Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

8 Νοεμβρίου 1996: ένα λεπτό κίτρινο σουηδικό γραμματόσημο του 19ου αιώνα πωλείται σε δημοπρασία για 2,26 εκατομμύρια δολάρια και έτσι γίνεται το πολυτιμότερο γραμματόσημο στον κόσμο.


Το πιο πολύτιμο γραμματόσημο είναι το Σουηδικό των τριών Skilling Banco ( σκανδιναβική νομισματική μονάδα) με λάθος κίτρινου χρώματος . Εκδόθηκε στη Σουηδία το 1855. Λόγω ενός λάθους εκτύπωσης αυτό το γραμματόσημο είναι τυπωμένο σε κίτρινο χρώμα (που ήταν για γραμματόσημα των οκτώ Skilling ) αντί του κανονικού πρασίνου χρώματος που ήταν για τα τρία Skilling. Ένα γραμματόσημο της λανθασμένης κίτρινης εκτύπωσης βρέθηκε το 1885 από ένα μικρό Σουηδό στη συλλογή του παππού του και το πούλησε σχετικά σε χαμηλή τιμή. Από τότε δεν έχει βρεθεί δεύτερο γραμματόσημο με το ίδιο λάθος. Στην τελευταία δημοπρασία το 1996 το γραμματόσημο πωλήθηκε σε έναν ανώνυμο συλλέκτη για 2,3 εκατομμύρια δολάρια !!

Άλλα πολύτιμα γραμματόσημα είναι το Post Office Mauritius του 1847 όπου αγοράστηκαν 2 από αυτά πάνω σε φάκελο στην τιμή των 3,8 εκατομμυρίων δολαρίων, το British Guiana One Cent Black on Magenta του 1856 που αγοράστηκεαπό τον John Dupont στα 935000 δολάρια  και το αμερικάνικο U.S. Franklin Z-Grill του 1867 που ένα γραμματόσημο πωλήθηκε το 1988 στην τιμή των 930000 δολαρίων μόνο !!!

Περιέργως το πρώτο γραμματόσημο που τυπώθηκε το Αγγλικό Penny Black δεν είναι από τα πιο ακριβά του κόσμου λόγω του μεγάλου τιράζ, μάλιστα έχουν αρκετά προσιτή τιμή , με μόλις 20 δολάρια μπορεί κάποιος να βρει και ν’αγοράσει ένα Penny Black .

Τα πιο ακριβά γραμματόσημα



8 Νοεμβρίου 1994: επιβάλλεται στον Γιώργο Κοσκωτά κάθειρξη 25 ετών, για το σκάνδαλο στην Τράπεζα Κρήτης.

Ο Γιώργος Κοσκωτάς

Το Σκάνδαλο Κοσκωτά αφορούσε ένα μεγάλο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα σηματοδότησε, κυρίως, τον αγώνα για τον έλεγχο των Μ.Μ.Ε. και των τραπεζών. Κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου υπήρξε ο τραπεζίτης Γιώργος Κοσκωτάς, πλην όμως ενεπλάκησαν σ΄ αυτό και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Παραπέμφθηκαν σε δίκη ο Ανδρέας Παπανδρέου, πρώην Πρωθυπουργός, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, τέως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Μένιος Κουτσόγιωργας, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Δημήτρης Τσοβόλας, πρώην Υπουργός Οικονομικών και ο Γιώργος Πέτσος, πρώην Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας. Από αυτούς, ο Ανδρέας Παπανδρέου κρίθηκε αθώος σε όλες τις κατηγορίες, ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης δεν δικάστηκε γιατί είχε ήδη εκλεγεί Ευρωβουλευτής και το Ευρωκοινοβούλιο δεν ήρε την ασυλία του, ενώ ο Μένιος Κουτσόγιωργας πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος κρίθηκαν ένοχοι για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι ποινές τους ήταν 2,5 χρόνια (εξαγοράσιμη) για τον πρώτο και 10 μήνες με αναστολή για τον δεύτερο, με αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων και των δύο, για τρία και δύο χρόνια αντίστοιχα. Η ολοκληρωτική αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1992 επιβεβαίωσε το κύρος του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, και η επιστροφή του στην εξουσία το 1993 ερμηνεύθηκε ως προσωπικός θρίαμβος ενάντια στους κατηγόρους του. Αντίθετα, η απόφαση της ηγεσίας της Αριστεράς να συμπράξει με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη οδήγησε στην εκλογική καθίζησή της, και η περίοδος συγκυβέρνησης είναι γνωστή ως «βρώμικο '89».

Μέσω του Γιώργου Κοσκωτά, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να απαλλαγεί τελείως από τους «βαρώνους των μίντια» και να ελέγξει και το τραπεζικό σύστημα της χώρας, εξουδετερώνοντας έτσι την επιχειρηματική ελίτ που τον πολεμούσε. Πράγματι, ως το καλοκαίρι του 1988, ο Κοσκωτάς είχε αποκτήσει την Τράπεζα Κρήτης και πλήθος ισχυρών ΜΜΕ. Η ξαφνική όμως ασθένεια του πρωθυπουργού και η νοσηλεία του στο Χέρφιλντ του Λονδίνου οδήγησε στο ξέσπασμα του σκανδάλου.

8 Νοεμβρίου 1961: ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιος Παπανδρέου, κηρύττει τον Ανένδοτο Αγώνα καταγγέλλοντας βία και νοθεία στο εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου 
σε προεκλογική συγκένυτρωση 
το 1961

Στις 20 Σεπτεμβρίου το πρωί παραιτείται από την πρωθυπουργία ο Κ.Καραμανλής και η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο. Την ίδια μέρα αναμένεται και η αναγγελία σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό το στρατηγό Θ. Τσακαλώτο, με παρεμβάσεις όμως των ανακτόρων η πρωθυπουργία ανατίθεται τελικά στο στρατηγό Κ. Δόβα, ο οποίος και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του.
Βασικοί μονομάχοι των εκλογών είναι η ΕΡΕ (του Κ.Καραμανλή), η νεοσύστατη Ένωσις Κέντρου (με ηγέτη τον Γ.Παπανδρέου, συναρχηγό τον Σ.Βενιζέλο και συνεργαζόμενο τον Σ. Μαρκεζίνη του Κόμματος Προοδευτικών) και το ΠΑΜΕ (δηλαδή η ΕΔΑ με άλλη ονομασία). Ισχύει εκλογικό σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, το οποίο είναι ιδιαίτερα δυσμενές για το τρίτο κόμμα (που αναμένεται να είναι η Αριστερά).
Κατά την προεκλογική εκστρατεία παρατηρούνται σοβαρές παρατυπίες από κρατικά όργανα που διάκεινται ευμενώς προς την ΕΡΕ. Αντίστοιχα φαινόμενα διαπιστώνονται και κατά την ημέρα των εκλογών, ιδίως στα «ειδικά» εκλογικά κέντρα όπου ψηφίζουν στρατιωτικοί, αστυνομικοί και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι. Επίσης αναφέρονται ως ψηφίσαντες άνθρωποι ανύπαρκτοι ή... αποθανόντες προ ετών. Τέλος σημειώνονται διευθύνσεις ψηφοφόρων όπου δεν υπάρχουν σπίτια αλλά μόνον ακατοίκητα οικόπεδα με... δέντρα.

Με την τελική ανακοίνωση των αποτελεσμάτων η ΕΡΕ εμφανίζεται ως νικήτρια με το 50,7% των ψήφων και 176 έδρες. Ακολουθεί ο συνασπισμός Ε.Κ. - Κ.Π. με το 33,7% και 100 έδρες και το ΠΑΜΕ με το 14,7% και μόλις 24 έδρες.

Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων προκαλεί την έκρηξη των ηγετών του Κέντρου, που τα θεωρούν ως προϊόν βίας και νοθείας, τουλάχιστον ως προς το ποσοστό που έδινε την αυτοδυναμία στην ΕΡΕ. Παράλληλα, ανακοινώνεται η έναρξη του περίφημου «Ανένδοτου Αγώνα», ο οποίος αποσκοπεί στην ανατροπή της νέας κυβέρνησης Καραμανλή, μιας κυβέρνησης που θεωρείται από την αντιπολίτευση ως παράνομη και αντισυνταγματική.
Κατά τις εβδομάδες που ακολουθούν, η Ε.Κ. απέχει από κάθε δημόσια παρουσία που θα μπορούσε να «νομιμοποιήσει» την κυβέρνηση και για ένα διάστημα μάλιστα απέχει και από αυτές ακόμα τις συνεδριάσεις της Βουλής (τελικά θα επικρατήσουν πιο ψύχραιμες σκέψεις και θα επανέλθει). Στην πολεμική κατά της ΕΡΕ συμμετέχει και η ΕΔΑ, με ηπιότερους όμως τόνους.

Οι εκλογές του 1961 και ο Ανένδοτος Αγώνας καθόρισαν το κλίμα της πολιτικής ζωής μέχρι τη δικτατορία του 1967 και από την άποψη αυτή αποτέλεσαν μείζονα σταθμό της νεοελληνικής ιστορίας. Αδιευκρίνιστο έμεινε το ποσοστό κατά το οποίο αλλοιώθηκαν τα αποτελέσματα από τις παρατυπίες, καθώς και ο πραγματικός ρόλος των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας. Γεγονός είναι ότι κύριος «χαμένος» εκείνων των εκλογών υπήρξε η ΕΔΑ, που έχασε τη θέση

8 Νοεμβρίου 1931: η ΑΕΚ κατακτά το πρώτο Κύπελλο Ελλάδος στο ποδόσφαιρο, όταν νικά τον Αρη με 5-3 στον τελικό στο γήπεδο του Παναθηναϊκού.


Στην 1η διοργάνωση του Κυπέλλου Ελλάδας 1931–32 μετείχαν συνολικά 17 ομάδες, προερχόμενες από τρεις μόνο ποδοσφαιρικές ενώσεις (6 από την Ε.Π.Σ.Α., 5 από την Ε.Π.Σ. Πειραιά και 6 από την Ε.Π.Σ.Μ). Στις δύο πρώτες φάσεις της διοργάνωσης, η κλήρωση των αγώνων είχε γίνει με τοπικά κριτήρια.

Νικήτρια της πρώτης διοργάνωσης αναδείχθηκε η ΑΕΚ, νικώντας στον τελικό που πραγματοποιήθηκε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας τον Άρη με σκορ 5–3. Όλοι οι αγώνες έγιναν εντός του ημερολογιακού έτους 1931, πριν την διεξαγωγή των πρωταθλημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο ημιτελικοί (ΑΕΚ - ΠΑΟΚ και Απόλλων Αθηνών - Άρης), διεξήχθησαν διαδοχικά την ίδια μέρα στο ίδιο γήπεδο (Λεωφόρος Αλεξάνδρας), με κοινό εισιτήριο για τους θεατές.

Οι αγώνες

Προκριματικός γύρος
Ατρόμητος Αθ. - Αστέρας Αθ. 4–0
Άμυνα Πειραιά - Π. Φάληρο 7–1
Πειραϊκός - Γουδί 2–0 (α.α.)
Μελιτέας - Μ. Αλέξανδρος 3–0
Φάση των 16
ΑΕΚ - Πειραϊκός 2–0
Ολυμπιακός - Ατρόμητος Αθ. 4–1
Παναθηναϊκός - Άμυνα Πειρ. 6–1
Χωρίς αγώνα: Απόλλων Αθηνών
Χωρίς αγώνα: Εθνικός
ΠΑΟΚ - Μελιτέας 3–0
Ηρακλής - Θερμαϊκός 3–2 (παρ.)
Χωρίς αγώνα: Άρης
Προημιτελικοί
ΑΕΚ - Εθνικός 4–0
Ολυμπιακός - Απόλλων Αθ. 0–1
Άρης - Παναθηναϊκός 7–2
Ηρακλής - ΠΑΟΚ 2–3
 Ημιτελικοί
ΑΕΚ - ΠΑΟΚ 2–1
Απόλλων Αθηνών - Άρης 2–3
Τελικός
ΑΕΚ- Άρης 5-3

8 Νοεμβρίου 1923: ο Αδόλφος Χίτλερ πραγματοποιεί αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος στο Μόναχο, το "πραξικόπημα της μπυραρίας".

ο Αδόλφος Χίτλερ

Ως «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» έμεινε στην ιστορία η προσπάθεια του Αδόλφου Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία στη Γερμανία το διήμερο 8 και 9 Νοεμβρίου 1923 . Το πραξικόπημα απέτυχε παταγωδώς, αλλά έκανε γνωστό τον εμπνευστή του, τόσο εντός, όσο και εκτός Γερμανίας.

Τη δεκαετία του '20 η πολιτική κατάσταση στη χώρα ήταν εύθραυστη, αν όχι χαοτική. Η λεγόμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» ήταν δέσμια των άκρων, με κύριο χαρακτηριστικό της την ακυβερνησία. Η Γερμανία ήταν η μεγάλη ηττημένη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και οι νικητές πίεζαν για την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων, σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός και η ανεργία «βασίλευαν». Τις τύχες της Γερμανίας διαφέντευε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Φρίντριχ Έμπερτ.

Ο πρώην λοχίας Άντολφ Χίτλερ ζούσε στο Μόναχο και ήταν επικεφαλής του ταχέως ανερχόμενου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που ήδη αριθμούσε 35.000 μέλη. Περιφερόταν από μπυραρία σε μπυραρία και στους λόγους του τόνιζε συνεχώς την προδοσία των πολιτικών στην ήττα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας.

Η εξαγγελία του Χίτλερ θορύβησε τον συντηρητικό πρωθυπουργό της Βαυαρίας, Έουχεν Ρίτερ φον Νίλινγκ, ο οποίος κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μία τριμελή επιτροπή από τοπικούς αξιωματούχους με έκτακτες εξουσίες. Την αποτελούσαν ο Γκούσταβ φον Καρ, ο Συνταγματάρχης της Αστυνομίας Χανς φον Ζάισερ και ο Στρατηγός Ότο φον Λόσοφ.

Ο Χίλερ και οι συνεργάτες του στο Κόμμα σχεδίαζαν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου. Πρότυπό του η Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς τη Ρώμη, ένα χρόνο νωρίτερα. Η ευκαιρία τούς δόθηκε το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 . Στη μεγάλη μπυραρία του Μονάχου με το όνομα «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιφανείς πολίτες της Βαυαρίας για να ακούσουν μία ομιλία του Γκούσταβ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Νίλιγκ.

Ο Χίτλερ, με 600 επίλεκτα μέλη του κόμματός τους, αιφνιδιάζει τους συγκεντρωμένους στις 8:30 το βράδυ. Εισβάλει στην μπυραρία με παρατεταμένο το πιστόλι του και πυροβολεί μια φορά προς την οροφή. Στη συνέχεια ανεβαίνει σε μια καρέκλα και κραυγάζει: «Η εθνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις Βαυαρίας και Βερολίνου κατέρρευσαν. Σε λίγη ώρα θα σχηματίσουμε τη δική μας κυβέρνηση». Τον Χίτλερ πλαισίωναν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Ρούντολφ Ες, ηγετικά στελέχη του Ναζισμού τα επόμενα χρόνια. Οι επιδρομείς κράτησαν ως ομήρους τους βαυαρούς πολιτικούς, ενώ ο Χίτλερ κλείδωσε σ' ένα δωμάτιο της μπυραρίας τους Καρ, Ζάισερ και Λόσοφ και τους απείλησε ότι να δεν ενωθούν με τους πραξικοπηματίες θα τους εκτελέσει.

