Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

13 Νοεμβρίου: Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης

Η Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης (World Kindness Day) καθιερώθηκε το 2000 με πρωτοβουλία του Παγκοσμίου Κινήματος Καλοσύνης (World Kindness Movement), που συσπειρώνει εθνικές μη κυβερνητικές οργανώσεις – μέλη του Κινήματος. Η καλοσύνη είναι ένα θεμελιώδες μέγεθος της ανθρώπινης κατάστασης, που γεφυρώνει τις διαφορές φυλής, φύλου, θρησκείας και πολιτικής.

Η Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 13 Νοεμβρίου.


ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/worldays/331#ixzz3rN9vh8nb

13 Νοεμβρίου 1979: πεθαίνει ο Γιάννης Μαρής, δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων.


Ο Γιάννης Μαρής (αληθινό όνομα Ιωάννης ή Γιάννης Τσιριμώκος, του Δημοσθένη,1916-1979) ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας. Έγραψε δεκάδες βιβλία και σενάρια για τον κινηματογράφο και θεωρείται ο πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Πέθανε στις 13 Νοεμβρίου του 1979 από καρκίνο του εγκεφάλου.

Βιογραφία
Ο Γιάννης Τσιριμώκος που κατάγονταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας, γεννήθηκε στη Σκόπελο τον Ιανουάριο του 1916, όπου υπηρετούσε ο δικαστικός πατέρας του. Ο πολιτικός Ηλίας Τσιριμώκος (μετέπειτα βουλευτής, υπουργός και πρωθυπουργός) ήταν δεύτερός του εξάδελφος. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Χίο και στη Λάρισα και αργότερα φοίτησε στη Νομική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα και εντάχθηκε στο χώρο των σοσιαλιστών. Συμμετείχε μαζί με τον Ηλία Τσιριμώκο και τον Αλέξανδρο Σβώλο στην ίδρυση της «Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας» (ΕΛΔ) ενώ αργότερα προσχώρησε στο ΕΑΜ.

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκινάει να ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Εργάζεται στην εφημερίδα «Μάχη» σαν αρχισυντάκτης, σχολιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Μετά τις αποκαλύψεις που κάνει η εφημερίδα για τη Μακρόνησο θα διωχθεί και θα φυλακιστεί. Αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του Αλέξανδρου Σβώλου. Θα εργαστεί στις εφημερίδες «Προοδευτικός Φιλελεύθερος», «Ελεύθερος Λόγος», «Αθηναϊκή» για να καταλήξει τελικά στο συγκρότημα Μπότση («Ακρόπολις», «Απογευματινή», περιοδικό «Πρώτο»).

Ξεκίνησε το συγγραφικό του έργο στις αρχές της δεκαετίας του '50 δημοσιεύοντας σε συνέχειες στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Οικογένεια» το μυθιστόρημα του Έγκλημα στο Κολωνάκι (1953), με το οποίο και καθιερώθηκε από τους πρώτους συγγραφείς αστυνομικού μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημά του αυτό που εκδόθηκε κανονικά λίγο αργότερα από τις εκδόσεις Ατλαντίς θα γνωρίσει τεράστια επιτυχία και έξι χρόνια αργότερα (1959) θα μεταφερθεί με παρόμοια επιτυχία στον κινηματογράφο. Συνεχίζει να γράφει ακούραστα για 25 και πλέον χρόνια αφήνοντας πίσω του πλειάδα αστυνομικών μυθιστορημάτων, περίπου είκοσι σενάρια και δύο θεατρικά.

Ο Ιωάννης Τσιριμώκος ήταν μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, της Εταιρίας Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Είχε λάβει μέρος σε δημοσιογραφικές αποστολές στη Κίνα, ΗΠΑ, Ρωσία, Ισπανία, Πορτογαλία, και ανατολικές Χώρες. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών και μιλούσε επίσης γαλλικά.

Υπήρξε πολυμαθέστατος και διέθετε το «χάρισμα του προφορικού λόγου», πήρε μάλιστα μέρος στο ρεπορτάζ για την διαλεύκανση της δολοφονίας του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη.

Το έργο του
Αν και εμπορικά επιτυχημένος και δημοφιλής, ο Γιάννης Μαρής υπήρξε παραγνωρισμένος από τους κριτικούς στην εποχή του. Η ενασχόληση του με το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος που εντάσσονταν, από τους τότε κριτικούς, στην παραφιλολογία, του στέρησε την αναγνώριση σαν μεγάλου συγγραφέα. Πολλά χρόνια μετά αναγνωρίστηκε σαν κλασικός. Δημιουργός του θρυλικού χαρακτήρα Γεωργίου Μπέκα, χάρισε στην Ελληνική λογοτεχνία έναν ήρωα εφάμιλλο του Μεγκρέ.

