψη επιχειρήσεων και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα. Ύστερα από παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης ο Μελάς ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους με την εντολή να ασκεί καθήκοντα αρχηγού και στις μικρότερες ομάδες που δρούσαν εν τω μεταξύ στις περιφέρειες Μοναστηρίου και Καστοριάς.

Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, με ένοπλο σώμα 35 ανδρών,που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα). Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς. Τις επόμενες μέρες το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά να καταπονείται ιδιαίτερα. Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών όπου αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού ο Μελάς και οι σύντροφοι του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο όπου τους βοήθησε και εφοδίασε πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση. Συνέλαβε έξω από το Σρέμπερνο έναν ηλικιωμένο και δύο παιδιά 8 και 15 ετών και στην συνέχεια τον καταζητούμενο πατέρα του 15χρονου. Νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό και συνέλαβε ακόμα έναν καταζητούμενο εξαρχικό. Αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη. Στις 17 Σεπτεμβρίου προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Άιτος καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών όμως η απροθυμία συνεργασίας του ντόπιου συνεργάτη του του άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε να επιτεθεί στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή). Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία. Απαίτησε να δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και να ζητήσουν την αποστολή ιερέα και δασκάλου. Για να γίνει πιστευτή η απειλή του πήρε μαζί του τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά, τους οποίους οι συνεργάτες του εκτέλεσαν λίγο έξω από το χωριό. Η δολοφονία φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο χωριό Μπελκαμένη όπου τους υποδέχτηκαν μυστικά Έλληνες του χωριού. Το απόγευμα της επόμενης μέρας το σώμα μπήκε στο χωριό και υποχρέωσε τον ρουμανοδάσκαλο σε φυγή. Νωρίς το βράδυ το σώμα κατευθύνθηκε για να χτυπήσει το σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος). Την επόμενη μέρα όμως τα σχέδια τους ανατράπησαν όταν συνειδητοποίησαν πως στο χωριό βρισκόταν σημαντική δύναμη του οθωμανικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της άτακτης φυγής τραυματίστηκε θανάσιμα ο συνεργάτης του Μελά Θανάσης Καπετανόπουλος. Ο Μελάς τον σκέπασε με την κάπα του, στην οποία είχε αφήσει από αμέλεια ένα γράμμα του Καπετανόπουλου προς τον Δημήτριο Καλλέργη, τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι. Η εύρεση της επιστολής θα οδηγούσε αργότερα σε διάβημα της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση και την ανάκληση του Καλλέργη. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό το σώμα του Μελά κράτησε χαμηλό προφίλ και για αρκετές μέρες έμεινε στη Νεγοβάνη (σημερινό Φλάμπουρο).

Ο θάνατός του
Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα (σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών. Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του, Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.

Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς..
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.

Υστεροφημία
Ο Παύλος Μελάς, παρά τη μικρή του συμβολή στο στρατιωτικό σκέλος των ελληνικών επιχειρήσεων στη Μακεδονία, χάρη στη στάση του και την εκτεταμένη δημοσιότητα που απέκτησε ο θάνατος του αποτέλεσε υπόδειγμα γενναιότητας και αυταπάρνησης για την απελευθέρωση της πατρίδας στην ελληνική ιστορία. Στην Ελλάδα θεωρείται σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, και πολλά προσωπικά του αντικείμενα εκτίθενται τώρα στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης και στο μουσείο Παύλος Μελάς στην Καστοριά.
Σήμερα, το όνομα του φέρει προς τιμή του το χωριό Στάτιστα ενώ πλήθος προτομών του στολίζουν πλατείες πόλεων μεταξύ των οποίων στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα, την Κοζάνη και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Στη Θεσσαλονίκη, μετά το πρόγραμμα Καλλικράτης, οι δήμοι Σταυρούπολης, Πολίχνης και Ευκαρπίας ενώθηκαν σε ένα δήμο με την ονομασία Παύλος Μελάς.

29 Μαρτίου 1984: γεννιέται ο Μοχάμετ Μπουαζιζί, τυνήσιος μικροπωλητής, ο θάνατος του οποίου προκάλεσε την Τυνησιακή Επανάσταση και κατ’ επέκταση την Αραβική Άνοιξη.

Στις 18 Δεκεμβρίου του 2010, στην πόλη Σιντί Μπουζίντ της Τυνησίας, ένας πλανόδιος πωλητής φρούτων και λαχανικών, ο Μοχάμεντ Μπουαζίζι, αυτοπυρπολήθηκε, διαμαρτυρόμενος για την κατάσχεση των προϊόντων του από την αστυνομία επειδή δεν είχε άδεια. Η ενέργεια αυτή του 27χρονου πωλητή, ο οποίος τελικά εξέπνευσε στις 4 Ιανουαρίου του 2011, είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης αρχικά στη Σιντί Μπουζίντ και στη συνέχεια σε διάφορες πόλεις της Τυνησίας. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων αυτών τουλάχιστον 219 άνθρωποι φέρεται να έχουν σκοτωθεί. Ειδικότερα, σε ανακοίνωση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ αναφέρθηκε ότι 219 άτομα σκοτώθηκαν και 510 τραυματίστηκαν στη διάρκεια των βίαιων επεισοδίων που οδήγησαν στην πτώση του προέδρου Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι στις 14 Ιανουαρίου 2011. Εξ αυτών οι 147 πέθαναν στο δρόμο και οι υπόλοιπο 72 στις φυλακές.
Στις 14 Ιανουαρίου του 2011 ο πρόεδρος της χώρας Μπεν Αλί εγκατέλειψε την Τυνησία και κατέφυγε στη Σαουδική Αραβία. Την εξουσία ανέλαβε ο μέχρι τότε πρωθυπουργός Μοχάμεντ Γκανουσί. Στις 28 Ιανουαρίου 2011 άρχισαν διαδηλώσεις με αίτημα και την παραίτηση του Γκανουσί.