Οι τρεις αξιωματούχοι υπέκυψαν. Επιστρέφοντας στη μεγάλη αίθουσα, το ανακοίνωσαν στους 3.000 παρευρισκόμενους και εξεφώνησαν θερμούς λόγους υπέρ του Χίτλερ. Μόνο τότε τους επετράπη να φύγουν από την μπυραρία. Την ίδια ώρα, στο στρατόπεδο των εξεγερθέντων προσχώρησε ο στρατηγός Λούντεντορφ, ήρωας του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, που έδωσε κύρος στους σχεδόν αγνώστους πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος. Αμέσως μετά, ο Χίτλερ εγκατέλειψε την μπυραρία για να επιβλέψει την εξέλιξη της επιχείρησης. Ήταν ένα στρατηγικό λάθος του, καθώς στις 10:30 το βράδυ ο Λούντεντορφ απελευθέρωσε τον Καρ και τους συνεργάτες του.

Εν τω μεταξύ, τα νέα στην μπυραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ» έγιναν γνωστά στις αρχές. Τα ηνία της καταστολής ανέλαβε ο αναπληρωτής πρωθυπουργός της Βαυαρίας Φραντς Ματ, συντηρητικός και πιστός καθολικός, ο μόνος υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Βαυαρίας που δεν παρευρισκόταν στην μπυραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ». Πιστές στον Ματ παρέμειναν οι δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού του Μονάχου, παρότι οι επικεφαλής τους είχαν ταχθεί υπέρ των πραξικοπηματιών.

Η κατάσταση παρέμεινε συγκεχυμένη όλο το βράδυ. Οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν να καταλάβουν κυβερνητικά κτίρια και να εξοπλιστούν. Γύρω στις 3 το πρωί της 9ης Νοεμβρίου αναφέρθηκαν τα δύο πρώτα θύματα από πλευράς των εξεγερθέντων, όταν προσπάθησαν να επιτεθούν σε στρατώνα στο Μόναχο. Άλλα μέλη των παραστρατιωτικών ομάδων του Χίτλερ επιτέθηκαν και λεηλάτησαν σπίτια Εβραίων, σ' ένα πρελούδιο αυτών που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια.

Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς το μέρος των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Καρ ανακοίνωσε ότι η υποστήριξή του προς τους πραξικοπηματίες υπήρξε προϊόν βίας και ζήτησε τη νομιμοφροσύνη του κρατικού μηχανισμού. Ο Χίτλερ έβλεπε τα σχέδιά του να αποτυγχάνουν και έπεσε σε απόγνωση.

Σε μια κίνηση απελπισίας, ο Λούνεντορφ ρίχνει την ιδέα να καταλάβουν το Υπουργείο Αμύνης. 2000 άνδρες υπό τον Χίτλερ αναλαμβάνουν την επίθεση, αλλά αντιμετωπίζουν σθεναρή αντίσταση από τους υπερασπιστές του. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών χάνουν τη ζωή τους 14 πραξικοπηματίες και 4 στρατιώτες. Ο Χίτλερ και ο ο Γκέριγκ τραυματίζονται ελαφρά και προσπαθούν να διαφύγουν. Το πραξικόπημα έχει αποτύχει.

Το μεγαλύτερο λάθος του Χίτλερ ήταν ότι δεν διέταξε τις δυνάμεις του να καταλάβουν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μονάχου και την Τηλεγραφική Υπηρεσία. Αυτό είχε ως επακόλουθο η κεντρική κυβέρνηση του Βερολίνου να είναι ενήμερη των εξελίξεων και να δώσει τις κατάλληλες διαταγές για τη συντριβή του πραξικοπήματος.

Στις 12 Νοεμβρίου 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Πολλοί από τους συνεργάτες του διέφυγαν στην Αυστρία, ενώ ανεστάλη η κυκλοφορία της εφημερίδας του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος «Λαϊκός Παρατηρητής».

Η δίκη των υπαιτίων για το Πραξικόπημα της Μπυραρίας έγινε στις 26 Φεβρουαρίου 1924. Ο Χίτλερ και ο Ες έπεσαν στα μαλακά και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση 5 ετών έκαστος. Εξέτισαν μόλις οκτώ μήνες από την ποινή τους. Ο Χίτλερ πρόλαβε στο διάστημα αυτό να γράψει με τη βοήθεια του Ες το ιδεολογικό μανιφέστο του Ναζισμού «Ο Αγών μου» («Mein Kampf»).

Το αποτυχημένο Πραξικόπημα της Μπυραρίας άλλαξε την άποψη του Χίτλερ για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας. Από εδώ και στο εξής θα προσπαθήσει να κερδίσει τις καρδιές των Γερμανών και να πετύχει τους στόχους του δια της νομίμου οδού.

8 Νοεμβρίου 1793: το Μουσείου του Λούβρου ανοίγει τις πόρτες του στο κοινό.

Το μουσείο του Λούβρου (γαλλικά: Musée du Louvre) είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα μουσεία τέχνης στον κόσμο. Βρίσκεται στο κέντρο του Παρισιού και φιλοξενεί περίπου 35.000 μεγάλης αξίας εκθέματα που περιλαμβάνουν έργα της αρχαιότητας και της μεσαιωνικής τέχνης μέχρι το 1848. Οι μόνιμες συλλογές του μουσείου καταλαμβάνουν συνολικά μία έκταση περίπου 60.000 τετραγωνικών μέτρων.

Το κτίριο που στεγάζει το μουσείο κτίστηκε αρχικά ως φρούριο από το βασιλιά Φίλιππο Αύγουστο το 1190 και ο Κάρολος Ε΄ ήταν ο πρώτος ένοικός του. Τον 16ο αιώνα, ο Φραγκίσκος Α΄ το μετέτρεψε σε παλάτι και ξεκίνησε τη βασιλική συλλογή τέχνης με 12 πίνακες από την Ιταλία. Το 1793, το Λούβρο μετατράπηκε σε μουσείο με την πρώτη έκθεση της συλλογής αυτής. Αργότερα (1852-1857), ο Ναπολέων Γ' προχώρησε σε ριζική ανακαίνιση του Λούβρου. Η συλλογή του Λούβρου εμπλουτίστηκε σημαντικά το 1863, με την απόκτηση της συλλογής του μαρκησίου Campana, την οποία αποτελούσαν περίπου 11.500 αντικείμενα τέχνης, όπως πίνακες, γλυπτά αλλά και αντικείμενα ελληνικής και ετρουσκικής τέχνης. Το 1871 κάηκε (και τελικά κατεδαφίστηκε το 1882) το παρακείμενο παλάτι Tuilleries, μια καταστροφή που απείλησε και το ίδιο το Λούβρο. Η καταστροφή αυτή, όμως, σηματοδότησε την οριστική γένεση του Μουσείου, επειδή από τότε το κτίσμα σταμάτησε να αποτελεί κέντρο εξουσίας και αφιερώθηκε οριστικά στον πολιτισμό. Παρέμεινε στα κτίσματα του Λούβρου μόνο μια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ ο μουσειακός χαρακτήρας του κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Παράλληλα, τα εκθέματα συνεχώς εμπλουτίζονται, όπως συνέβη το 1888, οπότε και εκτέθηκαν τα ευρήματα του Γάλλου αρχαιολόγου Marcel Dieulafoy στα Σούσα του Ιραν. Το 1922 αρχίζει να λειτουργεί η πτέρυγα στην οποία εκτίθενται αντικείμενα Ισλαμικής τέχνης. Το 1926 ο τότε διευθυντής του Μουσείου Henri Verne συλλαμβάνει την ιδέα επέκτασης των χώρων έκθεσης του Μουσείου. Οι εργασίες άρχισαν το 1930 και συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά τη λήξη του, οπότε και ολοκληρώθηκαν. Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Πολέμου το Μουσείο εκκενώθηκε από τα εκθέματά του. Παρέμειναν σε αυτό μόνο τα πολύ βαρέα εκθέματα, τα οποία προστατεύθηκαν περιτυλισσόμενα με λινάτσες. Τα εκθέματα μεταφέρθηκαν κυρίως σε φρούρια (chateaux) της περιοχής του Λίγηρα (Loire). Αν και κενό, το Μουσείο άρχισε να υπολειτουργεί το 1940. Το 1945 οι ασιατικές συλλογές του Μουσείου μεταφέρονται στο Μουσείο Guimet, στα πλαίσια μιας αναδιοργάνωσης των χώρων έκθεσης των διαθέσιμων πολιτιστικών θησαυρών. Το 1961 αποχωρεί το Υπουργείου Οικονομικών, επεκτείνοντας έτσι τους χώρους του Μουσείου. Το 1964, με εντολή του υπουργού Πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ (Andre Malraux) εκσκάπτεται μια (ξηρή) τάφρος γύρω από το Μουσείο. Η οριστική αποχώρηση του Υπουργείου, ωστόσο, γίνεται το 1981 με εντολή του Προέδρου Φρανσουά Μιττεράν (Francois Mitterrand), ο οποίος παρουσιάζει και το μεγάλο σχέδιο ανασυγκρότησής του ολοκληρωτικά πλέον ως Μουσείου. Η επιμέλεια ανανέωσής του ανατίθεται στον σινοαμερικανό αρχιτέκτονα Ieoh Ming Pei, στον οποίο ανήκει και η σχεδίαση της γυάλινης πυραμίδας που αποτελεί είσοδο στο Μουσείο σήμερα.