Τα μυθιστορήματα του διαδραματίζονταν συχνά σε κοσμοπολίτικα μέρη με ήρωες εφοπλιστές, βιομηχάνους και καλλιτέχνες. Ο απλός κόσμος ήταν πάντα σε δεύτερη μοίρα, ενώ η αστυνομική πλοκή και το μυστήριο ήταν το πρόσχημα για να κερδίσει την προσοχή του αναγνώστη. Το πραγματικό ενδιαφέρον του ήταν η δημιουργία ατμόσφαιρας και οι ανθρώπινες σχέσεις. Η επιτυχία των μυθιστορημάτων εκείνων, που πουλούσαν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα, οδήγησε στην δημιουργία σχολής συγγραφέων και (υποδεέστερων σε κάθε περίπτωση) μιμητών.

Πολλά από τα έργα του μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο, τόσο από τον ίδιο, όσο και μετά το θάνατο του, δημιουργώντας έτσι το αντίστοιχο του φιλμ νουάρ στο Ελληνικό σινεμά. Μερικές επίσης από τις πιο επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής τηλεόρασης βασίστηκαν στα έργα του. Πολλά δε βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες.

13 Νοεμβρίου 2002: τεράστια οικολογική καταστροφή στις ακτές της Ισπανίας προκαλεί η βύθιση του ελληνικής ιδιοκτησίας δεξαμενόπλοιου "Prestige", που μετέφερε 70.000 τόνους πετρελαίου


Η 13η Νοεμβρίου βρίσκει το ελληνόκτητο, με σημαία των νήσων Μπαχάμες, τάνκερ Prestige να πλέει ακυβέρνητο ανοικτά των βορειδοτικών ακτών της Ισπανίας, μεταφέροντας στις δεξαμενές του 77.000 τόνους αργού πετρελαίου. Έξι ημέρες αργότερα κόβεται στα δύο και βυθίζεται σε απόσταση 250 χιλιομέτρων από τις ακτές της Γαλικίας.

Συνολικά 100 ακτές μολύνονται και η αλιεία απαγορεύεται σε απόσταση 400 χιλιομέτρων από αυτές. Χιλιάδες θαλασσοπούλια πεθαίνουν βουτηγμένα στο πετρέλαιο που διέρρευσε από το ηλικίας 26 ετών δεξαμενόπλοιο, το οποίο εν μέσω καταιγίδας υπέστη ρήγμα από την πρόσκρουση σε ογκώδες κοντέινερ που έπλεε στη θάλασσα.

Ο πρόεδρος της Γαλλίας, Ζακ Σιράκ, αποστομωτικός: «Νιώθω αποτροπιασμό για την ανικανότητα της ΕΕ να αποτρέψει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν αυτοί οι πλωτοί κάλαθοι αχρήστων».

Μέλη των συνεργείων καθαρισμού οδηγούνται στο νοσοκομείο λόγω των αναθυμιάσεων από το πετρέλαιο και οι ισχυροί άνεμοι αναδεικνύονται «σύμμαχοι» των πετρελαιοκηλίδων που πλησιάζουν τις ακτές.

Οι ειδικοί φοβούνται ότι υπάρχει κίνδυνος και οι 60.000 πετρελαίου που είχαν μείνει στις δεξαμενές του Prestige να φθάσουν στις ακτές, προκαλώντας μία από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές που έχει γνωρίσει η Ευρώπη -κατά τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις, μεγαλύτερη και από αυτή του Exxon Valdez.

Οι κάτοικοι της Γαλικίας διαδηλώνουν με το μήνυμα «ποτέ ξανά οικολογική καταστροφή», ζητώντας την παραίτηση της ισπανικής κυβέρνησης, καθώς η επαρχία βασίζει μεγάλος μέρος της οικονομικής της δραστηριότητας στην αλιεία.

13 Νοεμβρίου 1980: το αμερικανικό διαστημόπλοιο Βόγιατζερ 1 στέλνει τις πρώτες φωτογραφίες του Κρόνου.


To Βόγιατζερ 1 είναι ένα μη επανδρωμένο διαπλανητικό διαστημόπλοιο που εκτοξεύτηκε 16 ημέρες μετά τον Βόγιατζερ 2, στις 5 Σεπτεμβρίου 1977, από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ με προωθητικό σύστημα τον πύραυλο-φορέα Τιτάν IIIE-Κένταυρο. Η διαστημική του τροχιά ήταν έτσι προγραμματισμένη ώστε να πλησιάσει στον Ουρανό πολύ πιο πριν από τον δίδυμο Βόγιατζερ 2. Αρχικά το Βόγιατζερ 1 έφερε τον κωδικό Μάρινερ 11 και προοριζόταν να ενταχθεί στα πλαίσια του προγράμματος Μάρινερ.