29 Μαρτίου 1996: 1996: αποφυλακίζεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών της Πάτρας, ο ισοβίτης Νίκος Κοεμτζής, ο οποίος είχε εκτίσει 23 χρόνια κάθειρξης για τη δολοφονία τριών αστυνομικών, το 1973.

Ο Νίκος Κοεμτζής (Αιγίνιο Πιερίας, 17 Ιανουαρίου 1938 - Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2011) ήταν Έλληνας μικροκακοποιός, που το 1973, επί χούντας, σκότωσε με σουγιά τρεις ανθρώπους (ανάμεσά τους δύο αστυνομικούς) και τραυμάτισε άλλους οκτώ μέσα σε νυχτερινό κέντρο στα Σεπόλια, επειδή παρενόχλησαν τον μικρό αδελφό του την ώρα που χόρευε ένα τραγούδι που είχε ζητήσει παραγγελιά. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ σε ισόβια, ενώ έμεινε στη φυλακή για 23 χρόνια.

Βιογραφία
Ο Νίκος Κοεμτζής γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1938 στο Αιγίνιο Πιερίας και ήταν γιος του Παναγιώτη και της Αναστασίας Κοεμτζή, που λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ επί Κατοχής, υπέστησαν πολλές ταλαιπωρίες από τις κρατικές αρχές κατά την μεταπολεμική περίοδο.
Το Φεβρουάριο του 1973 μόλις είχε αποφυλακιστεί, μετά από καταδίκη του για κλοπή. Το Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 1973, πήγε με την παρέα του στο νυχτερινό κέντρο Νεράιδα στα Σεπόλια, όπου τραγουδούσε ο Καρουσάκης, για να διασκεδάσουν. Ο αδελφός του, ο Δημοσθένης, έκανε παραγγελιά τις Βεργούλες του Μάρκου Βαμβακάρη και σηκώθηκε να χορέψει. Ο τραγουδιστής (Αθανασιάδης) ενώ στην αρχή του προγράμματος είχε ζητήσει να μην υπάρξουν παραγγελιές, τελικά ανακοίνωσε από το μικρόφωνο πως το επόμενο τραγούδι που θα πει είναι παραγγελιά. Ενώ ο Δημοσθένης χόρευε, ξαφνικά σηκώθηκαν και δύο άλλα άτομα, αστυνομικοί που γνώριζαν τον Κοεμτζή.
Οι αστυνομικοί ήταν ο Δημήτριος Πεγιάς, που υπηρετούσε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Υποδιευθύνσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών της Αστυνομίας Πόλεων και ο Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης που υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστείων Πρωτευούσης της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Οι αστυνομικοί παρενόχλησαν επιδεικτικά το Δημοσθένη και ο Νίκος Κοεμτζής σηκώθηκε και σκότωσε με σουγιά τρεις ανθρώπους (τους δύο αστυνομικούς, Πεγιά και Χριστοδουλάκη, και άλλο ένα άτομο από την παρέα τους), τραυματίζοντας άλλους οκτώ. Στην ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του.

Ο Τύπος της εποχής τον χαρακτήρισε κτήνος και συχνά αναφερόταν σε εγκληματίες ως κοεμτζήδες. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης.Λόγω της εποχής, των οικογενειακών του φρονημάτων και του ποινικού του ιστορικού αρχικά πέρασε πολύ άσχημα μέσα στη φυλακή, αλλά αργότερα ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού Αντώνης Αραβαντινός δήλωσε πως ο Κοεμτζής ήταν «ο μεγάλος του δάσκαλος» στη φυλακή.
Μετά την αποφυλάκισή του πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής.
Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, σε ηλικία 73 ετών. Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του: οι διασώστες του ΕΚΑΒ, που έφτασαν με μοτοσικλέτες, ειδοποίησαν ασθενοφόρο για να τον μεταφέρει στην Πολυκλινική. Οι γιατροί προσπάθησαν να τον κρατήσουν στη ζωή, αλλά δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ανακοπή.

Επιρροή
Το 1979 ο Διονύσης Σαββόπουλος στο δίσκο Ρεζέρβα συμπεριλαμβάνει ένα τραγούδι με τίτλο Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο. Το 1980 ο Παύλος Τάσιος σκηνοθετεί την ταινία Παραγγελιά με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου που είναι βασισμένη στο επεισόδιο. Στην ταινία η Κατερίνα Γώγου (πρώην σύζυγός του) απαγγέλλει στίχους από τα ποιήματά της.

29 Μαρτίου 1896: Ο Σπύρος Λούης κόβει το νήμα στο Μαραθώνιο των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, με χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα.


Ο Μαραθώνιος δρόμος
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό (Albin Lermusiaux) που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα μπήκε νωρίς μπροστά και προηγείτο. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος.

Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση. Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Τέντι Φλακ που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη.

Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά επειδή ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην!»

Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κερνάγανε κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Πολλοί του έταζαν από κοσμήματα ως τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο για πάντα. Δεν ξέρουμε αν τελικά τα πήρε όλα αυτά τα δώρα. Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό.»

Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Μετά τους Ολυμπιακούς γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.

29 Μαρτίου 2007: Λίγο πριν από την έναρξη του αγώνα βόλεϊ γυναικών Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός για το Κύπελλο Ελλάδος, σκοτώνεται στην Παιανία από μαχαίρι ο 25χρονος Μιχάλης Φιλόπουλος, κατά τη διάρκεια επεισοδίων μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων σε προγραμματισμένο ραντεβού «θανάτου» για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Την επόμενη ημέρα, η πολιτεία θα αποφασίσει την αναβολή όλων των αγώνων των ομαδικών αθλημάτων για δύο εβδομάδες.