8 Νοεμβρίου 1895: γεννιέται ο Φώτης Κόντογλου, Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος


Φώτης Κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.

Ο Φώτης Κόντογλου, γιος του Νικόλαου Αποστολέλλη και της Δέσπως Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1895. Ένα χρόνο μετά έχασε τον πατέρα του και την κηδεμονία αυτού και τριών μεγαλύτερων αδερφιών του ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο οφείλεται και η χρήση του επωνύμου της οικογένειας της μητέρας του. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα έζησε στο Αϊβαλί. Εκεί τελείωσε το σχολείο το 1912· στο Γυμνάσιο ήταν συμμαθητής με τον λογοτέχνη και ζωγράφο Στρατή Δούκα και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό Μέλισσα, το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Το 1914 εγκατέλειψε τη σχολή του και πήγε στο Παρίσι, όπου μελέτησε το έργο διαφόρων σχολών ζωγραφικής. Παράλληλα συνεργαζόταν με το περιοδικό Illustration και το 1916 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του περιοδικού για την εικονογράφηση βιβλίου, για την εικονογράφηση της Πείνας του Κνουτ Χάμσουν. Το 1917 έκανε ταξίδια στην Ισπανία και την Πορτογαλία και το 1918 επέστρεψε στην Γαλλία. Τότε έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο, το Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1919, μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί ίδρυσε τον πνευματικό σύλλογο "Νέοι Άνθρωποι", στον οποίο συμμετείχαν επίσης ο Ηλίας Βενέζης και ο Στρατής Δούκας, εξέδωσε το Pedro Cazas και διορίστηκε στο Παρθεναγωγείο Κυδωνίων, όπου δίδασκε Γαλλική Γλώσσα και Ιστορία της Τέχνης.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πήγε αρχικά στη Μυτιλήνη και έπειτα στην Αθήνα, μετά από πρόσκληση Ελλήνων λογοτεχνών που διάβασαν το βιβλίο του και ενθουσιάστηκαν, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος Αυγέρης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη και ο Νίκος Καζαντζάκης. Το 1923 έκανε ταξίδι στο Άγιο Όρος· εκεί ανακάλυψε τη βυζαντινή ζωγραφική, αντέγραψε πολλά έργα και έγραψε αρκετά κείμενα. Όταν επέστρεψε, εξέδωσε το λεύκωμα Η Τέχνη του Άθω και έκανε μια πρώτη έκθεση με έργα ζωγραφικής του. Το 1925 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη και εγκαταστάθηκε στη Νέα Ιωνία.

Εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία (στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, στον Μυστρά, στο Κοπτικό Μουσείο στο Κάιρο) και ως αγιογράφος σε ναούς (στην Καπνικαρέα, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, στον Άγιο Ανδρέα της οδού Λευκωσίας στην Αθήνα, στον Άγιος Γεώργιο Κυψέλης, στα παρεκκλήσια Ζαΐμη στο Ρίο και Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, στη Ζωοδόχο Πηγή στην Παιανία, στη Μητρόπολη της Ρόδου και αλλού), ενώ έκανε και την εικονογράφηση του Δημαρχείου Αθηνών.

Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1961 για το βιβλίο Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, με το Βραβείο «Πουρφίνα» της Ομάδας των Δώδεκα (1963) για το βιβλίο Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965, έπειτα από μετεγχειρητική μόλυνση.

8 Νοεμβρίου 2001: πεθαίνει ο Αριστείδης Μόσχος, μουσικος.

Αριστείδης Μόσχος

Ο Αριστείδης Μόσχος ήταν οργανοπαίκτης και δάσκαλος σαντουριού.

Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1930. Ήταν το πέμπτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειάς του, η οποία καταγόταν από το χωριό Πεντάλοφο Αγρινίου. Στο χωριό αυτό, ο πατέρας του είχε μεγάλη κτηματική περιουσία, την οποία πούλησε και πήγε στο Αγρίνιο κι έκανε επιχειρήσεις. Άνοιξε ένα καφέ-αμάν κι ένα καφέ-σαντάν. Στο πρώτο παίζανε Πολίτες, Σμυρνιοί, Αρμένιοι, ενώ στο άλλο υπήρχε ευρωπαϊκή ορχήστρα. Ο ίδιος ο πατέρας του ήταν εξαιρετικός οργανοπαίχτης κλαρίνου και έπαιζε με αυτό παραδοσιακή, αλλά και ευρωπαϊκή μουσική. Ο αδερφός του έπαιζε βιολί, ενώ στα μαγαζιά της οικογένειας έρχονταν μεγάλα μουσικά ονόματα της εποχής (Ρίτα Αμπατζή, Μαρίκα Πολίτισσα, Εσκενάζη, κ.ά.). Από κάποιο ρουμάνικο περιοδεύον συγκρότημα, ο Αριστείδης Μόσχος άκουσε το σαντούρι και το αγάπησε.

Πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας Ρουμάνος του συγκροτήματος αυτού, ο Νέστορας Μπάτσι. Έμαθε γρήγορα και ξεκίνησε να παίζει στο μαγαζί του πατέρα του. Μετά τον πόλεμο εγκατέλειψε το Αγρίνιο και ήρθε στην Αθήνα, όπου μπήκε στο Λύκειο των Ελληνίδων. Με αυτό έκανε περιοδείες σε όλο τον κόσμο. Συνεργάστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μουσικούς και συνθέτες. Συμμετείχε σε πολλές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές σχετικές με τη δημοτική και λαϊκή μουσική παράδοση. Κυκλοφόρησε 15 προσωπικούς δίσκους, εκ των οποίων οι τρεις έγιναν χρυσοί και οι δύο πλατινένιοι. Συμμετείχε σε περίπου 150 άλλους δίσκους ως σολίστας.

Το 1985 ίδρυσε το «Λαϊκό Σχολείο Παραδοσιακής Μουσικής», το οποίο λειτούργησε ως αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία. Εκεί δίδαξε δεκάδες μουσικά όργανα, αλλά και βυζαντινή μουσική. Επίσης, συνέστησε και χορωδία.

Τιμήθηκε από δήμους, συλλόγους, οργανώσεις και από τη Βουλή των Ελλήνων.

Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2001.

8 Νοεμβρίου 2005: πεθαινει ο ηθοποιος Αλέκος Αλεξανδράκης, στα 77 του χρονια.


«Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο», θα γράψει ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, στην «Καθημερινή» για τη πρώτη θεατρική παρουσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 27 Νοεμβρίου του 1928. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και έτσι μπόρεσε να του δώσει μια πολύ καλή μόρφωση. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Αγάπησε την Τέχνη αλλά και τον αθλητισμό, μεγάλος έρωτάς του η ξιφασκία, στην οποία διακρίθηκε, αφού από 15 χρόνων ήταν μέλος της Εθνικής Ομάδας.
Μπαίνει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, θέλοντας να κάνει καριέρα σα ναυτικός, αλλά μια παράσταση με την Έλλη Λαμπέτη, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, του αλλάζει τη ζωή, ο «Γυάλινος κόσμος». Αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο, μετέπειτα Εθνικό, και περνάει πρώτος. Την ίδια εποχή η Κατερίνα Ανδρεάδη ή Κατερίνα όπως είναι γνωστή στο θεατρικό κόσμο, έψαχνε για ένα νέο «ζεν πρεμιέ» για τις ανάγκες του θεατρικού έργου «Φθινοπωρινή παλίρροια», που θα ανέβαζε. Επέλεξε τον Αλεξανδράκη, ο οποίος, συνοδευόμενος από την Άννα Συνοδινού, πήγε στο σπίτι της με ένα μπουκέτο λουλούδια. Στις 9 Ιουλίου 1949 κάνει τα πρώτα βήματά του στο θεατρικό σανίδι, αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις στο κοινό και στους κριτικούς.

Την ίδια χρονιά το βλέπει ο Φίνος και τον επιλέγει για την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Ιάσονα Νόβακ και Γιάννη Φιλίππου. Αρχίζει η κινηματογραφική του καριέρα η οποία θα συνεχιστεί για να τελειώσει, με μια μεγάλη διακοπή, πρόσφατα με το «Φως που σβήνει», του Βασίλη Ντούρου, όπου ο Αλεξανδράκης παίζει το γέρο φαροφύλακα ο οποίος προστατεύει ένα παιδάκι, ταλαντούχο βιολιστή. Είχε προλάβει, πάντως να παίξει σε λίγες ταινίες μικρού μήκους, τη δεκαετία του 1990, βοηθώντας έτσι τους νέους Έλληνες κινηματογραφιστές.

Στη γοητεία του πέφτει πρώτη η Έλλη Λαμπέτη. Κάνουν δεσμό, όμως δε θα κρατήσει πολύ αφού θα την αφήσει για να κάνει περιοδεία στο εξωτερικό με την Κατερίνα. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, στο Σουδάν, θα γνωρίσει τη Μαρτζ Βάλβη, την οποία θα παντρευτεί λίγο αργότερα στην Αθήνα. Μετά από τρία χρόνια θα χωρίσουν, ο Αλεξανδράκης θα παντρευτεί την Κλοντ Σαμπαντού, από τη Γαλλία, με την οποία θα μείνει επίσης τρία χρόνια.

Ένας σημαντικός έρωτας της ζωής του θα είναι η Αλίκη Γεωργούλη. Θα την παντρευτεί το 1956. Θα μείνουν μαζί λίγα χρόνια και θα δημιουργήσουν σημαντικές παραστάσεις στο θέατρο σα θεατρικό ζευγάρι. Με τη Γεωργούλη θα έχει μια έντονη πνευματική συνεργασία και θα «βγάλει» τον αριστερό εαυτό του, η ταινία «Συνοικία το Όνειρο» (1961), στην οποία, εκτός από τη Γεωργούλη, θα παίξει η Αλέκα Παΐζη και ο Μάνος Κατράκης, είναι ένα δείγμα γραφής του Αλεξανδράκη. Τέσσερα χρόνια μετά, γεμάτα πνευματική δημιουργία και αριστερή αγωνιστική δράση, χωρίζουν, για να παντρευτεί την Ελβετίδα, Βερένα Γκάουερ, μια καλλονή με την οποία θα μείνει πέντε χρόνια και θα αποκτήσει δύο παιδιά.

Το 1969 ο Αλέκος Αλεξανδράκης θα ερωτευτεί τη Νόνικα Γαληνέα. Θα μείνουν μαζί 21 χρόνια, θα αγαπήσει ο ένας τον άλλο βαθιά, αλλά δε θα παντρευτούν ποτέ. Και εδώ έχουμε μια έντονη πνευματική δημιουργία, μέσα από αυτό το θυελλώδη έρωτα. Ηθοποιός, κατόπιν θιασάρχης, σκηνοθέτης στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με δύο ταινίες, εκτός της προαναφερομένης, ο «Θρίαμβος» (1960), σε συν-σκηνοθεσία του Αριστείδη Καρύδη Φουκς, ήταν το κινηματογραφικό του ντεμπούτο σα σκηνοθέτης. Πάντως με τη «Συνοικία το Όνειρο» βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με το Βραβείο Φωτογραφίας, για το Δήμο Σακελλαρίου, το 1961, αλλά η ταινία λογοκρίθηκε και δε βγήκε στις αίθουσες.

Ο Αλέκος Αλεξανδράκης έπαιξε πολύ στην τηλεόραση, ιδίως μετά την πτώση της χούντας, συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς ηθοποιούς και σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου, όπως τη Μελίνα Μερκούρη, την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το Μιχάλη Κακογιάννη, τη Ρένα Βλαχοπούλου, το Μίμη Φωτόπουλο, τον Κώστα Βρεττάκο, το Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Ηλία Λογοθέτη κ.ά. Το θαυμάσαμε στο «Γιούγκερμαν», στον «Παράξενο ταξιδιώτη» και στους «Μυστικούς αρραβώνες», στην τηλεόραση.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δίδασκε, μαζί με το Βασίλη Διαμαντόπουλο, θέατρο στη θεατρική σχολή Ίασμος, δίπλα από το Πεδίο του Άρεος. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης πέθανε στις 8 Νοεμβρίου του 2005, μετά από μακροχρόνια πάλη με τον καρκίνο, σε ηλικία 77 ετών.

8 Νοεμβρίου 1912: Απελευθέρωση της Λέσβου.


Ο ελληνικός στόλος, με το Nαύαρχο Παύλο Κουντουριώτη επικεφαλής, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου και αγκυροβόλησε τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 έξω απ’ το λιμάνι της Μυτιλήνης. Ανάμεσα στα ελληνικά πλοία ξεχώριζε με την επιβλητικότητά του η ναυαρχίδα του στόλου, το θωρηκτό «Γ. Αβέρωφ», για τη ναυπήγηση του οποίου είχαν συμβάλλει με μεγάλα χρηματικά ποσά ο εθνικός ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ, αλλά και χιλιάδες Ελλήνων του εσωτερικού και του εξωτερικού, αγοράζοντας τα λεγόμενα λαχεία του στόλου, που είχε εκδώσει το ελληνικό Δημόσιο για την ενίσχυση του στόλου. Μετά την επίδοση του τελεσιγράφου του Κουντουριώτη προς τις οθωμανικές αρχές του νησιού, με το οποίο ζητούνταν η άμεση παράδοση της πόλης, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των οθωμανικών αρχών, των χριστιανών και μουσουλμάνων προυχόντων της Μυτιλήνης. Στη σύσκεψη αυτή, αποφασίστηκε να αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης, προκειμένου να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία του άοπλου πληθυσμού, του χριστιανικού και του μουσουλμανικού.