Η τροχιά του
Το Βόγιατζερ 1 πήρε τις πρώτες φωτογραφίες προσεγγίζοντας τον Δία από τον Ιανουάριο του 1979. Η κοντινότερη προσέγγιση ήταν 278.000 km στις 5 Μαρτίου 1979. Στα πλαίσια της αποστολής αυτής λήφθηκαν σχεδόν 19.000 φωτογραφίες. Πλησίασε τον δορυφόρο Ιώ στα σχεδόν 18.640 km και ανακάλυψε τις πρώτες εξωγήινες ηφαιστειακές δραστηριότητες.

Χάρη στην επίδραση του πεδίου βαρύτητας του Δία συνέχισε το ταξίδι του επιταχύνοντας την πορεία του, έτσι ώστε στις 12 Νοεμβρίου 1980, σε απόσταση μόλις 124.200 km από τον Κρόνο, φωτογράφησε το σύστημα των δακτυλίων του και ανέλυσε τη σύσταση της ατμοσφαίρας και του Κρόνου και του δορυφόρου του Τιτάνα.

13 Νοεμβρίου 1979: πεθαίνει ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Ψαθάς.


Ο Δημήτρης Ψαθάς (1907-1979) γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου και ήρθε στην Αθήνα το 1923, όπου τελείωσε τις σπουδές του και αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία, στην ευθυμογραφία και στο θέατρο.
Το 1937 κυκλοφόρησε το πρώτο χιουμοριστικό βιβλίο του "Η Θέμις έχει κέφια" κι ευθύς τον επόμενο χρόνο "Η Θέμις έχει νεύρα". Εκείνο, όμως, που τον έκανε πανελλήνια γνωστό ήταν η "Μαντάμ Σουσού", η περιλάλητη ηρωίδα του ομώνυμου χιουμοριστικού μυθιστορήματός του. Τη δραματική περίοδο της Ιταλογερμανικής Κατοχής ο Δημήτρης Ψαθάς περιέγραψε με το δικό του αμίμητο τρόπο στα βιβλία του "Χειμώνας του 41" (1945), "Αντίσταση" (1945), και "Το χιούμορ μιας εποχής" (1946). Ο συγγραφέας ταξίδεψε στη Γαλλία, Αγγλία, Αμερική, Τουρκία, Αίγυπτο και περιέλαβε τις εντυπώσεις του στα βιβλία του "Κάτω από τους ουρανοξύστες" (1950), "Στη χώρα των μυλόρδων" (1951) και "Παρίσι, Σταμπούλ κι άλλα εύθυμα ταξίδια" (1951). Επίσης, εξέδωσε ένα άλλο χιουμοριστικό μυθιστόρημα, που περιλαμβάνει σάτιρα των ηθών της εποχής, με τον τίτλο "Οικογένεια βλαμμένου" (1956) και σειρά εύθυμων διηγημάτων που τιτλοφορούνται "Παρ ολίγον να γελάσουμε" (1960). Επιλογή χρονογραφημάτων του περιέλαβε σε τρία βιβλία με τους τίτλους "Από την εύθυμη πλευρά", "Στο καρφί και στο πέταλο", και "Πέρα βρέχει" (1960). 

Παράλληλα με τη δημοσιογραφία ο Δημήτρης Ψαθάς επιδόθηκε με θριαμβευτική επιτυχία και στη συγγραφή κωμωδιών, μερικές από τις οποίες κατέρριψαν το ρεκόρ των παραστάσεων στην Ελλάδα. Οι κωμωδίες του, που παίχθηκαν απ όλους σχεδόν τους κεντρικούς θιάσους της Αθήνας και με τους μεγαλύτερους Έλληνες ηθοποιούς είναι :
"Το στραβόξυλο" (1940),   "Ο εαυτούλης μου" (1941),   "Οι Ελαφρόμυαλοι" (1942),  "Μαντάμ Σουσού" (1942),   "Σκίτσα της εποχής" (όπου περιλαμβάνονται τα μονόπρακτα "Ο Κηφισοφών", "Γαλάζια χελώνα",   "Νευρικός κύριος",   "Τρελοί της εποχής" και "Ιφιγένεια. . . εν Μαύροις", 1944),  "Φον Δημητράκης" (1947),   "Η ζωή είναι ωραία" (1952),   "Ζητείται ψεύτης" (1953),   "Μικροί Φαρισαίοι" (1954),   "Ο φαύλος κύκλος" (1954),  "Ένας βλάκας και μισός" (1956),    "Προς Θεού μεταξύ μας" (1957),    "Φωνάζει ο κλέφτης" (1958),   "Εταιρία θαυμάτων" (1959),   "Η Μαίρη τα λέει όλα" (1960),  "Εξοχικόν κέντρον ο Έρως" (1960),   "Εμπρός να γδυθούμε" (1962),   "Χαρτοπαίχτρα" (1963),   "Ξύπνα, Βασίλη" (1965),   "Ο αχόρταγος" (1966),  "Ο κουτσομπόλης" (1968),   "Προίκα μου αγαπημένη" (1968), "Οι ατίθασοι" (1970),   "Ο αφελής" (1973),   "Το ανθρωπάκι" (1974).