Ο 25χρονος οπαδός των «πρασίνων» μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από οπαδούς των «ερυθρολεύκων», κατά τη διάρκεια ενός προγραμματισμένου ραντεβού θανάτου ανάμεσα στους οπαδούς των δύο ομάδων.

Το... ραντεβού αυτό είχε κανονιστεί αρκετές μέρες πριν με αφορμή τον τελικό Κυπέλλου στο βόλεϊ γυναικών ανάμεσα στους δύο «αιώνιους» αντιπάλους, με την Πολιτεία να είναι «απών» όπως συνηθίζει...

Υπολογίζεται ότι περίπου 400 άνθρωποι ήταν εκείνοι που γνώριζαν για το προκαθορισμένο ραντεβού, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για τα αποτελέσματα που θα είχε...

Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού συγκεντρώθηκαν στο Χαλάνδρι, εκείνοι του Ολυμπιακού στον Πειραιά, και ξεκίνησαν με κομβόι από μηχανές προς την Παιανία.

Στα επεισόδια που διαδραματίστηκαν εκεί, ο Μιχάλης Φιλόπουλος μαχαιρώθηκε και ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου, χωρίς έλεος, από τους οπαδούς του Ολυμπιακού, με το περιστατικό, μάλιστα, να καταγράφεται από κάμερα κινητού...

Η... απούσα Πολιτεία «εξαφάνισε» τη βία
Η Πολιτεία μετά το βροντερό... «απών» στο ραντεβού θανάτου, έβαλε -όπως πάντα- το μαχαίρι στο κόκκαλο και αποφάσισε τη διακοπή κάθε αθλητικής δραστηριότητας στη χώρα για δύο εβδομάδες! Στο επόμενο διάστημα πραγματοποιήθηκαν έφοδοι σε πολλούς συνδέσμους οργανωμένων, από τις οποίες προέκυψαν ευρήματα όπως όπλα, ναρκωτικά, μαχαίρια, ρόπαλα, μολότοφ και πάει λέγοντας...

Η... αποφασιστικότητα της Πολιτείας για να βάλει τέλος στην τυφλή οπαδική βία, είχε αποτέλεσμα καθώς βλέπουμε σήμερα τα γήπεδα γεμάτα, ειρήνη εκτός κι εντός αγωνιστικών χώρων και γενικά μία... ωραία ατμόσφαιρα!

Τέσσερις στη φυλακή
Για την υπόθεση αυτή, βρίσκονται στη φυλακή τέσσερα άτομα από τους -συνολικά- 27 κατηγορούμενους. Πρόκειται για τους Χρήστο Σακάτη, Βασίλη Ρουμπέτη, Νίκο Βαγιόπουλο και Βασίλη Ψυκάκο.

Ο Σακάτης καταδικάστηκε σε 16ετή κάθειρξη με μειωμένο καταλογισμό λόγω τοξικομανίας, ο Ρουμπέτης που πρωτόδικα είχε αθωωθεί (έχοντας εκτίσει 18 μήνες προφυλάκισης), καταδικάστηκε με 12ετή καθειρξη για απλή συνέργεια λόγω ελαφρυντικών, ενώ οι Βαγιόπουλος και Ψυκάκος καταδικάστηκαν με 10ετή κάθειρξη.

πηγη: http://www.sdna.gr/

29 Μαρτίου 2010: κάνουν την εμφάνισή τους οι ομάδες της δίκυκλης αστυνόμευσης «ΔΙΑΣ», που εξήγγηλε πριν από λίγο καιρό ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης

Οι ομάδες δίκυκλης αστυνόμευσης (ΔΙΑΣ) δημιουργήθηκαν το Μάρτιο του 2010 με σκοπό την πρόληψη, τον έλεγχο, την καταστολή βίαιων και εγκληματικών ενεργειών, όπως είναι οι ληστείες, οι βιασμοί, οι συμπλοκές, οι ανθρωποκτονίες. Αποτελούνται από δικυκλιστές, ιδιαίτερα από τη μονάδα των Ειδικών Φρουρών.

Γενικές πληροφορίες
Η πολιτική πρωτοβουλία για την δημιουργία της ΔΙΑΣ ανήκει στον τότε υπουργό Μιχάλη Χρυσοχοΐδη ενώ ο αξιωματικός που ανέλαβε την δημιουργία της και την διοίκησή της ήταν ο Ταξίαρχος Γιώργος Σταύρακας (σήμερα είναι Υποστράτηγος εν αποστρατεία), που παλαιότερα είχε δημιουργήσει και την ομάδα ΔΕΛΤΑ (Δύναμη Ελέγχου Ταχείας Αντίδρασης), ενώ είχε διατελέσει και διοικητής της Ομάδας ΖΗΤΑ. Ο Γιώργος Σταύρακας είναι ανηψιός του Αντιστράτηγου Ιωάννη Σταύρακα που ήταν Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. τη δεκαετία του 1980, ενώ στους άνδρες του ήταν πολύ αγαπητός και γνωστός ως ο θείος. Σημερινός διοικητής της ομάδας είναι ο Ταξίαρχος Σωτηρόπουλος.
Η ομάδα ΔΙΑΣ είναι εξοπλισμένη με σύγχρονες και γρήγορες μοτοσυκλέτες.

Εκπαίδευση
Οι αστυνομικοί που απαρτίζουν την ομάδα (ειδικοί φρουροί στη πλειοψηφία) ακολούθησαν εκπαίδευση, η οποία και θα επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματ με σκοπό να βελτιώνεται η ετοιμότητα και η επίδοσή τους.