Η αποβίβαση των Ελλήνων πεζοναυτών και ναυτών άρχισε στις 12.30 το μεσημέρι, κάτω απ’ τα ξέφρενα πανηγύρια του κόσμου και έγινε στη λεγόμενη Πετρόσκαλα, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Τελωνείου. Μετά την παράδοση των οθωμανικών αρχών, όλη η πόλη σημαιοστολίστηκε. Στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αθανασίου πραγματοποιήθηκε δοξολογία, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Κύριλλος, ο οποίος μαζί με το σύνολο των παρευρισκομένων έψαλε το «Χριστός Ανέστη».
Αμέσως, με ανακοίνωσή τους οι ελληνικές αρχές κήρυξαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα και διακήρυξαν την ισονομία και την ισοπολιτεία για όλους τους κατοίκους, χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Από τα πρώτα μέτρα της ελληνικής διοίκησης ήταν η έκδοση αναμνηστικής σειράς γραμματοσήμων. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με την επισήμανση των κατασχεθέντων στο ταχυδρομείο οθωμανικών γραμματοσήμων με τη φράση: « Ελληνική Κατοχή Μυτιλήνης». Η λέξη «κατοχή» σηματοδοτούσε την προσωρινότητα της ενσωμάτωσης του νησιού στην Ελλάδα, αφού η διεθνής συνθήκη, με την οποία επικυρώθηκε οριστικά η ενσωμάτωση αυτή, υπογράφηκε 11 χρόνια αργότερα, δηλ. το 1923 (Συνθήκη της Λοζάνης). Διαφορετική ωστόσο ήταν η τύχη των δύο νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, δηλ. της Ίμβρου και της Τενέδου, τα οποία η παραπάνω συνθήκη κατακύρωσε οριστικά στην Τουρκία.
Στις 10 Νοεμβρίου το οπλιταγωγό Μακεδονία αγκυροβόλησε έξω από το Πλωμάρι και οι πεζοναύτες του αποβιβάστηκαν μέσα στους έξαλλους πανηγυρισμούς των κατοίκων. Ακολούθησε η κατάλυση των οθωμανικών αρχών στην Αγιάσο, στον Πολιχνίτο, στη Γέρα, ενώ η ελληνική ζώνη κατοχής επεκτάθηκε βόρεια μέχρι τη Θερμή.

Ο αριθμός των ελληνικών δυνάμεων που αποβιβάστηκαν, δεν ξεπερνούσε τους 1.600 άνδρες. Επειδή ο οθωμανικός στρατός αριθμούσε 1.500 - 2.000 άνδρες, αποφασίστηκε να μη γίνει η τελική σύγκρουση, πριν φτάσουν ενισχύσεις σε άνδρες στρατιωτικά μέσα και πολεμοφόδια.
Όμως, το βόρειο και δυτικό μέρος νησιού θα παραμείνουν κάτω από την τρομοκρατία των Οθωμανών, και κυρίως των ατάκτων ανταρτικών μουσουλμανικών σωμάτων (βασιβουζούκων) που συνέδραμαν το έργο του τακτικού στρατού. Έτσι, βασιβουζούκοι, διάσπαρτοι στις βορειοανατολικές περιοχές του νησιού, λεηλάτησαν το Μεσότοπο, την Αγία Παρασκευή, την Ερεσό και έκαψαν σπίτια στην Πέτρα.
Όταν στις 8 Νοεμβρίου του 1912 έγινε η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Μυτιλήνη, αρκετοί χριστιανοί πατριώτες τέθηκαν στη διάθεση του ελληνικού στρατού, ο οποίος και τους εξόπλισε με σκοπό να τους χρησιμοποιήσει ως πολιτοφυλακή στα λεσβιακά χωριά και ως αντίβαρο στα μουσουλμανικά ανταρτικά σώματα. Έτσι, πράξεις τρομοκρατίας κατά του άμαχου πληθυσμού δεν έλειψαν ούτε από τους χριστιανούς, ούτε από τους μουσουλμάνους αντάρτες στις περιοχές της δράσης τους, με αποτέλεσμα η λεσβιακή ύπαιθρος να γνωρίσει στιγμές βαρβαρότητας. Για το λόγο αυτό οι ελληνικές αρχές ζήτησαν τον αφοπλισμό των χριστιανικών ανταρτικών σωμάτων και τιμώρησαν αρκετούς ένοπλους που πρωτοστάτησαν σε επεισόδια εναντίον του άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.

Οι οθωμανικές τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις είχαν οχυρωθεί στο στρατόπεδό τους στον Κλαπάδο, ένα μουσουλμανικό χωριό που δεν υπάρχει πια σήμερα και βρισκόταν στην ευρύτερη περιφέρεια της Λαφιώνας. Όμως, οι χριστιανοί κάτοικοι του τουρκοκρατούμενου ακόμα τμήματος του νησιού δεν είχαν καμιά αμφιβολία για την τελική έκβαση της μάχης. Έτσι στον Μόλυβο εξαφανίστηκαν εν ριπή οφθαλμού από τα μαγαζιά το γαλάζιο και λευκό πανί, με αποτέλεσμα οι οθωμανικές αρχές να διενεργήσουν έρευνες σε σπίτια. Επίσης, πλοία του ελληνικού στόλου βομβάρδισαν τα καΐκια στη Σκάλα του Μολύβου, προκειμένου να αποκόψουν την πιθανή επικοινωνία των Οθωμανών με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια.
Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός είχε ενισχυθεί σημαντικά από 1.500 περίπου άνδρες και πολλούς ντόπιους εθελοντές. Το κύριο σώμα των εθελοντών αποτελούσε η περίφημη Λεσβιακή φάλαγγα, η οποία απαρτιζόταν από 210 Λέσβιους μετανάστες, που είχαν έρθει απ’ την Αμερική, για να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους. Μετά την άφιξη των πολυπόθητων ενισχύσεων στα τέλη Νοεμβρίου, ο ελληνικός στρατός θα βαδίσει προς το οχυρωμένο στρατόπεδο των Οθωμανών στον Κλαπάδο.

Το οθωμανικό στρατόπεδο του Κλαπάδου δεν θα μπορέσει να αντέξει για πολύ στις επιθετικές ενέργειες του ελληνικού στρατού, που ξεκίνησαν στις 6 Δεκεμβρίου και συνοδευόταν από εύστοχες βολές πυροβολικού. Ο βομβαρδισμός του στρατοπέδου συμπληρώθηκε και από εκπληκτικής ακρίβειας βολές που ρίχνονταν από τα ελληνικά πολεμικά πλοία που βρίσκονταν στα ανοιχτά της Πέτρας. Το πρωτόκολλο παραδόσεως του οθωμανικού στρατού υπογράφηκε το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου 1912 στο ύψωμα Πετσοφάς, νοτιοανατολικά του Κλαπάδου.
Τις επόμενες μέρες απελευθερώθηκε σταδιακά και το υπόλοιπο τμήμα του νησιού.
Στην τελική νίκη των ελληνικών όπλων σημαντική ήταν και η συμβολή της Λεσβιακής φάλαγγας. Αλλά και πολλοί άλλοι χριστιανοί της Λέσβου βοήθησαν τον ελληνικό στρατό στην προσπάθειά του να καταβάλει τον οθωμανικό στρατό στον Κλαπάδο, αφού έδωσαν σημαντικές στρατιωτικές πληροφορίες ή χρησίμευσαν ως οδηγοί του.

8 Νοεμβρίου 1926: Ιδρύεται ο Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας ή ΑΠΟΕΛ.


Ο Θρύλος του κυπριακού ποδοσφαίρου γιορτάζει τα 85 του χρόνια. Ήταν 8 Νοεμβρίου του 1926, όταν ο Γεώργιος Πούλιας μαζί με τον Διομήδη Συμεωνίδη και ακόμη 35 άτομα έδωσαν σάρκα και οστά στην ιδέα που εκπροσωπεί ο ΑΠΟΕΛ. Κανείς από αυτούς δεν περίμενε που θα έφτανε αυτή η ομάδα που έφτιαξαν τότε.