 Τα περισσότερα από τα θεατρικά του έργα έχουν γίνει κινηματογραφικές ταινίες με τεράστια επιτυχία-η υψηλή θεαματικότητά τους από την τηλεόραση απ όπου προβάλλονται σήμερα αποδείχνει το αξεπέραστο ταλέντο του δημιουργού τους και τη μόνιμη επικαιρότητα των θεμάτων τους. Ο Δημήτρης Ψαθάς εξέδωσε επίσης και ένα ιστορικό χρονικό 500 σελίδων, συγκλονιστικό ντοκουμέντο από τη ζωή, τους διωγμούς και την αντίσταση του ελληνισμού της ιδιαιτέρας του πατρίδας, με τίτλο "Γη του Πόντου" (1966).

Πέθανε στις 13 Νοέμβρη 1979, στην Αθήνα, σ' ηλικία 72 ετών.

13 Νοεμβρίου 1964: αρχίζει η λειτουργία του τελεφερίκ της Πάρνηθας.


Το τελεφερίκ κατασκευάστηκε το 1972 από την Ελβετική εταιρία Habbeger AG και συντηρούνταν βάσει της τεχνικής υποστήριξης της επίσης Ελβετικής κατασκευάστριας εταιρίας τελεφερίκ Garaventa AG (του ομίλου Doppelmayr), η οποία και έχει αγοράσει την Habbeger.

Λόγω της σχετικής δυσκολίας του οδικού δικτύου, ιδιαιτέρως κατά τους χειμερινούς μήνες, η έλευση του κόσμου στο καζίνο της Πάρνηθας γίνεται κατά κύριο τρόπο με το τελεφερίκ..

Το τελεφερίκ της Πάρνηθας λειτουργούσε σε 24ώρη βάση, 365 ημέρες τον χρόνο, ενώ μετέφερε κατά μέσο όρο περίπου 800.000 επιβάτες ετησίως!

Τα κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά του τελεφερίκ είναι τα εξής:
Κεκλιμένο μήκος: 1.690 m
Μέση κλίση: 20° (36%)
Μέγιστη ταχύτητα: 7,0 m/s
Αριθμός καμπίνων: 2
Χωρητικότητα καμπίνας: 30 + 1 επιβάτες
Μέγιστη ικανότητα μεταφοράς στην άνοδο: 280 άτομα/ώρα
Αριθμός χειριστών: 1 + 2
Ισχύς κινητήρα: 194 kW (260 PS)

13 Νοεμβρίου 1963: η Σπόρτινγκ Λισσαβώνας σημειώνει το μεγαλύτερο σκορ σε μεγάλη διοργάνωση συλλόγων όταν κερδίζει τον ΑΠΟΕΛ με 16-1 στον πρώτο γύρο του Κυπέλλου Κυπελλούχων.


Η πρώτη συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση ήταν κάπως… εφιαλτική για την ομάδα του ΑΠΟΕΛ.

Το «πρόγευμα» ήταν καλό, αφού πέταξε εκτός την Νορβηγική Τζιόβικ Λιν, στη συνέχεια όμως τα παιχνίδια με την Πορτογαλική Σπόρτινγκ θεωρούνται άσχημες εμπειρίες. Οι Πορτογάλοι «φιλοδώρησαν» την κυπριακή ομάδα συνολικά με 18 τέρματα. Στο πρώτο σκέλος των αναμετρήσεων, στις 13 Νοεμβρίου του 1963, ο δείκτης του σκορ σταμάτησε στο 16-1. Μια εβδομάδα αργότερα η ομάδα της Λισσαβόνας ήταν επιεικής, αφού σταμάτησαν στα δύο (2-0).

13 Νοεμβρίου 1955: γεννιέται η Αμερικανίδα κωμική ηθοποιός Γούπι Γκολντμπεργκ, που έχει βραβευτεί με Όσκαρ ερμηνείας.


Η Γούπι Γκόλντμπεργκ , γεννημένη στις 13 Νοεμβρίου 1955 είναι Αμερικανίδα ηθοποιός. Έκανε το ντεμπούτο της στην ταινία Το Πορφυρούν Χρώμα (The Color Purple) το 1985, σε σκηνοθεσία Στίβεν Σπίλμπεργκ και για την οποία έλαβε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου και κέρδισε την πρώτη της Χρυσή Σφαίρα. Το 1990 υποδύθηκε το μέντιουμ Ότα Μέι Μπράουν στην δραματική κομεντί φαντασίας Αόρατος Εραστής (Ghost). Για την ερμηνεία της κέρδισε τη δεύτερη Χρυσή Σφαίρα και το πρώτο της Όσκαρ β' γυναικείου ρόλου. Άλλες αξιοσημείωτες δουλειές της στον κινηματογράφο αποτελούν: Τρελές Αδελφές (Sister Act, 1992) και Τρελές Αδελφές 2 (Sister Act 2: Back in the Habit), Made in America (1993), Ο Βασιλιάς των Λιονταριών (The Lion King, 1994), Το Κορίτσι Που Άφησα Πίσω (Girl, Interrupted, 1999) και Το Τρελό Κυνήγι του Θησαυρού (Rat Race, 2001). Μία από τις τελευταίες της εμφανίσεις έγινε στην ταινία κινουμένων σχεδίων Toy Story 3 (2010).