Θύματα
Όπως όλες οι ομαδες της ΕΛ.ΑΣ, έτσι και η ΔΙΑΣ εχει θρηνήσει θύματα όπως στην περίπτωση των 2 αστυνομικών που σκοτώθηκαν στο Ρέντη με AK47 από κακοποιούς και άλλων απο τροχαια περιστατικα και δολοφονιες.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

28 Μαρτίου 1964: ιδρύεται ο Ράδιο Καρολίνα, ο πρώτος πειρατικός σταθμός στη Μ. Βρετανία

Το Ράδιο Καρολίνα (Radio Caroline) υπήρξε ο πρώτος πειρατικός ραδιοφωνικός σταθμός στη Μ. Βρετανία. Εξέπεμψε για πρώτη φορά στις 28 Μαρτίου του 1964 κι έμελλε ν' αλλάξει το μέλλον της ραδιοφωνίας στη «Γηραιά Αλβιόνα».

Σε μια περίοδο που απαγορευόταν η ιδιωτική πρωτοβουλία στα ερτζιανά, ο Ρόναν Ο' Ρέιλι, ένας ιρλανδός επιχειρηματίας από το χώρο της μουσικής βιομηχανίας, αποφάσισε να κάνει το πρώτο βήμα. Έστησε το σταθμό του πάνω σ' ένα πλοίο και βγήκε στον αέρα εν πλω, από τα διεθνή ύδατα, περίπου τρία μίλα ανοιχτά των αγγλικών ακτών. Έπαιζε κυρίως ποπ μουσική για νεαρούς και νοικοκυρές, ενώ η πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία του ήταν ότι εξέπεμπε σε 24ωρη βάση. Γρήγορα έγινε δημοφιλέστατος και το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί μιμητές.

Σε μία προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου, το 1967 η κυβέρνηση απαγόρευσε στις βρετανικές εταιρίες να διαφημίζονται σ' αυτούς τους παράνομους σταθμούς, ενώ και στα πλοίο από τα οποία εξέπεμπαν απαγορεύτηκε ο κατάπλους για ανεφοδιασμό με τρόφιμα, νερό και καύσιμα. Έτσι, όλοι οι «πειρατές» έκλεισαν. Εκτός από έναν... το Ράδιο Κάρολαϊν, που κατέφυγε στα ολλανδικά λιμάνια για τις απαραίτητες προμήθειες.

Οι επιπτώσεις από την επιβίωση του Ράδιο Κάρολαϊν ήταν άμεσες. Έξι εβδομάδες μετά την απαγόρευση, το κρατικό BBC ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός ποπ σταθμού εθνικής εμβέλειας, του Radio 1, στα πρότυπα του επιτυχημένου πειρατικού μοντέλου. Χρειάστηκαν άλλα πέντε χρόνια, μέχρι να αδειοδοτηθεί ο πρώτος ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός στο έδαφος της Μ. Βρετανίας.

Στο μεταξύ, αν και το Ράδιο Κάρολαϊν επιβίωσε μετά την απαγόρευση, αναγκάστηκε να σιγήσει το 1968, όταν το πλοίο του αποσύρθηκε από τη ναυτιλιακή εταιρία στην οποία ανήκε. Ξαναβγήκε στον αέρα από το 1972 έως το 1980. Αυτή τη φορά, το πλοίο βυθίστηκε κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Επανήλθε και πάλι το 1983 με νέο πλοίο, το οποίο επίσης ναυάγησε οκτώ χρόνια αργότερα. Το 1991, το Ράδιο Καρολάιν απέκτησε επίγειες εγκαταστάσεις στη Βρετανία κι έκτοτε εκπέμπει μέσω δορυφόρου.



ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr

28 Μαρτίου 2003: σώοι είναι οι 194 επιβάτες και τα 9 μέλη του αεροσκάφους των τουρκικών αερογραμμών, στο οποίο εκδηλώθηκε αεροπειρατεία και το οποίο προσγειώθηκε τα μεσάνυχτα στο αεροδρόμιο "Ελ. Βενιζέλος".

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  30/03/2003 00:00

Αίσιο τέλος είχε η περιπέτεια των 194 επιβατών και του εννεαμελούς πληρώματος του αεροσκάφους στο οποίο προχθές το βράδυ εκδηλώθηκε αεροπειρατεία λίγο μετά την απογείωσή του από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, καθώς ύστερα από διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν τέσσερις ώρες ο αεροπειρατής συνελήφθη από αστυνομικούς στο διεθνές αεροδρόμιο Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος».