Στο ζαχαροπλαστείο του Χ’ Ιωάννου στην οδό Λήδρας, ιδρύθηκε το σωματείο «Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας» που μετά από δύο χρόνια προστέθηκε και το Αθλητικός για να φτιαχτεί η τελική μορφή του ΑΠΟΕΛ. Πρώτος πρόεδρος του ιστορικού σωματείου ήταν ο Γεώργιος Πούλιας, ένας χαρισματικός άνθρωπος που θεωρείται ο πατέρας του ΑΠΟΕΛ. Ήταν πρόεδρος από το 1926 μέχρι το 1958. Υπήρξε ένας μεγάλος ιδεολόγος του αθλητικού πνεύματος με τεράστια κοινωνική προσφορά.

Η δραστηριότητα του ΑΠΟΕΛ δεν είχε μόνο αθλητικό χαρακτήρα. Το σωματείο αυτό προσέφερε τόσο σε κοινωνικό, σε πολιτιστικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Δεν μπορεί άλλωστε να αγνοηθεί το γεγονός πως αθλητές και μέλη του ΑΠΟΕΛ έδωσαν την ζωή τους για τους αγώνες της Κύπρου.

Το πρώτο επίσημο ματς του ΑΠΟΕΛ καταγράφηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1934 και είχε αντίπαλο την ΕΠΑ. Το αποτέλεσμα ήταν 1-0, επιτυχές όπως και συνέχεια ήταν η ίδια. Και όχι μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στα υπόλοιπα αθλήματα.

Όσον αφορά το ποδόσφαιρο, μέχρι στιγμής έχει κατακτήσει 21 πρωταθλήματα, 19 κύπελλα και 12 σούπερ καπ, πρώτη σε κατακτήσεις τίτλων. Μάλιστα, ήταν η πρώτη κυπριακή ομάδα η οποία πέτυχε πρόκριση σε δεύτερο γύρο ευρωπαϊκής διοργάνωσης (το 1963 επί της Γκόεβικ Λιν Νορβηγίας) και ήταν η πρώτη Κυπριακή ομάδα που εξασφάλισε για δεύτερη σερί σεζόν παρουσία στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα το 1974 αλλά δεν έπαιξε ποτέ λόγω της Τουρκικής εισβολής. Ο ΑΠΟΕΛ έπαιξε δύο φορές στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ και κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει η πρώτη κυπριακή ομάδα η οποία, θα συνεχίσει την ευρωπαϊκή της πορεία μετά τα Χριστούγεννα.

8 Νοεμβρίου 1977: Ανακάλυψη των «τάφων της Βεργίνας» από τον Μανόλη Ανδρόνικο


Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από τη Βεργίνα ήδη από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επιτήρηση του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, ο οποίος υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Βρέθηκαν τμήματα ενός μεγάλου κτιρίου, στη θέση Αγία Τριάδα, που θεωρείται από πολλούς ότι χρησίμευε σαν θερινό βασιλικό ανάκτορο. Παρ' όλ' αυτά, οι ανασκαφές σταμάτησαν για τον κίνδυνο της ελονοσίας.

Το 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του καθηγητή Κ. Ρωμαίου, αποφάσισε να ιδρύσει στη Βεργίνα πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών του. Ο Κ. Ρωμαίος ανέσκαψε περισσότερα τμήματα του θεωρούμενου ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο, που ονομάζεται από τον ανασκαφέα του "τάφος του Ρωμαίου", αλλά και πάλι οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940. Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές ξεκίνησαν ξανά κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του "ανακτόρου" ήρθε στην επιφάνεια. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος πείστηκε ότι ένας λοφίσκος που λεγόταν "η Μεγάλη Τούμπα" έκρυβε τους τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Το 1977 ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μία ανασκαφή έξι εβδομάδων στην Τούμπα και ανακάλυψε τέσσερα θαμμένα ταφικά δωμάτια τα οποία ήταν ανέγγιχτα από τυμβωρύχους. Τρία ακόμα βρέθηκαν το 1980. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και κατά τα έτη 1980 με 1990. Ο Ανδρόνικος υποστήριξε ότι τα ευρήματα ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μίας από τις γυναίκες του, και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ΄ του Μακεδόνος. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς αρχαιολόγους και την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, υπάρχουν αρχαιολόγοι που αμφιβάλλουν για αυτό και λένε ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μεγάλη μερίδα άλλων που πιστεύουν ότι οι τάφοι δεν είναι βασιλικοί, αλλά ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους, που απέκτησαν μεγάλο πλούτο από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Σε περίπτωση που ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ', τα όπλα και η πανοπλία που βρέθηκαν στον τάφο ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο καθώς ο Φίλιππος Γ΄ γύρισε τα όπλα του πίσω στην Μακεδονία, αφού αυτός πέθανε.

Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο επάνω μέρος της τον Ήλιο της Βεργίνας, ο οποίος υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας. Ο Ήλιος υπήρξε σημείο διεθνούς αντιπαράθεσης το 1992, όταν το νεοϊδρυθέν κράτος της  Π.Γ.Δ.Μ. τον χρησιμοποίησε ως σύμβολό του πάνω στη σημαία του. Όμως η ελληνική κυβέρνηση λέγοντας ότι το σύμβολο βρέθηκε σε αρχαίο μνημείο εντός του ελλαδικού χώρου υποχρέωσε το 1995 την κυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ. να τον απομακρύνει από τη σημαία.

Μεγάλη ποσότητα έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους τάφους, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης και της λάρνακας με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄ και το χρυσό του στεφάνι δρυός. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 2000 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, το οποίο βρίσκεται μέσα στον λοφίσκο. Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

8 Νοεμβρίου 1935: γεννιέται ο Αλέν Ντελόν, Γάλλος ηθοποιός


Του ανήκει δικαιωματικά ο τίτλος του 'αιώνιου εραστή'! Ο πιο αινιγματικός Γάλλος ηθοποιός που παρόλη την εκρηκτική και συχνά σχεδόν εχθρική στάση που είχε με τα media και το κοινό, ακόμα και τώρα απολαμβάνει μια ιδιαίτερη εκτίμηση και έχει φανατικούς θαυμαστές. Ο Alain Delon γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πολύ μικρός και μεγάλωσε σε θετή οικογένεια.

Σαν παιδί ήταν πολύ ζωηρό και αποβλήθηκε από πολλά σχολεία. Στα 17 του χρόνια μπήκε στο Γαλλικό ναυτικό, έγινε καταδρομέας, υπηρέτησε στην Ινδοκίνα. Τελικά παράτησε το στρατό και αφού δοκίμασε την τύχη του σε διάφορες ταπεινές δουλειές, κατέληξε σερβιτόρος, όπου όμως γνώρισε ορισμένους νεαρούς ηθοποιούς και μπήκε στο κύκλωμα.

Τον ανακάλυψε ο σκηνοθέτης Yves Allegret ο οποίος του έδωσε ένα ρολό στην ταινία «Quand La Femme S'en Mele» το 1957. Όμως το 1958 ήταν που πήρε τον πρώτο του αξιόλογο ρόλο στην ταινία «Christine». Εκεί γνώρισε την Romy Schneider με την οποία ήταν αρραβωνιασμένοι πέντε χρόνια. Σε λίγο χρόνο ο Delon έπαιζε πρωταγωνιστικούς ρόλους και άφησε το διεθνή στίγμα με τις υπέροχες ταινίες του όπως τις: «Rocco and His Brothers» (1960) του σκηνοθέτη Luchino Visconti και «Purple Noon» (1960) του Rene Clement.

Αναδείχτηκε σε σταρ με την ταινία «Plein Soleil» (1961). Ο ρόλος του ως Tom Ripley, ενός ψυχρού αλλά αγγελικά γοητευτικού εγκληματίας είναι αυτός που χαρακτήρισε την καριέρα του. Ακολουθησε το «L'Eclisse» (The Eclipse) το 1962 του Michelangelo Antonioni και στο «Il Gattopardo» (1962) του Visconti καθώς και στο «Melodie en Sous-Sol» (1963) με συμπρωταγωνιστή τον Jean Gabin.