H Γκόλντμπεργκ έχει 13 υποψηφιότητες για βραβείο Emmy. Ήταν συμπαραγωγός στο δημοφιλές τηλεπαιχνίδι Τα Τετράγωνα των Αστέρων (Hollywood Squares) από το 1998 έως το 2004. Παρουσιάζει την πρωινή εκπομπή The View από το 2007 μέχρι σήμερα. Η Γκόλντμπεργκ έχει βραβευτεί με ένα Grammy, δύο Emmy, δύο Χρυσές Σφαίρες, ένα Tony και ένα Όσκαρ. Eπιπλέον έχει κερδίσει ένα BAFTA, τέσσερα People's Choice Awards και έχει τιμηθεί με το δικό της αστέρι στο Walk of Fame του Χόλιγουντ. Αποτελεί μία από τους 11 καλλιτέχνες που έχουν λάβει τα τέσσερα σημαντικότερα βραβεία (Emmy, Grammy, Oscar, Tony).

Τα πρώτα επαγγελματικά βήματα
Η Γκόλντμπεργκ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη το 1981 στο Citizen: I'm Not Losing My Mind, I'm Giving It Away σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Φάρλεϊ. Το 1983 δημιούργησε το The Spook Show, στο οποίο η ερμήνευε μονόλογους με διαφορετικούς χαρακτήρες. Ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς εντυπωσιάστηκε και προσφέρθηκε να μεταφέρει το σόου στο Μπρόντγουεϊ. Εκεί έλαβε την προσοχή του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Ο Σπίλμπεργκ θα σκηνοθετούσε την ταινία Το Πορφυρούν Χρώμα (The Color Purple), βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο της Άλις Γουόκερ. Έχοντας διαβάσει το βιβλίο, η Γκόλντμπεργκ ήταν ενθουσιασμένη που της προτάθηκε να συμμετάσχει στην ταινία. Το Πορφυρούν Χρώμα κυκλοφόρησε το 1985 και έγινε καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Έλαβε 11 υποψηφιότητες για Όσκαρ συμπεριλαβμανομένης και της κατηγορίας α' γυναικείου ρόλου για την Γκόλντμπεργκ. Η ταινία δεν κέρδισε κανένα Όσκαρ αλλά η Γκόλντμπεργκ βραβεύτηκε με τη Χρυσή Σφαίρα α' γυναικείου ρόλου σε δραματική ταινία.

13 Νοεμβρίου 1940: κάνει πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη η Φαντασία, η φαντασμαγορική ταινία κινουμένων σχεδίων του Γουόλτ Ντίσνεϊ.


Σταθμός στην καριέρα του Γουόλτ Ντίσνεϊ υπήρξε η ταινία «Φαντασία» το 1937. Ένας συνδυασμός κινουμένων σχεδίων και κλασσικής μουσικής, ένα πρώιμο «βίντεο-κλιπ» μεγάλων διαστάσεων, που έχει περάσει στο Πάνθεον της έβδομης τέχνης





13 Νοεμβρίου 1888: γεννιέται στην Τήνο ο γλύπτης Αντώνιος Σώχος.


Γεννήθηκε στα Ιστέρνια της Τήνου και καταγόταν απο οικογένεια με μεγάλη παράδοση στον χώρο της γλυπτικής. Θείος του ήταν ο επίσης γλύπτης Λάζαρος Σώχος. Μεγάλωσε στην Πάτρα όπου ήταν εγκαταστημένη η οικογένειά του και όπου ο πατέρας του διατηρούσε μαρμαρογλυφείο. Σπούδασε στη σχολή καλών τεχνών της Αθήνας, συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και το Μόναχο, τα έξοδα των οποίων καλήφθηκαν απο το Αβερώφειο βραβείο που κέρδισε.

Με την επιστροφή του διορίστηκε καθηγητής της αρχιτεκτονικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1959. Το 1965 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Τα έργα του είναι πάρα πολλά και κοσμούν συλλογές μουσειών και δημόσιους χώρους στην Ελλάδα, την Αίγυπτο, την Κύπρο, την Βουλγαρία κ.α. Χαρακτηριστικά αναφέρονται: το άγαλμα του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Πάτρα, το άγαλμα του Καψάλη στο Μεσολόγγι κ.α. Είχε συγγράψει το βιβλίο «η Λαϊκή Τέχνη στην Τήνο».

Απεβίωσε το 1975. Τα τελευταία χρόνια στράφηκε προς την ξυλογλυπτική ενώ το 1964 δώρισε στον δήμο Πατρέων μερικά γλυπτά του. Ανηψιός του ήταν ο μουσικός Ονούφριος Σώχος.