Το αεροσκάφος τύπου Α310 εκτελούσε το βράδυ της Παρασκευής την πτήση ΤΚ 160 των Τουρκικών Αερογραμμών (Turkish Airlines) από την Κωνσταντινούπολη προς την Αγκυρα. Μεταξύ των επιβατών ήταν οι βουλευτές του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης Βαχίτ Ελντέμ και Τουρχάν Τσομέζ, ο πρώην βουλευτής και υπουργός Ισίν Τσελεμπί, ο βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Μαχμούτ Γιλντίζ και 11 αλλοδαποί. Λίγα λεπτά μετά την απογείωση ο αεροπειρατής Οζγκούρ Κεντσασλάν, 20 ετών, από την Τουρκία, σηκώθηκε από τη θέση του και ανέφερε στο πλήρωμα του αεροσκάφους ότι είναι ζωσμένος με εκρηκτικά. Ο 20χρονος ανάγκασε τον πιλότο να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί αρχικά προς τη Σμύρνη. Ωστόσο και πάλι άλλαξε γνώμη και ζήτησε να οδηγήσει το αεροπλάνο προς την Αθήνα προκειμένου να εφοδιαστεί με καύσιμα και στη συνέχεια να αναχωρήσει για το Βερολίνο.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Α. Γκιουλ επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον έλληνα ομόλογό του κ. Γ. Παπανδρέου και του ζήτησε να μην επιτραπεί στο αεροσκάφος να εισέλθει στον ελληνικό εναέριο χώρο, πολύ περισσότερο δε να προσγειωθεί στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», έτσι ώστε να αναγκαστεί να παραμείνει ή να επιστρέψει στην Τουρκία. Αμέσως σήμανε συναγερμός στα υπουργεία Εθνικής Αμυνας, Δημόσιας Τάξης και Μεταφορών, ενώ ενημερώθηκε και ο πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, ζήτησε να μην επιτραπεί η προσγείωση σε ελληνικό αεροδρόμιο ώστε να μην εμπλακεί η χώρα μας στην υπόθεση. Ο αεροπειρατής ωστόσο επέμενε και, καθώς ο πιλότος ενημέρωσε ότι τα καύσιμα τελείωναν, το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις 23.21 από τη Χίο και με τη συνοδεία δύο αεροσκαφών F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας κατευθύνθηκε προς την Αθήνα. Τρία λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και στάθμευσε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στον βόρειο διάδρομο του αεροδρομίου, ενώ στο σημείο έφθασαν αμέσως αστυνομικοί της Ειδικής Κατασταλτικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας μαζί με διαπραγματευτές. Πενήντα λεπτά αργότερα ο αεροπειρατής ύστερα από επικοινωνία με τον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου ζήτησε να γίνει ανεφοδιασμός καυσίμων. Σύμφωνα με εκπρόσωπο του αεροδρομίου, δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα στις αναχωρήσεις και αφίξεις των άλλων αερογραμμών.

Εν τω μεταξύ σε διαρκή επικοινωνία βρίσκονταν τα υπουργεία Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας καθώς επίσης και οι αρμόδιες υπηρεσίες των δύο χωρών προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, ενώ από την πρώτη στιγμή στο αεροδρόμιο συνεστήθη Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων, στο οποίο ήταν επικεφαλής ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. κ. Φ. Νασιάκος.

Σύμφωνα με τον υπουργό Μεταφορών της Τουρκίας Μπιναλί Γκιλντιρίμ, ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας κ. Ταγίπ Ερντογάν επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον νεαρό αεροπειρατή μέσω του κινητού τηλεφώνου βουλευτή που επέβαινε στο αεροπλάνο. «Ο αεροπειρατής μάς είπε ότι η μητέρα και η αδελφή του κρατούνται στη Γερμανία και υποφέρει» δήλωσε ο κ. Γκιλντιρίμ και προσέθεσε: «Καταλάβαμε ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα. Του μιλήσαμε ζεστά για να τον πείσουμε να τερματίσει την αεροπειρατεία». Ο τούρκος υπουργός ανέφερε ότι ο νεαρός, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος Γερμανίας, δεν έχει εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και δεν μπορούσε να φύγει από τη χώρα. Επίσης, όπως είπε ο κ. Γκιλντιρίμ, θεωρεί απίθανο ο αεροπειρατής να πέρασε δύο ελέγχους ασφαλείας στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης μεταφέροντας εκρηκτικά. Τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι συνομίλησε τηλεφωνικώς με επιβάτη του αεροσκάφους ο οποίος είπε: «Ολα είναι υπό έλεγχο. Υπάρχει ένας αεροπειρατής ο οποίος δεν κρατούσε κάτι αλλά μπορεί να είχε κάτι πάνω του».

Στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις των ανθρώπων της ΕΛ.ΑΣ. που βρίσκονταν στον πύργο ελέγχου μέσω του τούρκου κυβερνήτη. Τελικώς λίγο μετά τις 3 ο αεροπειρατής πείστηκε να απελευθερώσει τους επιβάτες και επτά μέλη του πληρώματος, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο κτίριο της ΕΛ.ΑΣ. στο αεροδρόμιο, όπου τους περίμενε ο τούρκος πρεσβευτής. Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γ. Παπανδρέου, αφού δήλωσε ότι όλοι οι επιβάτες είναι ασφαλείς, ευχαρίστησε τις ελληνικές αρχές για τη συμβολή τους τονίζοντας ότι «με τη συνεργασία των δύο υπουργείων Εξωτερικών και με τον συντονισμό του πρωθυπουργού κ. Κώστα Σημίτη η απελευθέρωση των επιβατών είχε αίσιο τέλος».

Εν τω μεταξύ ο 20χρονος, ο οποίος παρέμεινε στο αεροσκάφος μαζί με τους δύο πιλότους Ερόλ Μισίρ και Οζκάν Ουτσλέρ, μιλούσε μόνο τουρκικά και λίγα λεπτά αργότερα ζήτησε να μιλήσει εκ νέου με κάποιον στον πύργο ελέγχου αλλά στη δική του γλώσσα. Ξαφνικά, ενώ ο νεαρός περίμενε να συνομιλήσει, οι αστυνομικοί της ΕΚΑΜ εισέβαλαν στο πιλοτήριο, τον ακινητοποίησαν και του πέρασαν χειροπέδες. Ακολούθως τον επιβίβασαν σε περιπολικό και τον πήγαν στη Διεύθυνση Ασφαλείας του αερολιμένα.