Το 1964 δοκίμασε τις δυνάμεις του και σαν παραγωγός με το «L' Insoumis» στο οποίο είχε και τον πρώτο ρόλο. Αργότερα έφτιαξε τι δική του εταιρία παραγωγής Adel Productions, αναλαμβάνοντας πολλές από τις δικές του ταινίες (το 1987 ίδρυσε τη νέα εταιρία παραγωγής Leda Productions. Όμως στα μέσα της δεκαετίας του '70 η καριέρα του άρχισε να φθίνει κυρίως λόγω της ανάμειξης του ονόματός του σε υποθέσεις πορνείας, απάτης, ακόμα και φόνου, αλλά και λόγω της συμπάθειας που επέδειξε προς ακροδεξιές πολιτικές πεποιθήσεις. Τελικά αθωώθηκε για όλες τις κατηγορίες, όμως το προφίλ του είχε τραυματιστεί σχεδόν ανεπανόρθωτα.

Υπήρξε εξαιρετικά έξυπνος και ίδρυσε μια εταιρία εμπορίας ακριβών προϊόντων με την επωνυμία του, όπως αρώματα, δερμάτινα είδη, με αποτέλεσμα να χτίσει μια μεγάλη περιουσία. Συνέχισε όμως τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο, σε Αμερικάνικές αλλά και Βρετανικές παραγωγές. Τον συναντήσαμε σε κωμωδίες όπως το «Yellow Rolls-Royce», σε ταινίες εγκλήματος και κατασκοπίας όπως «Once a Thief» (1965) και «Scorpio» (1973), σε ταινίες western «Texas Across the River» (1966) και σε περιπέτειες όπως το «Airport '79: Concord» (1979). Πρωταγωνίστησε επίσης και στα θρίλερ «Comme Un Boomerang» και «Le Gang».

Το 1981 ο Alain Delon πέρασε και στην καρέκλα του σκηνοθέτη με την ταινία «Pour la Peau d'un Flic» για να ακολουθήσουν δύο ακόμη σκηνοθετικές απόπειρες με τα «Le Choc» και «Le Battant». Το 1984 απέσπασε το βραβείο Cesar για την ερμηνεία του στην ταινία «Notre Histoire» του Bertrand Blier. Την επόμενη χρονιά η ταινία «Parole de Flic» έγινε τεράστια επιτυχία άλλη μια επικύρωση για το άστρο του που ήδη είχε ανέβει πολύ ψηλά. Παρ' όλα αυτά θα ήθελε να ξεχάσει το 1986 όταν πηρέ πολύ αρνητικές κριτικές για την ταινία «Le Passage».

Μετά από αυτό πρόσεξε τις επιλογές του και το 1990 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον σκηνοθέτη Jean-Luc Godard στη ταινία «Nouvelle Vague». Τη δεκαετία του 90 οι συμμετοχές του ήταν πολύ περιορισμένες και προσεκτικά διαλεγμένες. Ο Γάλλος αστέρας κυριάρχησε επί δεκαετίες στην καλλιτεχνική επικαιρότητα, ενσαρκώνοντας το μύθο του σταρ με τη διεθνή ακτινοβολία. Το 2001, στα 66 του χρόνια ανακοίνωσε ότι θα θέσει τέρμα στην καλλιτεχνική του δραστηριότητα, λέγοντας ότι "πρέπει να ξέρει κανείς να αποσύρεται την κατάλληλη στιγμή".

Όμως το μικρόβιο του κινηματογράφου δεν φεύγει ποτέ και έτσι μετά από μερικές τηλεοπτικές εμφανίσεις, ο Alain Delon αποφασίζει να δεχτεί ένα μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο. Ποιος άλλωστε θα ήταν πιο ταιριαστός στο ρόλο του Ιούλιου Καίσαρα, στο «Asterix aux jeux Olympiques».

O Alain Delon τιμήθηκε το 1995 με τη Χρυσή Αρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου για την συνολική προσφορά του στον Κινηματογράφο, ενώ μνημειώδης είναι η κόντρα του με το Φεστιβάλ των Καννών. Το 1984 κατηγόρησε το Φεστιβάλ αλλά και τον Υπουργό Πολιτισμού, ότι εντέχνως άφησαν εκτός την ταινία του «Notre Histoire», εξαιτίας των ακροδεξιών του πεποιθήσεων. Δεν ξαναπήγε στις Κάννες μετά το 1992 και όταν δεν προσκλήθηκε για τα 50 χρόνια του φεστιβάλ το 1997 είπε ότι δεν θα ξαναπατούσε ποτέ τα σκαλιά του Palais. Το 2007 όμως, έπειτα από πρόσκληση του Φεστιβάλ στους εορτασμούς για τα 60 χρόνια, άλλαξε γνώμη λέγοντας "Είμαι ευτυχής που ανεβαίνω ξανά αυτά τα θρυλικά σκαλιά έπειτα από μεγάλη απουσία".

8 Νοεμβρίου 1895: Ο Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν ανακαλύπτει τις ακτίνες Χ.


Ο Βίλχελμ Κόνραντ Ρέντγκεν (Wilhelm Conrad Röntgen, 27 Μαρτίου 1845 - 10 Φεβρουαρίου 1923) ήταν Γερμανός φυσικός. Το 1896 τιμήθηκε με το μετάλλιο Ρούμφορ της Βασιλικής Εταιρείας και το 1901 με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής.

Κατά το 1895, ενώ έκανε στο Βίρτσμπουργκ πειράματα για τη σπουδή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας των αερίων, ανακάλυψε τις ακτίνες Χ (ή τις ακτίνες Ρέντγκεν, όπως λέγονται εις τιμήν του). Οι ακτίνες Χ αποκαλείται ένα τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος με περιοχή μήκους κύματος μεταξύ 10 nm με 10 pm , που αντιστοιχεί σε περιοχή συχνότητας από 30 PHz - 30 HHz και σε περιοχή ενέργειας 120 eV - 120 keV. Αυτό το τμήμα του ηλεκτρομαγνητικού φάσμαστος βρίσκεται μεταξύ των τμημάτων της υπεριώδους ακτινοβολίας και των ακτίνων γ.

Οι ακτίνες Χ πρωταρχικά χρησιμοποιήθηκαν από την Ιατρική ως διαγνωστικό εργαλείο με τη μορφή της ακτινογραφίας και από τη Φυσική και τη Χημεία με τη μορφή της κρυσταλλογραφίας. Όμως, οι ακτίνες Χ ανήκουν στις ιονίζουσες ακτινοβολίες, αφού η ενέργειά τους είναι ικανή να προκαλέσει τον ιονισμό ατόμων και μορίων από αριθμό εσωτερικών τους ηλεκτρονίων. Επομένως παρουσιάζει κινδύνους βλαβών σε ζωντανούς οργανισμούς και όχι μόνο.

Οι ακτίνες Χ διαχωρίζονται σε 2 υποπεριοχές μήκους κύματος, συχνότητας και ενέργειας:
. «Μαλακές ακτίνες Χ»: 10 nm - 100 pm, 30 PHz - 3 HHz, 120 eV - 12 keV.
. «Σκληρές ακτίνες Χ»: 100 - 10 pm. 3 - 30 HHz, 12 - 120 keV.

Η διάκριση μεταξύ των σκτίνων χ και ακτίνων γ άλλαξε τις τελευταίες δεκαετίες. Παλαιότερα υπήρχε και 3η υποπεριοχή ακτίνων Χ, αλλά αυτές εντάχθηκαν στις ακτίνες γ, γιατί προκαλούσαν πλέον διεγέρσεις και στους ατομικούς πυρήνες.