13 Νοεμβρίου 1821: Κυριεύεται η Άρτα από τους επαναστατημένους Έλληνες.


Μετά τη συνθήκη που υπογράφηκε στο Πέτα στις αρχές Σεπτεμβρίου 1821, ανάμεσα στους Έλληνες και στους Αλβανούς, τα πράματα ωρίμασαν για μια σημαντική πια επιθετική ενέργεια των συμμάχων κατά των τούρκων.

Σε μια σύσκεψη στο Βραχώρι, αποφασίστηκε να γίνει επίθεση κατά της Άρτας. Αλλά στο μεταξύ έπεσε στα χέρια των τούρκων ένα από τα φρούρια του Αλή η Λιθαρίτσα κι οι σουλιώτες με τους αλβανούς αποφάσισαν να επιτεθούν κατά του στρατοπέδου του Χουρσίτ, που πολιορκούσε τον Αλή.

Ο Αλής όμως φοβούμενος μη γίνει υποχείριος στους σουλιώτες, τους αναχαίτισε μ΄ένα του γράμμα:
«Πολυφίλητα τέκνα μου. Προ μικρού επληροφορήθην ότι έρχονται τα παλληκάρια σας εναντίον του εχθρού μου Χουρσίτ. Προειδοποιώ ότι στο φρούριό μου είμαι απόρθητος. Περιφρονώ τον ασίαιο (=από την Ασία) αυτόν πασά και μπορώ ν΄αντισταθώ επί πολλά χρόνια.

Η μόνη εκδούλευσις που ζητάω από την ανδρεία σας, είναι να καθυποτάξετε την Άρτα και να πιάσετε ζωντανό τον Ισμαήλ Πασόμπεη, τον αρχαίο μου δούλον, τον λυσσαλέον εχθρόν της οικογενείας μου, τον εργάτην των κακών και δεινών συμφορών που μαστίζουν την ατυχή χώρα μας, που την ερήμωσε μπροστά στα μάτια σας. Διπλασιάσατε τας προσπαθείας σας προς τούτο.

Θα κόψετε το κακό στη ρίζα του, οι δε θησαυροί μου θα είναι ανταμοιβή των παλληκαριών σας, των οποίων η αντρεία κάθε μέρα αποκτά νέα εκτίμηση στα μάτια μου. Αλής».

Ύστερα από αυτή την επιθυμία του Αλή, οι σύμμαχοι αλβανοί, σουλιώτες και λοιποί έλληνες, αποφάσισαν να στραφούν κατά της Άρτας.Την Άρτα την υπεράσπιζαν πέντε χιλιάδες τούρκοι, ιππικό και πυροβολικό. Μερικοί καπεταναίοι ήταν υπέρ της αναβολής της επίθεσης.

Οι σουλιώτες προτιμούσαν μια επίθεση προς τη Θεσπρωτία, γιατί -υποστήριζαν- οι σουλιώτες θέλουν θάλασσα, κι η Άρτα είναι στεριανή. Τελικά επικράτησε η άποψη για την επίθεση στην Άρτα. Πρώτοι κινήθηκαν οι σουλιώτες. Πλησίασαν το δυτικοβόρειο μέρος της πόλης. Κάθε σώμα είχε επί κεφαλής τον αρχηγό μιάς φάρας.

Ήταν εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης με τριακόσιους δικούς του, ο Νότης Μπότσαρης, οι Τζαβελαίοι, ο Δράκος, οι Ζερβαίοι, ο Βέικος, ο Φωτομάρας, οι αλβανοί Άγο Βάσιαρης, Σουλειμάν Μέτος, Τσένκο Βελής ο γιος του Μούρτο Τζάλη κι άλλοι. Προς τη Γραμμενίτσα ήταν ο Τσαρακλής, οι Κουτελιδαίοι κι άλλοι. Στις 10 Νοεμβρίου ο Μάρκος έπιασε το Μαράτι, χωριό της Άρτας, που χωρίζεται απ΄την Άρτα με τον Άραχθο ποταμό, κι οχυρώθηκε στο εκεί τζαμί και στο χάνι.

Μαζί του ήταν κι ο Καραϊσκάκης με εξ συνοδούς του, που είχε πάει να επισκεφτεί τον Μάρκο. Στην Κούλια του Μαρατιού οχυρώθηκαν οι Λιόνε Παντούλης κι ο Γιωργάκης Μαλάμος. Η θέση του Μαρατιού είναι κατά τον Πουκεβίλ «περίκυκλος εκ καλαμών του είδους όπερ καλείτε calamus orientalis, πορτοκαλλεών, λεμονιών και ελαιών».

Κατά τον Μακρυγιάννη, ήταν τότε στην Άρτα περί τις 12.000 τούρκοι, ενώ ο Φιλήμων τους υπολογίζει σε 4.000.Στις 11 Νοεμβρίου οι τούρκοι «από βαθείας πρωίας ήρξαντο αδιακόπου τηλεβολισμού» κατά του Μαρατιού.