Συγχαρητήρια από τον κ. Μ. Χρυσοχοΐδη
Αμέσως μετά τη λήξη του επεισοδίου ο υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, ο οποίος έφθασε εσπευσμένα από τη Βέροια, όπου συμμετείχε στο άτυπο συμβούλιο των υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξέφρασε σε δηλώσεις του την ικανοποίησή του για τη στάση που επέδειξε η ΕΛ.ΑΣ. και συνεχάρη τον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ. και άλλους ανώτατους αξιωματικούς οι οποίοι βρέθηκαν στο αεροδρόμιο και συντόνισαν τις επιχειρήσεις. «Ηταν μια δύσκολη στιγμή για τη χώρα μας, αφού θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλά θύματα σε περίπτωση μη καλού χειρισμού» επεσήμανε ο υπουργός. Σύμφωνα με ανακοίνωση της Αστυνομίας, ο 20χρονος είκοσι λεπτά μετά την απογείωση του αεροπλάνου από την Κωνσταντινούπολη μπήκε στο πιλοτήριο και έδειξε στον κυβερνήτη αυτοσχέδια ζώνη που φορούσε κάτω από τα ρούχα του ισχυριζόμενος ότι έχει εκρηκτικά. Παράλληλα απείλησε τον συγκυβερνήτη με ξυριστική λεπίδα στον λαιμό του και απαίτησε την προσγείωση του αεροσκάφους αρχικά στο Βερολίνο και μετά στην Αυστρία.

Ο συλληφθείς δικαιολόγησε την πράξη του λέγοντας ότι ήθελε να πάει στη Γερμανία προκειμένου να επισκεφθεί την έγκυο σύζυγό του, αφού οι γερμανικές αρχές δεν του χορηγούσαν προξενική θεώρηση. Στην κατοχή του βρέθηκαν μια αυτοσχέδια πλαστική ζώνη με 16 υποδοχές μέσα στις οποίες υπήρχαν 12 κεριά 20 εκατοστών. Στις βάσεις των κεριών είχε κολλήσει χάρτινα καλύμματα που έμοιαζαν με περίβλημα δυναμίτιδας. Επίσης κατείχε τρία ξυραφάκια.

Οι επιβάτες, αφού έδωσαν καταθέσεις στους αστυνομικούς, αναχώρησαν με άλλο αεροπλάνο της ίδιας εταιρείας για την Κωνσταντινούπολη στις 9 χθες το πρωί. Το πλήρωμα αναχώρησε λίγο αργότερα με το αεροπλάνο στο οποίο εκδηλώθηκε η αεροπειρατεία.

Εις βάρος του δράστη σχηματίστηκε δικογραφία και χθες το μεσημέρι οδηγήθηκε στον εισαγγελέα, ο οποίος του άσκησε ποινική δίωξη για τα κακουργήματα της κατάληψης αεροσκάφους και της παραβίασης κανόνων αεροπλοΐας. Επίσης του ασκήθηκε δίωξη για το πλημμέλημα της παράνομης οπλοφορίας και παραπέμφθηκε να απολογηθεί στην 7η τακτική ανακρίτρια, από την οποία ζήτησε και πήρε προθεσμία για αύριο, Δευτέρα.

Εν τω μεταξύ ο τούρκος υπουργός Μεταφορών δήλωσε χθες το μεσημέρι μετά από συνάντηση που είχε με τους βουλευτές που επέβαιναν στο αεροσκάφος ότι ζήτησαν από την Ελλάδα την έκδοση του αεροπειρατή.

πηγη: http://www.tovima.gr/

28 Μαρτίου 1893: γεννιέται ο Σπύρος Σκούρας, μεγαλοπαράγων του Χόλιγουντ, πρόεδρος της «20th Century - Fox» από το 1942 έως το 1962. (Θαν. 16/8/1971)

Ο Σπύρος Π. Σκούρας (28 Μαρτίου, 1893 – 16 Αυγούστου, 1971) ήταν Ελληνικής καταγωγής Αμερικανός, διευθυντικό στέλεχος σε κινηματογραφικές εταιρείες και πρόεδρος της 20th Century Fox από το 1942 έως και το 1962. Η προφορά του στα αγγλικά, όντας μετανάστης στην Αμερική από την Ελλάδα, ήταν τόσο διαβόητη ώστε ο Μπομπ Χόουπ είχε πει κάποτε "Ο Σπύρος είναι εδώ (σ.σ. στην Αμερική) 20 χρόνια αλλά ακούγεται σαν να έρχεται την επόμενη εβδομάδα". Ο Σκούρας στη μακρόχρονη καριέρα του επέβλεψε την παραγωγή ταινιών όπως η μυθική Κλεοπάτρα του 1963 αλλά και τη δημιουργία του οικιστικού συγκροτήματος Century City στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.