Και μετά το μεσημέρι εξώρμησαν πρώτα κατά των Ζερβαίων, ύστερα κατά των Τζαβελαίων και τέλος κατά των Μποτσαραίων. Οι έλληνες έπαθαν αρκετές ζημιές και ο Μάρκος κλείστηκε στο τζαμί απ΄όπου απέκρουσε τρείς επιθέσεις των τούρκων. Κατά τον Κουτσονίκα οι τούρκοι που επετέθησαν στο Μαράτι ήταν 4.000, κι είχαν επί κεφαλής τον Μεχμέτ Δεσίτ Πασά Κιουταχή, τον Ισμαήλ Πλιάσα, τον Χασάν Κασάμπαση κι άλλους.Σ΄αυτή την κρίσιμη για τους σουλιώτες στιγμή φάνηκε πάνω στα υψώματα του Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης με 300 άντρες.

Τότε βγήκε κι ο Μάρκος από το τζαμί, κι όλοι μαζί πήραν κυνηγητό τους τούρκους. Οι τούρκοι άφησαν στο πεδίο της μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες, κι ένα τηλεβόλο, απ΄αυτά που χειρίζονταν πυροβοληταί εκπαιδευμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Καραϊσκάκης, που είχε ακούσει, αλλά δεν είχε ιδεί άλλοτε τους σουλιώτες να πολεμούν, τους θαύμασε κι ιδιαίτερα τον Μάρκο τον οποίο χαρακτήρισε «αμίμητο».

Το βράδυ της ίδιας μέρας (11 Νοεμβρίου) οι έλληνες που ήταν στα υψώματα του Πέτα, κινήθηκαν προς την Άρτα. Έχοντας επί κεφαλής τον Γώγο Μπακόλα, τον Βαρνακιώτη, τον Ίσκο, τον Τσόγκα, τον Βαλτινό, τον Κατσικογιάννη, τον Βλαχόπουλο κι άλλους, προχώρησαν κι έπιασαν τον Αϊ-Λιά της Άρτας, «πανουκέφαλα» στην πόλη.

Στα ΝΑ της Άρτας, στο μονοαστήρι της Φανερωμένης και στις Πόρτες (ανατολική είσοδος στην Άρτα), ήταν οχυρωμένοι οι τούρκοι του Σμαήλπασα Πλιάσα.Στις 12 Νοεμβρίου στο εκκλησάκι του Αϊ-Λιά της Άρτας έγινε συνάντηση των απεσταλμένων των σουλιωτών Φωτομάρα, Καραϊσκάκη και Άγου, με το Γώγο Μπακόλα και τους άλλους αρχηγούς.

Κι έβαλαν το σχέδιο για την τελική επίθεση κατά της Άρτας. Τρακόσιοι σουλιώτες, θα περνούσαν το ποτάμι και από το Μαράτι θάπιαναν στο βορειοδυτικό άκρο της Άρτας τους μύλους και το Μουχούστι, προάστειο τότε της Άρτας, που γινόταν η ετήσια ζωοπανήγυρη.

Κι εκατό από τις δυνάμεις που ήταν στον Αϊ-Λιά, θα κατέβαιναν βορειοδυτικά απ΄τον Αϊ-Λιά, να πιάσουν το μοναστήρι της Οδηγήτριας και το εκκλησάκι των αγίων Αποστόλων. Αρχηγοί στους τρακόσιους ορίστηκαν ο Μάρκος, ο Καραϊσκάκης, ο Βέϊκος, ο Δράκος, ο Κουτελίδας, ο Τσαρακλής και το παιδί του Μούρτο Τζάλιου. Αρχηγοί των εκατό ορίστηκαν ο Φωτομάρας κι ο Μακρυγιάννης. Την ίδια μέρα (12 Νοεμβρίου) που στρώνονταν το σχέδιο, ο Μάρκος με τους σουλιώτες του έκαναν έφοδο προς την γέφυρα της Άρτας.

Οι τούρκοι, παρ΄ότι είχαν κανόνια δυτικά από τη γέφυρα, πανικοβλήθησαν, τα εγκατέλειψαν κι έτρεχαν να σωθούν προς την πόλη. Μερικοί από τους σουλιώτες πέρασαν τη γέφυρα κι ανακατωμένοι με τους τούρκους έφτασαν ως το Μουχούστι.

Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στη γέφυρα κι είχε για προσκεφάλι του τη βάση ενός κανονιού, απ΄ αυτά που παράτησαν οι τούρκοι.Στις 13 Νοεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Οι τρακόσιοι σουλιώτες ώρμησαν από το Μαράτι, πέρασαν το ποτάμι, έφτασαν απέναντι. Πεζικό και καβαλαρία των τούρκων τους χτύπησε.

Αλλ΄αυτοί ήταν «αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Ένα τουφέκι ρίξαν στους τούρκους και βγάλανε αμέσως τα σπαθιά και τους αφανίσαν και τους έμπασαν μέσα στη χώρα και εις το σαράι και γύρα εις τις δυνατές τους θέσεις κι εκεί τους άφησαν και πιάσαν τα διορισμένα πόστα τους οι τρακόσιοι».

Σύγχρονα άλλοι σουλιώτες πέρασαν σαν αστραπή τη γέφυρα και προχώρησαν στο Μουχούστι, σέρνοντας μαζί τους τα κυριευμένα τούρκικα κανόνια και χτυπώντας μ΄αυτά τους εχθρούς τους.Και οι εκατό του Αϊ-Λιά είχαν να αντιμετωπίσουν οχτακόσιους τούρκους. Οι τούρκοι ήταν στο μοναστήρι της Οδηγήτριας, στους Αγίους Αποστόλους και στην κούλια της Μητρόπολης κι από κει χτυπούσαν τους εκατό.

«Αν ήμαστε οι εκατό κιοτήδες κι ανάξιοι, οι τριακόσιοι μας φιλοτίμησαν».

Ρίχτηκε το πρώτο ντουφέκι, χτυπήθηκε ο πρώτος τούρκος, ύστερα άλλοι είκοσι, κι οι τούρκοι με την ορμή των ελλήνων, φοβήθηκαν, παράτησαν την Οδηγήτρια και τάλλα οχυρά τους στο μέρος αυτό και τράβηξαν προς την πόλη, στη δεύτερη, ας πούμε, οχυρωματική γραμμή, που ήταν η Παρηγορήτισσα και το Σαράι. Στην Παρηγορήτισσα μάλιστα ο Πασόμπεης Γιαννιώτης είχε βάλει στα παράθυρά της κανονάκια.Αλλά ούτε στη γραμμή αυτή κρατήθηκαν οι τούρκοι.

Οι έλληνες τους έβγαλαν απ΄την Παρηγορήτισσα. Έτσι στο ύψωμα αυτό κι όλος ο μαχαλάς του βουνού έπεσε στα χέρια των ελλήνων. Παράλληλα οι τρακόσιοι σουλιώτες έβγαλαν τους τούρκους από το σαράι και τόκαψαν. Κατέλαβαν και το μισό παζάρι, που λεγόταν «γύφτικα».

Την τελική επίθεση την έκανε ο Γώγος Μπακόλας στη Φανερωμένη και τις Πόρτες. Αλλά ο Χασάνπασας είχε εγκατασταθεί στο γαλλικό προξενείο (κονσουλάτο), που ήταν στο λόφο της Αγίας Θεοδώρας και μπορούσε από κει να ελέγχει το απέναντι βουνό, απ΄το οποίο κατέβαιναν οι έλληνες.

Κι ενώ ο Γώγος κατελάμβανε τη Φανερωμένη και τις Πόρτες, μπήκαν στη μάχη κι οι αλβανοί του Ταχίρ Αμπάζη, του Άγο Βάσιαρη, του Ελμάζ-μπεη, κάπου δυό χιλιάδες, για να υποστηρίξουν τους συμμάχους του έλληνες. Ο Πουκεβίλ θα σημειώσει: «οι στρατιώται του Χριστού και του Μωάμεθ επολέμουν υπό τας αυτάς σημαίας».

Κι ο Μάρκος Μπότσαρης ξεπερνάει τις τούρκικες κανονιοστοιχίες και προχωρεί στην κεντρική αγορά της πόλης. Απάνω στη μάχη συναντά τον Καραϊσκάκη που ερχόταν από άλλο σημείο πολεμώντας.

Οι δυό πολέμαρχοι, οι δυό ήρωες, ίσως οι αγνότεροι και τολμηρότεροι των ηρώων μας, πιάνουν ο ένας το χέρι του άλλου και χαιρετιούνται θερμά.

Οι τούρκοι μαζεύονται στο εσωτερικό της πόλης. Πολλοί μπέηδες και αγάδες αλβανοί «βλέποντες συμπολεμούντας μετά των ελλήνων τους Άγο Μουχουρδάρην κλπ. ηυτομόλησαν και εν λόγω τιμής παρεδόθησαν σύμμαχοι γενόμενοι και ούτοι», γράφει ο Φιλήμων.

Ο πόλεμος στην Άρτα κράτησε δεκάξι μέρες. Κι οι έλληνες λιγόστευσαν, όχι από τα βόλια του εχθρού, αλλά γιατί καθένας που εξασφάλισε διάφορα λάφυρα απ΄τους εχθρούς, πήγαινε μακριά από την πόλη για να τα εξασφαλίσει. «Και είχαμεν μείνει πολλά ολίγοι, ως τρεις χιλιάδες, ότι πήρε ο καθείς των αρτινών και πήγε εις τον τόπο του να τον σώσει» γράφει ο Μακρυγιάννης.