Βιογραφία
Γεννημένος στο Σκουροχώρι Ηλείας, ο Σπύρος μαζί με τα αδέρφια του Κάρολο και Γεώργιο έφθασαν στο Σεντ Λιούις του Μισούρι το 1910. Ήταν 3 από τα 10 παιδιά της οικογένειας ενός φτωχού βοσκού που κατάφεραν σε λίγα χρόνια να αναρριχηθούν στις διευθυντικές θέσεις των μεγαλύτερων στούντιο του Χόλυγουντ.
Ξεκίνησαν να εργάζονται σαν σερβιτόροι και μπάρμεν σε ξενοδοχεία και ζώντας με στερήσεις κατάφεραν να μαζέψουν μέχρι το 1914 οικονομίες 3.500 δολαρίων, τις οποίες επένδυσαν από κοινού με δυο ακόμα Έλληνες στην κατασκευή ενός κινηματογράφου. Τον ονόμασαν "Olympia" και σε λίγο καιρό ακολούθησαν οι εξαγορές και άλλων αιθουσών μέχρι του σημείου που είχαν στην κατοχή τους όλους τους κινηματογράφους του Σαντ Λιούις. Το όνειρο τους για την κατασκευή ενός παγκοσμίου κλάσεως κτιριακού συγκροτήματος με κινηματογράφους υλοποιήθηκε με την κατασκευή του "Ambassador", μια επένδυση 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων, το 1926. Το 1929 πούλησαν την αλυσίδα των κινηματογράφων στη Warner Bros. για να καταλάβουν διευθυντικές θέσεις σε κινηματογραφικές εταιρείες.
Το 1932 οι αδελφοί Σκούρα είχαν τη διεύθυνση 500 και πλέον αιθουσών της αλυσίδας Fox-West Coast. Ο Σπύρος βοήθησε στην συγχώνευση της Fox με τη 20th Century το 1935 και ανέλαβε τα ηνία του νέου στούντιο το 1942. Στη διάρκεια της 20ετούς θητείας του προσπάθησε να σώσει την παραπαίουσα βιομηχανία του κινηματογράφου από την επέλαση της τηλεόρασης. Το μότο της 20th Century Fox "Movies are Better than Ever" (οι Ταινίες είναι Καλύτερες από Ποτέ) απέκτησε σάρκα και οστά όταν ο Σπύρος Σκούρας παρουσίασε το σύστημα ευρείας εικόνας Σινεμασκόπ στην πρωτοποριακή για την εποχή της ταινία Ο Χιτών. Το νέο σύστημα εικόνας θεωρήθηκε από πολλούς σαν το φιλί της ζωής στο σινεμά και ένα σημαντικότατο όπλο στη μάχη με την τηλεόραση.
Η αποπομπή του από την προεδρία της εταιρείας έγινε ύστερα από τους οικονομικούς κλυδωνισμούς που προκάλεσε η παταγώδης αποτυχία της ταινίας Κλεοπάτρα. Έμεινε στην εταιρία σαν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά με μειωμένες αρμοδιότητες, μέχρι το 1969. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1971 σε ηλικία 78 ετών.

28 Μαρτίου 1871: Εγκαθίσταται η Παρισινή Κομμούνα, μία μορφή σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, που θα διαρκέσει έως τις 28 Μαΐου 1871.

Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η εργατική επαναστατική κυβέρνηση που εγκαθιδρύθηκε στο Παρίσι μετά την εξέγερση της εθνοφρουράς και των εργατών της πόλης και διήρκεσε από τις 26 Μαρτίου του 1871 μέχρι τις 28 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.
Με το τέλος του Γάλλο-Πρωσικού πολέμου το Παρίσι ήταν υπό Πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, ενώ είχε αντέξει την Πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν την Πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο, φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους και έτσι στις 18 Μαρτίου ο Γαλλικός στρατός μπήκε στο Παρίσι. Η εθνοφρουρά του Παρισιού αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα. Ο στρατός υποχώρησε στις Βερσαλλίες και η κυβερνηση κήρυξε τον πόλεμο στις δυνάμεις που κρατούσαν το Παρίσι.
Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν. Η Κομμούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα προς εύνοια των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά την διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά την διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο και κατάργησε τους τόκους.
Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου και από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με το Παρίσι. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε στις 21 Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η "Ματωμένη Βδομάδα" (La semaine sanglante). Καθ' όλη την διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι, και σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές μόνο κατά τη "Ματωμένη Βδομάδα" σκοτώθηκαν 17.000 παριζιάνοι ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι εκατόν σαράντα επτά Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Οι απώλειες των κυβερνητικών το ίδιο διάστημα ήταν 1.000. Συγκριτικά, την περίοδο της τρομοκρατίας κατά την πρώτη Γαλλική Επανάσταση, που διήρκεσε ενάμισι χρόνο, οι νεκροί ήταν 19.000.
Ακόμα και μετά την πτώση του Παρισιού, τα αντίποινα συνεχίστηκαν και 4,500 με 7,000 Κομμουνάροι εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, ενώ το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για ακόμα πέντε χρόνια. Σε αρκετές άλλες πόλεις δημιουργήθηκαν κομμούνες προς συμπαράσταση στο Παρίσι οι οποίες κατεστάλησαν και αυτές, όπως στις πόλεις Σαιντ-Ετιέν (Saint-Étienne), Λε Κροζό (Le Creusot) και Μασσαλία.
Τα πιο γνωστά έργα που αναλύουν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας είναι Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία του Καρλ Μαρξ, γραμμένο λίγο καιρό μετά το τέλος της Κομμούνας, και το Κράτος και Επανάσταση του Λένιν. Πληθώρα άλλων έργων σοσιαλιστών αναλυτών ασχολούνται με το θέμα. Η επίδραση της Παρισινής Κομμούνας στα επόμενα επαναστατικά εγχειρήματα των αρχών του εικοστού αιώνα υπήρξε μεγάλη, τόσο ως συμβόλου ως και του πρώτου πειράματος εργατικής-σοσιαλιστικής διακυβέρνησης.

πηγη: el.wikipedia.org/

28 Μαρτίου 1930: Η Κωνσταντινούπολη μετονομάζεται και επίσημα σε Ιστανμπούλ.

Είναι μία πόλη που την ήθελαν πολλοί, όμως ένας την έχτισε και ένας την κατέκτησε. Κωνσταντινούπολη, ένα όνομα που μιλάει στις καρδιές εκατομμυρίων Ελλήνων, φέρνοντας μία νοσταλγία και ένα παράπονο ως πρώτα αισθήματα. Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου όμως αυτό το όνομα όμως φέρνει μόνο... νεύρα, γιατί πολύ απλά την λένε, Ιστανμπούλ!

Όλα ξεκίνησαν το 667 π.Χ. όταν ένας Έλληνας από τα Μέγαρα δημιούργησε μία αποικία στην περιοχή που η Ευρώπη τελειώνει και ξεκινά η μυστηριώδης Ασία. Ήταν ο Βύζας, και η πόλη ονομάστηκε προς τιμήν του, Βυζάντιον. Το Βυζάντιο συνέχισε την ιστορική του διαδρομή ανάλογα με το μονοπάτι που ακολουθούσε ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος. Και που δεν έμπλεξε... Κάθε ιστορική περίοδος έχει ένα μικρό λιθαράκι και από το Βυζάντιο.

Κάπου στα τέλη του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα, η κάποτε κραταιά Ρωμαϊκή αυτοκρατορία αισθάνεται απειλή στα ανατολικά σύνορά της.  Προκειμένου να δοθεί μία νέα ώθηση στην Αυτοκρατορία που άρχιζε να παρακμάζει, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος αποφασίζει να μεταφέρει σε αυτό το εξαιρετικό από γεωπολιτικής άποψης σημείο, την πρωτεύουσα του κράτους του. Την ονόμασε μάλιστα και Νέα Ρώμη, επειδή γεωγραφικά ήταν μία πόλη ανάμεσα σε επτά λόφους, όπως και η Επτάλοφος Ρώμη.

Το όνομα όμως αυτό, όσο και επίσημο να ήταν δεν έγινε ποτέ αποδεκτό. Ήταν η πόλη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, και επειδή οι Έλληνες είχαν την συνήθεια να ταυτίζουν τις πόλεις με τους ιδρυτές τους, την ονόμασαν Κωνσταντίνου-πόλη, δηλαδή Κωνσταντινούπολη. Σημειώνεται πως όταν λέμε Έλληνες, εφόσον δεν υπήρχε ελληνική κρατική οντότητα, αναφερόμαστε στην πλειοψηφία των κατοίκων της ελληνικής ανατολής που ήταν Έλληνες στο γένος, ή ελληνίζοντες.


Η Πόλη θα γίνει το κέντρο του χριστιανικού κόσμου για πολλούς αιώνες. Θα είναι το ανάχωμα της χριστιανοσύνης απέναντι στις επιθέσεις των «αλλόπιστων βαρβάρων». Σημειώνεται πως περίπου τον 9ο αιώνα, στην Κωνσταντινούπολη βρισκόταν το 1/3 του ανθρώπινου πλούτου που βρισκόταν σε όλον τον πλανήτη.

Περιπέτειες ωστόσο θα περάσει πολλές, καθώς λόγω της γεωγραφικής της θέσης θα είναι εύκολος στόχος αλλά όχι εύκολος αντίπαλος. Τα απόρθητα τείχη της είχαν δημιουργήσει μύθους σε πολλά έθνη που προσπάθησαν να την κατακτήσουν. Μόνον οι Λατίνοι το κατάφεραν όμως το 1204, ιδρύοντας την βραχύβια Λατινική Αυτοκρατορία που κράτησε μέχρι το 1261, και τελικώς οι Οθωμανοί που την άλωσαν οριστικά το 1453 κάνοντάς την πρωτεύουσα του κράτους τους.

Παρ'όλες όμως τις αλλαγές ιδιοκτησίας της πόλης, το όνομά της παρέμεινε ίδιο. Τι κι αν οι Οθωμανοί της άλλαξαν όνομα, όμως ακόμη και οι ίδιοι δεν χρησιμοποιούσαν το νέο Ιστανμπούλ, αλλά το γνωστό σε όλη την Οικουμένη, Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε ο Μωάμεθ ο Πορθητής, προκειμένου να γίνει πιο γρήγορα αποδεκτός ως συνεχιστής της προηγούμενης αυτοκρατορίας, από τους άρχοντες της Δύσης, έγραφε τις επιστολές του όχι μόνο χρησιμοποιώντας το όνομα Constaninople, αλλά γράφοντας και στην ελληνική γλώσσα.

Έπρεπε να φτάσουμε στο 1930, όπου στο πλαίσιο του εθνικισμού, και μετά από έναν αιματηρό και για τις δύο πλευρές, ελληνοτουρκικό πόλεμο που έφερε την ανταλλαγή των πληθυσμών, η νέα κεμαλική Τουρκία δεν ήθελε τίποτα που να της θυμίζει Ρωμιούς και Ελλάδα. Έτσι καθιέρωσε το καθαρά τουρκικό όνομα Ιστανμπούλ. Το όνομα αυτό βγαίνει από την σε δωρική απόδοση της φράσης «Εις την πόλην / Εις ταν πόλιν», σε βαρειά τουρκική προφορά.

Έτσι λοιπόν προκειμένου οι κεμαλιστές να δημιουργήσουν μία ντε φάκτο κατάσταση αλλαγής ονόματος, προέβησαν σε μία κίνηση που ξάφνιασε πολλούς. Εκατοντάδες τηλεγραφήματα από όλον τον κόσμο δεν παραδίδονταν στους αποδέκτες, αλλά επιστρέφονταν στους αποστολείς με το αιτιολογικό πως δεν υπάρχει το σωστό όνομα της πόλης του παραλήπτη. Πλέον το Constantinople είχε πεθάνει για τους Τούρκους, και οι Δυτικοί έπρεπε να το αποδεχθούν. Από τότε διεθνώς ονομάζεται, Ιστανμπούλ. Όχι για όλους όμως...

Ορίστε και ένα γνωστό σατιρικό τραγούδι στο οποίο γίνεται μία προσπάθεια να αποδοθεί αυτή η σύγχιση με τα ονόματα της Πόλης...

Πηγή:  | iefimerida.gr 

28 Μαρτίου 1969: Ο Γιώργος Σεφέρης στηλιτεύει τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.


Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα.

Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».

Η Δήλωση Σεφέρη
    Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
    Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
    Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
    Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
    Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
    Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
    Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
    Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, θα αφαιρέσει από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Θα δικαιολογήσει την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα. Στον χορό θα μπει και ο φιλικός της Τύπος, που θα γράψει ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», ενώ θα τον χαρακτηρίσει κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.



ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr